Για το μυθιστόρημα του Graham Swift «Κυριακή της Μητέρας» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μίνωας). Κεντρική εικόνα: Η Olivia Colman στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου.
Της Νίκης Κώτσιου
Μια νεαρή υπηρέτρια που καταλήγει να γίνει διάσημη συγγραφέας είναι η πρωταγωνίστρια στο σύντομο αλλά πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα Κυριακή της Μητέρας (εκδ. Μίνωας) του βραβευμένου με Booker Γκράχαμ Σουίφτ, σε ωραία μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
Η Τζέιν Φέαρτσαϊλντ δεν έχει ρίζες, δεν γνωρίζει τις καταβολές της, τους γονείς της. Η μητέρα της την άφησε έκθετη στο ορφανοτροφείο και οι υπάλληλοι του ιδρύματος της έδωσαν ένα όνομα και επινόησαν μια ευλογοφανή ημερομηνία γέννησης. Παρά ταύτα, είναι αισιόδοξη και δυναμική, δέχεται τη ζωή όπως έρχεται και δεν σπαταλά τον χρόνο της σε μεμψιμοιρία και παράπονα. Η Τζέιν δεν έχει ερείσματα και πρέπει να βασίζεται μόνο στον εαυτό της και ίσως στην περιστασιακή καλοσύνη των ανθρώπων που συναντά. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η πλήρης απουσία αναφορών, της δίνει το ελεύθερο να πλάσει τον εαυτό της καταπώς θέλει, χωρίς καθόλου να δεσμεύεται από προϋποθέσεις, υπαγορεύσεις και κανόνες. Έχει στη διάθεσή της έναν άγραφο πίνακα, και πάνω του μπορεί να κάνει τις εγγραφές που επιθυμεί, δίχως να περιορίζεται από τους αποκλεισμούς που θα συνεπαγόταν η γενεαλογία, η καταγωγή, η προέλευση.
Διαδρομή αυτογνωσίας και χειραφέτησης
Το γλωσσικό της αισθητήριο είναι αρχικά φτωχό και περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία. Συνεννοείται σε απλή γλώσσα με τις υπόλοιπες υπηρέτριες και κατέχει κάποιες κλισέ ευγενικές εκφράσεις για να επικοινωνεί με τα αφεντικά. Ο κόσμος της περιορίζεται στα όρια του νοικοκυριού και των καθημερινών οικιακών καθηκόντων, που αυτό συνεπάγεται. Όμως, η Τζέιν ολοένα ψάχνεται και θέλει να ξανοιχτεί στο πέλαγος των λέξεων και των σημασιών. Δανείζεται μυθιστορήματα από τη βιβλιοθήκη του κυρίου Νίβεν και αρχίζει να έχει θεωρητικές ανησυχίες γύρω από τις σχέσεις που συνδέουν τις λέξεις με τα πράγματα.
...οι λίγες λέξεις που διαθέτει δεν αρκούν για να εκφράσουν τη συνθετότητα της ψυχικής της ζωής και την απέραντη ποικιλία των συναισθηματικών αποχρώσεων, που πηγάζουν από περίπλοκα βιώματα.
Συγχρόνως συνειδητοποιεί πως οι λίγες λέξεις που διαθέτει δεν αρκούν για να εκφράσουν τη συνθετότητα της ψυχικής της ζωής και την απέραντη ποικιλία των συναισθηματικών αποχρώσεων, που πηγάζουν από περίπλοκα βιώματα. Σύντομα μπαίνει στο πετσί της γλώσσας και μαθαίνει να τη χειρίζεται με δεξιοτεχνία και μεράκι, συνεχώς ανεβαίνοντας μέχρι την κορυφή τα σκαλοπάτια που θα την φέρουν σ’ επαφή με την ουσία και τη σημασία της λογοτεχνίας.
Η μυστική συνάντηση
Ένα κορυφαίο γεγονός δεσπόζει στην Κυριακή της Μητέρας και η αναπαράστασή του επανέρχεται ξανά και ξανά, καθώς η Τζέιν, μεγάλη και καταξιωμένη πια, το αναπολεί και το επεξεργάζεται επανειλημμένα εκ νέου ξεδιπλώνοντάς το και αναλύοντάς το υπό νέο πρίσμα κάθε φορά. Πρόκειται για μια ανάμνηση από το απώτατο παρελθόν, μια ανάμνηση που δεν ξεθωριάζει ποτέ αλλά διατηρείται πάντα άσβεστη και λαμπερή.
