Για το μυθιστόρημα του Σίνκλερ Λιούις [Sinclair Lewis] «Δεν γίνονται αυτά εδώ» (μτφρ. Νίκος Α. Μάντης, εκδ. Καστανιώτη).
Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Ο Σίνκλερ Λιούις (1885–1951) μεταφράστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας από τον Νίκο Μάντη μόλις το 2016, εν μέσω του κύματος που έφερε τον Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία. Αυτό προκαλεί μια διπλή απορία, πολιτικής και λογοτεχνικής φύσεως καθώς, πέραν της μεγάλης αξίας του εν γένει έργου του, είναι ο άνθρωπος που πέντε χρόνια μετά την απονομή σ’ αυτόν του Βραβείου Νόμπελ (1930) δημοσίευσε το Δεν γίνονται αυτά εδώ, το πλέον «εξαντλητικό» πολιτικό μυθιστόρημα που μπορώ να ανακαλέσω. Πρόκειται για μια λογοτεχνική προφητεία σχετική με την εύθραυστη φύση της δημοκρατίας, που ξαναέρχεται σήμερα στην επικαιρότητα για μάλλον προφανείς λόγους. Και δεν εννοώ μόνο τα διακυβεύματα των επικειμένων αμερικανικών εκλογών, αλλά και τον φρέσκο θρίαμβο της ακροδεξιάς στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όπως και άλλες πολλές παράλληλες εξελίξεις από τις οποίες ουδόλως εξαιρείται η χώρα μας.
Το επίτευγμα του Σίνκλερ Λιούις σε αυτό το βιβλίο είναι πολλαπλό. Σκιαγραφεί –αρκετά πριν από τον Όργουελ και τον Καίσλερ– με εκπληκτική ακρίβεια, γνώση και προβλεπτική ικανότητα την πορεία μετεξέλιξης των δημοκρατιών μας σε καθεστώτα ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Αποδίδει εύγλωττα τις ιδεολογίες της εποχής όπως και τα πολλαπλά σχίσματα του μαρξισμού, λίγο πριν δολοφονηθεί ο Τρότσκι στο Μεξικό και πριν ακόμη γίνουν ευρέως γνωστές οι περίφημες Δίκες της Μόσχας. Αναλύει κοινωνιολογικά τον μέσο άνθρωπο και τη μετεξέλιξή του σε τυφλό όργανο του Κορπορατισμού. Επιπλέον, προβλέπει με διαύγεια τα αδιέξοδα της σχεδιασμένης οικονομίας, χωρίς ωστόσο να χαρίζεται στην κοινωνική αδικία που απορρέει από τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό των αγορών. Τέλος, σε καθαρά ψυχαναλυτικό επίπεδο, διεισδύει στην εργαλειοποίηση των λαϊκών απωθημένων, και την μετεξέλιξή τους σε τυφλή βία.
Ο Λιούις χειρίζεται ωστόσο όλα αυτά τα «βαριά» πολιτικοφιλοσοφικά ζητήματα υπό το περιτύλιγμα ενός μυθιστορηματικού λόγου ρέοντος, ειρωνικού, απαισιόδοξου και ενίοτε σαρκαστικού ως προς την ανθρώπινη φύση. Παρά τις κάποιες κοιλιές που κάνει το βιβλίο, την εμμονή σε λεπτομέρειες και την παράθεση ονομάτων και γεγονότων με τα οποία ο αναγνώστης (ακόμα και ο Αμερικανός) δεν μπορεί να είναι εξοικειωμένος, ο Λιούις διατυπώνει μια έλλογη προφητεία με την ελπίδα ότι η πραγματικότητα θα τον διαψεύσει. Αυτός άλλωστε υπήρξε διαχρονικά ο ρόλος της έλλογης προφητείας – να κινητοποιήσει τα άτομα και την κοινωνία, προειδοποιώντας τα για το πού ενδέχεται να οδηγηθούν τα πράγματα: δηλαδή όχι η επαλήθευση, αλλά η διάψευση των υφισταμένων τάσεων.
Το Δεν γίνονται αυτά εδώ γράφηκε σε ανταπόκριση προς την πολιτική επικαιρότητα της εποχής και σε πείσμα όσων θεωρούν ακόμη σήμερα ότι η λογοτεχνία οφείλει να παίρνει αποστάσεις από τα τρέχοντα πράγματα, ότι δηλαδή δεν μπορεί να χειρισθεί επικαιρικές καταστάσεις (κοινωνικές εξεγέρσεις, φυσικές καταστροφές, ακόμη και πολέμους) παρά μόνο αφού καταλαγιάσει η σκόνη των γεγονότων.
