Της Έλενας Χουζούρη
Ποιος είναι ο Λεονάρντο Παδούρα; Κουβανός πολλών ταχυτήτων: Δημοσιογράφος, σεναριογράφος, κριτικός, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, διηγηματογράφος. Τι απ’ όλα αυτά τον έκανε πασίγνωστο; Η λεγόμενη «Τετραλογία της Αβάνας» ή όπως είναι ο επίσημος τίτλος «Τέσσερεις εποχές». Τουτέστιν τέσσερα δυνατά αστυνομικά μυθιστορήματα ή τέσσερα δυνατά μυθιστορήματα που φοράνε τη μάσκα των αστυνομικών για να μπορούν να λένε όσα δεν φαντάζεστε για την λατρεμένη τους Αβάνα.
Πρωταγωνιστεί κάποιος ιδιόρρυθμος μπάτσος, ευαίσθητος, συναισθηματικός, έτοιμος να τα δώσει όλα για ένα γυναικείο χάδι, που ζει σ ένα σπίτι αχούρι, τρώει ό,τι δεν έχει συνήθως το ψυγείο του, και είναι κυριολεκτικά μπελάς για τους ανωτέρους του αφού πάντα κάνει του κεφαλιού του αλλά πάντα έχει το δίκιο με το μέρος του. Και το όνομα αυτού: Μάριο Κόντε. Με τη διαφορά ότι δεν είναι σαν τους καπιταλίστες μπάτσους, ούτε καν σαν τον δικό μας τον αστυνόμο Χαρίτο. Αυτός είναι υπολοχαγός. Διότι στην Κούβα, για να μην λέγονται οι μπάτσοι μπάτσοι και τους κοιτάει ο κόσμος με μισό μάτι έχουν τους βαθμούς των αξιωματικών του στρατού, που ως γνωστόν είναι καλό πράγμα…
Ο Κόντε του Παδούρα, επιπλέον, έχει όνειρό του να γράψει. Όχι αστυνομικά αλλά γενικώς να γράψει. Στα φοιτητικά του νιάτα μάλιστα είχε γράψει κι ένα διήγημα που όμως είχε σκοντάψει σε κάποιους… ευφυέστατους λογοκριτές. Είναι και φανατικός αναγνώστης. Όταν δεν ψάχνει να ανακαλύψει εγκληματίες και δολοφόνους, ή δεν κάνει κάτι άλλο πιο εποικοδομητικό και άκρως υγιεινό, διαβάζει και φιλοσοφεί. Ο δημιουργός του πάντως δηλώνει ότι: «Ο Μάριο Κόντε είναι μία μεταφορά, όχι ένας αστυνομικός, και η ζωή του απλώς εκτυλίσσεται μέσα στον πιθανό χώρο της λογοτεχνίας».
Ποια από τα μυθιστορήματα του Παδούρα έχουν κυκλοφορήσει σε μας; Ένα της τετραλογίας: οι «Μάσκες». Το πιο πρόσφατο. Και άλλα δύο που τα έγραψε μετά την τετραλογία: «Αντιός Χεμιγουέη» και «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη». Από τις εκδόσεις Καστανιώτη και τα τρία. Ο Παδούρα είναι σούπερ σταρ στην Κούβα, με πολλές πωλήσεις και πολλά βραβεία. Το βραβείο Χάμετ για το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα το 1996, 1997 και 2008 και το βραβείο Καφέ Χιχόν το 1995. Όσο για μεταφράσεις; Σε πάμπολλες γλώσσες. Σε ποια γενιά ανήκει; Κατά τα δικά του λεγόμενα. Σ’ αυτήν που μεγάλωσε με την Επανάσταση. Και πάμε τώρα στις «Μάσκες».