Η νεαρή Τζέιν πηγαίνει να συναντήσει τον Πολ Σέρινγκαμ την Κυριακή της Μητέρας, τον Μάρτιο του 1924. Ο Πολ είναι ο νεαρός κύριος της γειτονικής έπαυλης και διατηρεί ερωτική σχέση με την Τζέιν, μολονότι είναι αρραβωνιασμένος και πρόκειται να παντρευτεί μια νεαρή αριστοκράτισσα. Το αρχοντικό είναι εντελώς άδειο και η συνεύρεσή τους λαμβάνει χώρα πανηγυρικά στο υπνοδωμάτιο του Πολ.
Ο Γκράχαμ Σουίφτ γεννήθηκε το 1949 στο νότιο Λονδίνο. Σπούδασε λογοτεχνία στα πανεπιστήμια του Κέμπριτζ και του Γιορκ. Έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και το Φτιάχνοντας έναν ελέφαντα, που περιλαμβάνει δοκίμια, πορτρέτα, ποίηση και στοχασμούς για τη ζωή του ως συγγραφέα. Με την Υδάτινη χώρα απέσπασε το βραβείο μυθιστορήματος της εφημερίδας Guardian και με τον Τελευταίο γύρο το βραβείο Booker. Και τα δύο βιβλία έγιναν ταινίες. Το έργο του Γκράχαμ Σουίφτ έχει μεταφραστεί σε τριάντα και πλέον γλώσσες. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εν ζωή Βρετανούς συγγραφείς. |
Ο Γκράχαμ Σουίφτ σχεδιάζει προσεχτικά και δίνει έμφαση στην εικόνα των δυο νέων, καθώς είναι ξαπλωμένοι ολότελα γυμνοί, σε μια συνθήκη πλήρους ισότητας, που καταργεί τους ταξικούς διαχωρισμούς και λαμβάνει υπόψη μόνο την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα της αμοιβαίας επιθυμίας τους. Το αίσθημα ισοτιμίας που απορρέει απ΄ αυτή την εικόνα, γίνεται το πρώτο βήμα για τη μετέπειτα χειραφέτηση της Τζέιν, που θα μετεξελιχθεί στην πορεία σε διάσημη συγγραφέα.
«Ήταν ξαπλωμένοι πλάι πλάι ξεσκέπαστοι, τινάζοντας τη στάχτη, χωρίς να μιλάνε, κοιτάζοντας τον καπνό από τα τσιγάρα τους να ανεβαίνει και να ενώνεται κάτω από το ταβάνι. Για λίγο, αυτό το κοινό κάπνισμα αρκούσε. Σκέφτηκε τα μικρά συννεφάκια από το φουγάρο του τρένου. Τα τσιγάρα τους, που κάθε τόσο σφηνώνονταν κάθετα στα χείλη τους, ήταν σα μικροσκοπικές συντροφικές καμινάδες. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η φλυαρία των πουλιών στον κήπο και η αλλόκοτα ηχηρή σιωπή των άδειων δωματίων, λες και το σπίτι κρατούσε την ανάσα του. Υπήρχε, επίσης, το ανεπαίσθητο χάδι από το αεράκι στα σώματά τους, που τους θύμιζε, μολονότι είχαν και οι δυο καρφωμένο το βλέμμα στο ταβάνι, ότι ήταν ολόγυμνοι. Δυο ψάρια σε λευκή πιατέλα, σκέφτηκε. Δυο ροδαλοί σολομοί σ’ έναν μπουφέ... Δεν ήθελε να πει, να ρωτήσει, οτιδήποτε θα μπορούσε να διαταράξει την πιθανότητα να μείνουν έτσι για πάντα. Ονομαζόταν χαλάρωση σκέφτηκε, μια λέξη που δεν έχει συνήθως θέση στο λεξιλόγιο μιας καμαριέρας. Τώρα πια είχε πολλές λέξεις που δεν είχαν θέση στο λεξιλόγιο μιας καμαριέρας. Ακόμα και η λέξη “λεξιλόγιο”. Τις μάζευε από δω κι από κει, σαν ένα από κείνα τα πουλιά που έχτιζαν έξω τη φωλιά τους. Αλλά παρέμενε καθόλου καμαριέρα, έτσι ξαπλωμένη εδώ, στο κρεβάτι του; Κι εκείνος παρέμενε καθόλου “κύριος”; Αυτή ήταν η μαγεία, η τέλεια, εξισωτική πολιτική της γύμνιας».