Το Δεν γίνονται αυτά εδώ γράφηκε σε ανταπόκριση προς την πολιτική επικαιρότητα της εποχής και σε πείσμα όσων θεωρούν ακόμη σήμερα ότι η λογοτεχνία οφείλει να παίρνει αποστάσεις από τα τρέχοντα πράγματα, ότι δηλαδή δεν μπορεί να χειρισθεί επικαιρικές καταστάσεις (κοινωνικές εξεγέρσεις, φυσικές καταστροφές, ακόμη και πολέμους) παρά μόνο αφού καταλαγιάσει η σκόνη των γεγονότων. Το λέω γιατί το βιβλίο γράφηκε μεσούσης της οικονομικής καταβύθισης των ΗΠΑ μετά το κραχ του 1929, με στρατιές ανέργων ανά την επικράτεια, αλλά με το Νιου Ντηλ του προέδρου Ρούζβελτ να έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται στα σοβαρά. Σημειωτέον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μένουν τα χρόνια εκείνα ανέπαφες από τον ανερχόμενο ευρωπαϊκό φασισμό, ούτε από τον κομμουνισμό σε όλες τις πιθανές εκδοχές του. Οι εκ δεξιών και αριστερών φωνές που καλούν σε μια εθνική αναγέννηση μέσω στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας, εθνικοποιήσεων, διώξεων κατά του ασύμμετρου πλούτου και ενοχοποίησης του μεγάλου κεφαλαίου, πυκνώνουν. Φανατικοί ρήτορες και δημοφιλείς ιερωμένοι ενεργοποιούν ένα νέο ακροατήριο. Ζητούμενό τους η ισχυρή εκείνη ηγεσία που θα βάλει τέλος στα δεινά του τόπου με επίκληση της λαϊκής εξουσίας, τιμωρία των ενόχων κλπ. Μας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά;
Με χιούμερο και σαρκασμό στο κλίμα της εποχής
Ήδη από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, περιγράφοντας ένα δείπνο Ροταριανών σε μια μικρή πόλη του αγροτικού Βερμόντ, ο Σίνκλερ Λιούις μας βάζει στο κλίμα της εποχής με άφθονο χιούμορ και έντονο σαρκασμό για τα ποικίλα κοινωνικά στρώματα και φορείς που διαστρεβλώνουν τον ορθό λόγο και επικαλούνται τις πλέον μυστικιστικές και βλακώδεις δυνάμεις προκειμένου να σωθεί η Αμερική. Ανάμεσά τους, αν και αντιτιθέμενος σ΄ αυτές τις τάσεις, είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ένας εξηντάρης φιλελεύθερος δημοσιογράφος, ο Ντορέμους Τζέσαπ. Πρόκειται για άνθρωπο με αρχές, καλό γνώστη της ανθρώπινης φύσης, ο οποίος δεν περιμένει και πολλά από τις σωτηριολογικές θεωρίες, έχοντας καθαρή εικόνα των λουτρών αίματος όπου κατέληξαν ιστορικά οι επικλήσεις του επί της γης παραδείσου ή αλλιώς της ανθρώπινης ουτοπίας. Ο σκεπτικισμός του θα δικαιωθεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, παρά το ότι η μορφωμένη μεσαία τάξη δεν πιστεύει ότι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς απειλεί την Αμερική.
Και όμως. Στις προεδρικές εκλογές του 1936 εμφανίζεται ένας νέος πολιτικός αστέρας, ο γερουσιαστής Μπαζ Γουίντριπ. Αυτός ο Γουίντριπ περιγράφεται σαρδόνια από τον Λιούις ως ο μέσος άνθρωπος, ο κατ’ εξοχήν λαϊκιστής ηγέτης που χαϊδεύει τη λαϊκή ματαιοδοξία και απληστία, υπόσχεται τα πάντα (ακόμη και την άμεση δωρεά χιλιάδων δολαρίων σε κάθε Αμερικανό, αρκεί να μην είναι Εβραίος ή μαύρος!), ενώ δίνει πάντα δίκιο σε οποιοδήποτε κοινωνικό αίτημα, ακονίζει το ένστικτο του μίσους και κόβει ακούραστα κορδέλες εγκαινίων. Παρακάμπτοντας τον πρόεδρο Ρούζβελτ, θα χρισθεί υποψήφιος του Δημοκρατικού (παρακαλώ!) Κόμματος και εντέλει θα νικήσει τον Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του καταλαμβάνοντας την εξουσία. Χωρίς καθυστέρηση θα ακολουθήσουν περιορισμοί των ελευθεριών, άρση των λειτουργιών του Κογκρέσου, φυλάκιση αντιφρονούντων, τοποθέτηση πιστών φίλων στις θέσεις κλειδιά, ακόμη και τοποτηρητών στις εφημερίδες. Το κυριότερο είναι η κήρυξη στρατιωτικού νόμου και η ίδρυση ενός παραστρατιωτικού οργάνου στα πρότυπα των Ες Ες, ένστολων πολιτών με απόλυτη εξουσία, που κατατρομοκρατούν τους αντιτιθέμενους στο καθεστώς, εκτελούν και φυλακίζουν, συχνά ξεπληρώνοντας παλιά προσωπικά γραμμάτια.
Με ανατριχιαστική ακρίβεια ο Σίνκλερ Λιούις δείχνει εγκαίρως την πορεία της συγκεντρωτικής οικονομίας όπως θα την βίωναν οι σοσιαλιστικές χώρες αλλά πιθανότατα και ο φασισμός αν είχε επικρατήσει στον πόλεμο.
