Του Δημήτρη Αργασταρά
Για την ‘‘Χρονιά της Πλημμύρας’’ της Margaret Atwood (Ψυχογιός, μτφρ. Μ. Κουμπαρέλη) είχα διαβάσει ένα ενδιαφέρον παραλειπόμενο –ή μάλλον μία διαμάχη επί της κριτικής– περίπου ένα χρόνο πριν από την ελληνική έκδοση. Σύμφωνα με το πλαίσιο της υπόθεσης, βρισκόμαστε 25 χρόνια μετά από το ξέσπασμα ενός ανεξέλεγκτα θανατηφόρου ιού, γνωστού ως ‘‘Άνυνδρη Πλημμύρα’’, που έχει αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας και έχει οδηγήσει στο τέλος του πολιτισμού.
Η ίδια η Atwood επέμενε ότι δεν έγραψε επιστημονική φαντασία, γιατί το σενάριό της, μια πανδημία που αφανίζει ολόκληρους πληθυσμούς, μπορεί να συμβεί, είναι αρκετά κοντά στην σημερινή πραγματικότητα. Και σε αυτό διαφωνούσε η Ursula Le Guin, η οποία, παρόλο που σεβόταν την επιθυμία της συγγραφέως να αποστασιοποιηθεί από το ‘‘λογοτεχνικό γκέτο’’, επισήμανε ότι, όταν κάτι αντικρίζεται εκτός του σωστού πλαισίου, αναγκαστικά αποσυντονίζει και τη λογοτεχνική κριτική.
Όπως και να ’χει, βρισκόμαστε όντως στο μέλλον. Ή καλύτερα σε μια μελλοντική δυστοπία, όπου οι κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν καταργηθεί ή αποδυναμωθεί στο ελάχιστο και ο έλεγχος έχει περάσει στους μεγάλους πολυεθνικούς Οργανισμούς, οι οποίοι φροντίζουν για τα πάντα. Χαρακτηριστικό είναι ότι έχουν καταργηθεί οι παραδοσιακές αστυνομικές δυνάμεις και ως μοναδικό σώμα ασφαλείας χρησιμοποιείται μία δύναμη αντρών που έχει δημιουργηθεί από τους Οργανισμούς. Αυτοί, που υποτίθεται πως εργάζονται για την ασφάλεια των πολιτών και την απόδοση της έννομης τάξης, στην πραγματικότητα ασχολούνται με τον έλεγχο κάθε είδους παράνομης δραστηριότητας, απόλυτα διεφθαρμένοι. Γενικά, ο μελλοντικός κόσμος της Atwood είναι ένας κόσμος απόλυτης παρακμής, σήψης και φθοράς, όπου έχουν επικρατήσει τα κατώτερα ένστικτα και τα πάθη των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, είναι ένας κόσμος επιστημονικής ανηθικότητας, καθώς γίνεται ανεξέλεγκτη χρήση της γενετικής μηχανικής, ενώ συχνά οι καταναλωτές των προϊόντων χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα.
Σε απόλυτη αντίθεση με αυτή την κατάσταση, υπάρχουν οι Κηπουροί. Μια θρησκευτική σέκτα, με οικολογική, φιλοζωική διδασκαλία, που έχει αφοσιωθεί στην συμφιλίωση επιστήμης και θρησκείας. Οι Κηπουροί έχουν καταλάβει διάφορα εγκατελλειμένα κτήρια και μετατρέπουν τις ταράτσες τους σε κήπους, σε καλλιεργήσιμη γη, σε ‘‘Βραχοταρατσόκηπους της Εδέμ’’. Ζουν κοινοβιακά, μαζεύουν ανακυκλώσιμα υλικά, καλλιεργούν τις δικές τους τροφές και τα δικά τους χρήσιμα είδη, και διδάσκουν τον απόλυτα σεβασμό σε κάθε ζωντανό πλάσμα της γης και στον ίδιο τον πλανήτη. Σύμφωνα με αυτούς, ο εγωισμός και η λαιμαργία του ανθρώπου είναι η αιτία της Πτώσης του, που συνεχίζεται αέναα, η δίψα του για γνώση και για δύναμη είναι η αιτία της δυστυχίας του, και τελικά όλα θα οδηγήσουν στο ξέσπασμα του μεγάλου κακού, της ‘‘Άνυνδρης Πλημμύρας’’, που θα καταστρέψει τα πάντα, εκτός ίσως από την κοινότητά τους.