Αντιστροφή ρόλων, αντιστροφή ταυτοτήτων
Ο Πολ είναι αρραβωνιασμένος με μια δεσποινίδα της τάξης του αλλά ξοδεύει χρόνο με την υπηρέτρια, χωρίς να νοιάζεται για τον επικείμενο γάμο του. Η Τζέιν τον παρακολουθεί να ντύνεται αργά και απρόθυμα, μετά τη συνεύρεσή τους, λίγο πριν φύγει για να δειπνήσει με τη μνηστή του. Ο Πολ πράγματι δεν βιάζεται και προσπαθεί να καθυστερήσει όσο μπορεί περισσότερο. Η Τζέιν παρατηρεί με προσοχή και καταγράφει διεξοδικά στο μυαλό της την τελετουργική διαδικασία της ένδυσης, που υπακούει σε ένα απαρέγκλιτο τυπικό. Η κωλυσιεργία του νεαρού είναι πρωτοφανής, ο Πολ δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για την ενόχληση που θα προκαλέσει η αργοπορία του. Όταν τελικά φεύγει, αφήνει το ελεύθερο στην Τζέιν να μείνει όσο θέλει, δεδομένου ότι οι υπόλοιποι ένοικοι απουσιάζουν, να φάει και να πιεί, να περιηγηθεί στους χώρους της έπαυλης.
Στο πλαίσιο μιας καρναβαλικής αντιστροφής, η υπηρέτρια γίνεται κυρία και απολαμβάνει τις ανέσεις και τα προνόμια που μέχρι τότε λόγω θέσης στερούνταν. Αλλά δεν είναι μόνο η δική της ταυτότητα που καρναβαλικά αλλάζει. Όταν ο Πολ την παίρνει τηλέφωνο για να την προσκαλέσει, η Τζέιν πρέπει να τον αποκρύψει από τα αφεντικά της που παρακολουθούν τη συνδιάλεξη, οπότε, για να παραπλανήσει και να θολώσει τα νερά, σπεύδει να τον αποκαλέσει «κυρία» ώστε να μην εγείρει υποψίες. Αλλά και ο Πολ παίζει με την ταυτότητα φύλου της Τζέιν. Αρέσκεται να τη φωνάζει Τζέι, χρησιμοποιώντας αντί για το όνομά της, ένα αντρικό υποκοριστικό.
Μέσ’ από τη διασάλευση της τάξης και την αντιστροφή των ρόλων, τα υποκείμενα κερδίζουν μια αίσθηση ελευθερίας, που αίρει τους καταναγκασμούς κι εγκαινιάζει μια καινούρια πραγματικότητα. Στη ζωή της Τζέιν, η Κυριακή της Μητέρας σηματοδοτεί μια ημέρα αναγέννησης κι ελπιδοφόρας συνάντησης με το νέο της, αναβαπτισμένο και πολλά υποσχόμενο εαυτό.
Στη ζωή της Τζέιν, η Κυριακή της Μητέρας σηματοδοτεί μια ημέρα αναγέννησης κι ελπιδοφόρας συνάντησης με το νέο της, αναβαπτισμένο και πολλά υποσχόμενο εαυτό.
Μυθιστόρημα που εξερευνά τη φιλαναγνωσία και τη συγγραφή μέσ’ από την ιστορία μιας γυναικείας χειραφέτησης, η Κυριακή της Μητέρας παρακολουθεί τη μετεξέλιξη μιας παθιασμένης αναγνώστριας σε καταξιωμένη συγγραφέα μέσ’ από την ολοδική της οπτική και με τους δικούς της όρους. To μεγαλύτερο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα στο παρελθόν καθώς η γηραιά πια Τζέιν αναστοχάζεται και επανεκτιμά τη ζωή της επιχειρώντας έναν απολογισμό. Παράλληλα εξετάζονται με τρόπο καινοφανή και παιγνιώδη οι πολλές και διαφορετικές λειτουργίες της γλώσσας, οι ποικιλίες της επικοινωνιακής της διάστασης, ο τρόπος που αυτή επιδρά στην πρόσληψη της πραγματικότητας και στη συγκρότηση του υποκειμένου μέσ’ από την πορεία αυτογνωσίας, αυτοσυνειδησίας και συγγραφικής ωρίμανσης της χαρισματικής πρωταγωνίστριας.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.