Αβάνα. Έτος 1989. Καλοκαίρι από τα πιο ζεματιστά. Ο 36άρης υπολοχαγός Κόντε εκεί που ζεσταίνεται φρικτά και σιχτιρίζει την ζέστη που σαν κακόψυχη μάστιγα κατακυριεύει τα πάντα, εκεί που τριγυρίζει στην γειτονιά των παιδικών του χρόνων και βρίσκει φίλους σαν τον Κοκκαλιάρη Κάρλος έρχεται το μήνυμα από τον Ταγματάρχη του ότι τον θέλει. Να σημειώσω ότι ο άτακτος υπολοχαγός της κουβανικής αστυνομίας έχει πάρει δυσμενή μετάθεση σε ένα άσχετο αστυνομικό τμήμα. Άρα για να τον ανακαλούν κάτι ζόρικο τρέχει και ο Ταγματάρχης του που πολλάκις τον έχει καλύψει στο παρελθόν ξέρει πως μόνον εκείνος μπορεί να τα βγάλει πέρα. Και το ζόρικο είναι το πτώμα που βρέθηκε στο Δάσος της Αβάνας. Τι παραπάνω έχει αυτό το πτώμα από ένα άλλο; Ότι ανήκει στον Αλέξις Αραγιάν, γιο ευυπόληπτου διπλωμάτη και βετεράνου της Επανάστασης, ότι ο νεαρός ήταν ντυμένος γυναίκα τουτέστιν τραβεστί –φορούσε το κατακόκκινο φόρεμα της απαγορευμένης παράστασης Ελέκτρα Γκαριγκό- και είχε δολοφονηθεί χωρίς να έχει προβάλει καμιά αντίσταση. Σούπερ μπλέξιμο δηλαδή. Κι από πάνω οι εμμονές του Κόντε που τους ομοφυλόφιλους δεν τους πάει καθόλου πόσο μάλλον τους τραβεστί.
Ωστόσο –ποτέ μη λες ποτέ- όταν γνωρίζει τον αιρετικό μεσήλικα και ομοφυλόφιλο σκηνοθέτη Αλμπέρτο Μαρκές ο οποίος φιλοξενούσε τον νεαρό Αραγιάν, οι ακράδαντες απόψεις του περί ομοφυλοφιλίας και προπαντός γυναικείας παρενδυσίας αρχίζουν να μην αισθάνονται καλά. Ο Μαρκές εκτός του ότι είναι ένα εξαιρετικά προικισμένο, καλλιεργημένο και βαθειά στοχαστικό άτομο, αντιπροσωπεύει εδώ τη φωνή της ελευθερίας στην τέχνη και στη δημιουργία γεγονός που το έχει ήδη παλαιότερα πληρώσει με δεκαετή στέρηση όλων των καλλιτεχνικών του δικαιωμάτων και την τιμωρία-απομόνωσή του σε μια επαρχιακή βιβλιοθήκη. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η σύνοψη του διαφορετικού. Μ’ έναν επί πλέον υπέρ του λόγο ότι δεν σηκώθηκε να φύγει από την πατρίδα του, ούτε έκανε απεργία πείνας. Περίμενε με σιωπηλή αξιοπρέπεια την δικαίωσή του, που ήρθε έστω και καθυστερημένα. Ο Μαρκές λοιπόν ανοίγει πολλές πόρτες στον Κόντε για να πιάσει το νήμα της δολοφονίας του νεαρού Αραγιάν αλλά και για να καταλάβει έναν κόσμο εντελώς έξω από τη δική του ψυχολογία. Επίσης του δίνει το βιβλίο του Τραχύ, ενός φίλου του επίσης ομοφυλόφιλου με τίτλο «Το πρόσωπο και η μάσκα» που ασχολείται με τους τραβεστί.
Ωστόσο έξω από την ψυχολογία του Κόντε είναι και ο κόσμος του βετεράνου της Επανάστασης και ανώτερου στελέχους του καθεστώτος. Διότι ο σύντροφος Φαουστίνο Αραγιάν ζεί μέσα στην πολυτέλεια ενός παλιού –εποχής Μπατίστα– αρχοντικού με την ωραία γυναίκα του και την φαινομενικά προσηλωμένη σ αυτόν υπηρέτρια, έχει γυρίσει τον κόσμο ως έμπιστος διπλωμάτης και λατρεύει τα ακριβά πούρα Μοντεκρίστο. Γενικώς όλα τα ωραία τα λατρεύει ο σύντροφος εκτός από τον γιόκα του. Διότι πού ακούστηκε ένας βετεράνος της Επανάστασης να έχει γιο «αδελφή». Στο πύρ το εξώτερον. Χάλια λοιπόν οι σχέσεις πατέρα-γιού όπως σταδιακά αποκαλύπτεται. Δυστυχής ο νεαρός Αραγιάν και αποδιοπομπαίος από τον ναό της επαναστατικής πατρικής ηθικής και σεξουαλικής ορθότητας, είχε πολύ πριν δολοφονηθεί πάρει των ομματιών του και είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Και αναγκάζει τον Κόντε να ακολουθήσει τα βήματά του έως το βράδυ που φοράει το κόκκινο φόρεμα και οδεύει προς το Δάσος της Αβάνας για να συναντήσει τον δολοφόνο του.
