Για το μυθιστόρημα της Paula Fox «Πρόσωπα σε απόγνωση» (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Edward Hooper «Δωμάτιο στη Νέα Υόρκη», λάδι σε καμβά, 1932 © Sheldon Museum of Art, University of Nebraska–Lincoln.
Του Διονύση Μαρίνου
Πενήντα τρία χρόνια πέρασαν από το Faces του Τζον Κασσαβέτη, εκείνη την ταινία bing bang των ανθρώπινων σχέσεων, όπου τίποτα πια δεν κρύβεται επιμελώς κάτω από το χαλί. Τίποτα δεν μένει ανέπαφο και κάθε ουλή αποτυπώνεται από την κάμερα 16mm του σκηνοθέτη-ενορχηστρωτή του οικιακού παίγνιου. Πολλά περισσότερα χρόνια από τότε που ο Έντουαρντ Χόπερ αποτύπωσε το οικογενειακό spleen με τον πιο ένδοξα μοναχικό τρόπο. Ποτέ άλλοτε το vérité των σχέσεων δεν εμφανίστηκε τόσο αληθινό όσο σ΄ αυτόν. Είναι η ενορχήστρωση του εσωτερικού χάους με μια κέρινη εξωτερική αταραξία.
Για να έρθουν μετά ο Απντάικ, ο Τσίβερ, ο Κάρβερ, ο Ροθ και κάμποσοι άλλοι και να αποτελειώσουν και τα τελευταία ψήγματα μαγείας. Η μουσική δωματίου, αυτός ο αστικός προμαχώνας της ευταξίας, έχασε τον μπούσουλα, δεν μπορούσε να κρύψει τις μουντζούρες από το πρόσωπό του, δεν γινόταν να τινάξει από πάνω του τις ενοχές. Αυτό που πρέπει να ειπωθεί, ακόμη κι αν δεν βγει από το στόμα και δεν αποτυπωθεί σε λέξεις, θα γραφτεί στο πρόσωπα, στα στεγνωμένα μάτια, στα πάλλοντα χείλη, στο ίδιο το πρόσωπο της απόγνωσης.
Το coup de grâce της Πόλα Φοξ
Για να έρθει και το μυθιστόρημα της Πόλα Φοξ Πρόσωπα σε απόγνωση (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg,) να δώσει το coup de grâce στον «ασθενή». Τη χαριστική βολή. Είναι άκρως επικίνδυνο το μικρό σε όγκο, αλλά πλατύ ως προς το εύρος του, μυθιστόρημα της Φοξ, πολύ επικίνδυνο. Όταν το τελειώσεις, μένεις με τα χέρια λυμένα, τους κάβους των ποδιών σε ετοιμότητα, το καράβι αναχωρεί, φεύγεις, έφυγες. Όλα έχουν αναταραχθεί μέσα σου. Μοιάζεις με δέντρο που τα φύλλα του παραδέρνουν από τον άνεμο. Δεν αφήνει τίποτα ήσυχο αυτό το μυθιστόρημα κι ας λέει λίγα. Ή, μάλλον, λέει λίγα και υπαινίσσεται πολλά περισσότερα. Βλέπεις την κορυφή του παγόβουνου και σκας πάνω του παραδομένος αμαχητί.
Δεν αφήνει τίποτα ήσυχο αυτό το μυθιστόρημα κι ας λέει λίγα. Ή, μάλλον, λέει λίγα και υπαινίσσεται πολλά περισσότερα. Βλέπεις την κορυφή του παγόβουνου και σκας πάνω του παραδομένος αμαχητί.
Στην εισαγωγή ο «πολύς» Τζόναθαν Φράνζεν πλέκει πόντο-πόντο το εγκώμιο αυτού του βιβλίου, αναφέρει τις φορές που το έχει διαβάσει στη ζωή του και το τοποθετεί πάνω από τον Λαγό του Απντάικ ή τον Σίμουρ Λιβόβ του Ροθ. Υπερβολή ή όχι, αυτό που καταφέρνει η Φοξ με τούτο το μυθιστόρημα είναι ένα καίριο πλήγμα στον καθωσπρεπισμό. Ενώ δεν του φαίνεται, δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η τελευταία σκηνή είναι το χυμένο μελάνι από το μελανοδοχείο, που προηγουμένως έσπασε στον τοίχο, να κυλάει προς το πάτωμα σε μαύρες γραμμές. Διάλυση, λέγεται αυτό. Απόλυτα εσωτερική. Κανένα έρμα. Κανένα χέρι βοηθείας. Ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με την πικρή αλήθεια του.