Εμείς εισερχόμαστε στον κόσμο της Atwood αφότου η ‘‘προφητεία’’ των Κηπουρών έχει επαληθευτεί. Μερικά χρόνια μετά την ‘‘Άνυνδρη Πλημμύρα’’, τα τεράστια κτήρια του πολιτισμού μαραζώνουν μες την ερημιά, ενώ οι κραυγές των όρνεων και οι εμφανίσεις των μεταλλαγμένων όντων είναι τα μόνα γεγονότα μέσα στον κόσμο. Η Τόμπι έχει καταφέρει να επιβιώσει κλεισμένη μέσα στο κέντρο αισθητικής – μνημείο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας – όπου εργαζόταν τα τελευταία χρόνια της ταραγμένης ζωής της. Η Ρεν, μια νεαρή χορεύτρια σε στριπτιτζάδικο, έχει παγιδευτεί στην αίθουσα καραντίνας όπου βρισκόταν, σε αναμονή των εξετάσεών της, επειδή κάποιος πελάτης τής έσκισε την ειδική βιοφόρμα που φορούσε κατά το νούμερό της. Και οι δύο είναι πρώην μέλη των Κηπουρών, και μέσα στην μοναξιά τους το μόνο αποκούμπι που τους έχει απομείνει είναι οι αναμνήσεις τους.
Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι η Atwood, με την γοητευτική, έντονα χρωματισμένη γραφή της, δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον οριακό κόσμο της παρακμής πριν την κατακλυσμική του καταστροφή (εκτός κι αν είναι για να τον διακωμωδήσει, να τον ειρωνευτεί, να γελάσει μαζί του), όσο για τις ανθρώπινες ιστορίες των ηρώων της. Αυτό που την ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ζωή μέσα στην φιλειρηνική σέκτα των Κηπουρών, τα καθημερινά γεγονότα, οι μικρές χαρές και οι φευγαλέες ανησυχίες, η ανάκτηση της ζωής μιας γυναίκας και η ανακάλυψη του προορισμού της, τα παιδικά σκαρώματα και η συνηθισμένη ιστορία της ενηλικίωσης, ακόμη και σε έναν τόσο ταραγμένο κόσμο. Έτσι, η εναλλαγή των αφηγήσεων ανάμεσα στην Τόμπι και την Ρεν κυλά γρήγορα και ευχάριστα, τρυφερά και ξεκαρδιστικά, ανησυχητικά και βίαια, όπως η ίδια η ζωή.
Πράγματι, το κέντρο βάρους της Atwood δεν βρίσκεται στην επιστημονική φαντασία. Όπως αναφέρει και η ίδια στις ευχαριστίες της, ο τρομερός κόσμος που περιγράφει βρίσκεται «επικίνδυνα κοντά στην πραγματικότητα», και σκοπός της πρέπει να ήταν να περιγράψει την ανθρώπινη ζωή μέσα σε μία τελείως διαφορετική συνθήκη. Οι ηρωίδες της έχουν την αίσθηση μιας χαμένης ζωής, μιας ύπαρξης που στερείται νοήματος, εκτός από την εποχή εκείνη που βρέθηκαν μέσα στα πλαίσια μιας πιο φυσικής και αξιοσέβαστης καθημερινότητας, όταν μπόρεσαν να αναπτύξουν πιο ουσιαστικές σχέσεις με τους συνανθρώπους τους. Και είναι αυτές οι σχέσεις, οι φιλίες που απέκτησαν όσο ζούσαν με τους Κηπουρούς, που θα τις βοηθήσουν να επιβιώσουν μέσα στην μεγάλη Πλημμύρα.