Στο μεταξύ ο Κόντε τριγυρνάει στην Αβάνα η οποία επίσης πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα και η οποία εμφανίζεται ως μια πόλη που κάνει συνέχεια τρέλες και δεν μπορείς να την πιάσεις από πουθενά. Τριγυρνώντας συναντάει διάφορους τύπους, φίλους του από τα πρωτονεανικά του χρόνια που ο καθένας ακολούθησε κι άλλον δρόμο. Και ο ίδιος ο Κόντε ποιος είναι και που πάει; Έτσι καθώς εξελίσσεται αυτή η ιστορία τον βυθίζει στο δικό του παρελθόν, τον πάει στη δεκαετία του 1970 όταν επικρατούσαν «οι βρωμεροί γύπες της γραφειοκρατίας, οι βδέλλες των ταλέντων», αυτοί που έστειλαν τον Μαρκές και άλλους καλλιτέχνες στην κόλαση αφού σύμφωνα με τον «έλεγχο των παραμέτρων» [άκουσον άκουσον] βρέθηκαν εκτός… παραμέτρων. Ψάχνοντας και ξεσκαλίζοντας ο Κόντε, μιλώντας και ξαναμιλώντας με τον Μαρκές και τους παλιούς του φίλους ξαναβλέπει την Αβάνα, την Κούβα κατ’ επέκταση, από τη δεκαετία του 1960 έως το 1989. Και μαζί του ο αναγνώστης. Και ο Παδούρα –γιατί αυτός γράφει όσα διαβάζουμε- είναι φανερό ότι έχει μια βαθιά αλλά αμφιλεγόμενη σχέση με την Αβάνα, την Κούβα. Δεν διστάζει να της βγάλει τα άπλυτα στη φόρα, να της αφαιρέσει τα προσωπεία αλλά από την άλλη να δείξει με πόση αγάπη το κάνει. Όσο προχωράει το μυθιστόρημα τόσο πιο κατεδαφιστικός γίνεται, ώσπου φτάνει και στα ενδότερα της επαναστατικής οικογένειας για να δείξει ότι δεν είναι μόνον ο νεαρός Αραγιάν που αναγκάστηκε να μεταμφιεστεί, να φορέσει τη μάσκα του τραβεστί αλλά και άλλοι υπεράνω υποψίας δεν είναι παρά τραβεστί-επαναστάτες. Όσο για τον δολοφόνο φαίνεται ως έκπληξη αλλά τελικά ίσως και να μην είναι.
Να σημειώσω ότι ο Παδούρα παρόλο που δεν χαρίζεται καθόλου στο κουβανικό καθεστώς έχει βραβευτεί με πολλά βραβεία όπως ήδη γράφω παραπάνω. Που σημαίνει ότι τα πράγματα πουθενά δεν είναι μόνον μαύρα ή άσπρα, όπως θέλουν να νομίζουν μερικοί. Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Παδούρα είναι ένας σαγηνευτικός, απολαυστικός και ευφυέστατος συγγραφέας που σε κάνει να θέλεις να πας ή να ξαναπάς στην Αβάνα και να τη δεις με νέα ματιά. Να μην ξεχάσω να επισημάνω ότι η μετάφραση του Κώστα Αθανασίου έχει πιάσει εντελώς το νόημα της «παδουρικής φιλοσοφίας»!
Λεονάρντο Παδούρα
Μτφρ. Κώστας Αθανασίου
Καστανιώτης 2010