Στο οικονομικό πεδίο, η βιομηχανία και οι φυσικοί/ενεργειακοί πόροι τίθενται στην υπηρεσία του κράτους, η παραγωγή πέφτει, ο πληθωρισμός καλπάζει, και η ανάγκη αύξησης των εξαγωγών ξεκληρίζει την αγροτική παραγωγή. Με ανατριχιαστική ακρίβεια ο Σίνκλερ Λιούις δείχνει εγκαίρως την πορεία της συγκεντρωτικής οικονομίας όπως θα την βίωναν οι σοσιαλιστικές χώρες αλλά πιθανότατα και ο φασισμός αν είχε επικρατήσει στον πόλεμο. Σε επίρρωση όλων τούτων, αναδιαρθρώνεται διοικητικά η χώρα με κατάργηση των Πολιτειών –που ως γνωστόν διαθέτουν σημαντική νομοθετική και πολιτική ανεξαρτησία κατά το αμερικανικό Σύνταγμα, έχοντας έναν από την ίδρυσή τους αποκεντρωτικό ρόλο–, ενώ στο τέλος μιας μακράς αλυσίδας περιορισμών ιδρύονται σε όλη τη χώρα στρατόπεδα εργασίας κι αμέσως μετά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σε ένα από αυτά τα στρατόπεδα, στα σύνορα με τον Καναδά, θα βρεθεί και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Ντορέμους Τζέσαπ. Ο Τζέσαπ έχει ήδη χάσει τον γαμπρό του που εκτελέσθηκε από τον περιφερειακό διοικητή δι’ ασήμαντον αφορμήν και αργότερα τη μία κόρη του που μετατράπηκε σε κομάντο αυτοκτονίας της αντίστασης. Παρακολουθεί με πικρία παλιούς φίλους, ακόμη και τον ένα γιο του, να εντάσσονται στη νέα τάξη πραγμάτων. Ο ίδιος συμμετέχει ενεργά σε αυτό που ονομάζεται Νέα Αντίσταση. Υφίσταται τα πάνδεινα στο στρατόπεδο, αποδρά με τη βοήθεια της ερωμένης του, περνάει τα σύνορα και σμίγει με τον αυτοεξόριστο ηγέτη της αντιπολίτευσης. Ένας νέος αμερικανικός Εμφύλιος επίκειται, ενώ η χώρα έχει ήδη κηρύξει τον πόλεμο στο Μεξικό προκειμένου να απoρρoφηθούν οι εσωτερικές εντάσεις.
Ο Σίνκλερ Λιούις γεννήθηκε στο Σάουκ Σέντερ της Μινεσότα το 1885. Υπήρξε ένας από τους διασημότερους Αμερικανούς συγγραφείς στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία, έγραψε όμως ποίηση και θεατρικά έργα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Ταξίδεψε και έζησε σε διάφορες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων, και σε εκδοτικούς οίκους της Νέας Υόρκης. Το 1920 εξέδωσε το μυθιστόρημα Main Street: The Story of Carol Kennicott. Με αυτό εγκαινιάστηκε η σειρά των πλέον γνωστών και δημοφιλών έργων του, τα οποία σημείωναν μεγάλες πωλήσεις. Ακολούθησαν τα Babbitt (1922) και Arrowsmith (1925). Το τελευταίο απέσπασε, το 1926, το Βραβείο Πούλιτζερ αλλά ο ίδιος δεν το αποδέχτηκε. Το αποκορύφωμα της αναγνώρισής του ήλθε το 1930, όταν η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έγινε ο πρώτος Αμερικανός που τιμήθηκε με την υψηλότατη αυτή διάκριση στην ιστορία του θεσμού. Το 1935 εξέδωσε το μυθιστόρημα Δεν γίνονται αυτά εδώ, το σημαντικότερο βιβλίο της ύστερης περιόδου της δημιουργίας του. Πέθανε το 1951 στη Ρώμη, έχοντας αφήσει πίσω του μεγάλο συγγραφικό έργο. |
Στην δυστοπία του αυτή ο Λιούις περιγράφει με εξαιρετική διορατικότητα την απομόνωση μιας χώρας, τη διάχυτη μισαλλοδοξία, τη δημιουργία μιας νομενκλατούρας με απόλυτες εξουσίες και εξωφρενικά προνόμια, και τη μετατροπή του μέσου πολίτη σε δεσμοφύλακα και βασανιστή – σε αυτό δηλαδή που αργότερα η Χάννα Άρεντ θα ονόμαζε «κοινοτοπία του Κακού» με αφορμή τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Ίσως τελικά συνετέλεσε με τον τρόπο του σε μια καλύτερη εποχή για τη Δύση στο σύνολό της, αν και γι’ αυτό χρειάστηκε να μεσολαβήσει ένας ολόκληρος παγκόσμιος πόλεμος.
Το βιβλίο ενδέχεται να χρησιμεύει ως προειδοποίηση για τα τεκταινόμενα στις μέρες μας – κάτι που το αναγορεύει σε κλασσικό. Γιατί, ατυχώς για όλους μας, μια χαρά γίνονται αυτά κι εδώ, στη γειτονιά μας ή πίσω στον ακάλυπτο.
*Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).