Ποιοι είναι ο Ότο και η Σόφη;
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι άνθρωποι και γιατί «πρόσωπα», κάτι που παραπέμπει σε μια αντικειμενικοποίηση των μορφών ή ένα γκρο πλαν, τόσο κοντινό που μπορείς να δεις ακόμη και τους πόρους των προσώπων τους; Είναι ο Ότο και η Σόφη Μπέντγουντ, ένα άτεκνο ζευγάρι στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του ’60. Είναι αστοί με τα όλα τους, έχουν την οικονομική επιφάνεια να κάνουν πράξη κάθε τους επιθυμία. Στα ράφια της βιβλιοθήκης τους έχουν σε περίοπτη θέση τον Γκαίτε, η κουζίνα τους είναι από ανοξείδωτο χάλυβα, έξω από το σπίτι είναι παρκαρισμένη η Μερσεντές του Ότο που είναι δικηγόρος μεγάλων αστικών υποθέσεων, ενώ η Σόφη υπήρξε κάποτε μεταφράστρια που πλέον έχει ατονήσει το ενδιαφέρον της. Κανείς δεν μπορεί να τους δώσει το άλλοθι ότι δεν κατανοούν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο γάμος τους. Οι ίδιοι τοποθετούν εξαρχής τους εαυτούς τους σε μια ασφαλή ζώνη ανώτερου κοινωνικού status που θα αποδειχθεί φτενό μαξιλάρι ασφαλείας. Κανένα οικονομικό προνόμιο δεν θα τους σώσει όταν θα έρθει η ώρα.
Οι ίδιοι τοποθετούν εξαρχής τους εαυτούς τους σε μια ασφαλή ζώνη ανώτερου κοινωνικού status που θα αποδειχθεί φτενό μαξιλάρι ασφαλείας. Κανένα οικονομικό προνόμιο δεν θα τους σώσει όταν θα έρθει η ώρα.
Κι αυτή έρχεται από ένα τυχαίο γεγονός: μια αγριόγατα δαγκώνει στο χέρι τη Σόφη την ώρα που προσπαθεί να την ταΐσει. Να ήταν λυσσασμένη; Μήπως κινδυνεύει; Ενώ θα ήταν προφανές ότι θα έτρεχε στο πλησιέστερο νοσοκομείο να δει το τραύμα της, το κάνει πολύ μετά. Απωθώντας συνεχώς το ζήτημα, καθώς το βλέπει σαν μια μορφή κρυφού μηνύματος που, ενώ το ξέρει φοβάται να το διαβάσει.
Και ο Ότο; Τι κάνει ο Ότο; Εκείνος έχει άλλα ζητήματα στο κεφάλι του. Χωρίζει επαγγελματικά με τον συνέταιρό του, τον Τσάρλι, που είναι και κρυφός ερωμένος της Σόφη. Ένα οδυνηρό «διαζύγιο», καθώς ο Τσάρλι τον κατηγορεί για την εστέτ και μπουρζουάδικη συμπεριφορά του απέναντι σε κάποιους φτωχούς πελάτες τους. Αν επιτίθεται ο Ότο στις κατηγορίες του Τσάρλι; Φαινομενικά ναι, ουσιαστικά πληγώνεται η αυταξία του. Είναι μια ρωγμή στο ανεπίληπτο προσωπείο του.
Η Σόφη συναντάει φίλες, τσακώνεται μαζί τους, συναντάει κρυφά τον Τσάρλι και βλέπει το αδιέξοδο να θάλλει, κάνει shopping therapy και κατανοεί το ανόητο του πράγματος, ψάχνει ένα άλλοθι στη μητέρα της αλλά δεν το βρίσκει. Την ίδια στιγμή που και ο Ότο ολοένα βουλιάζει και δεν μπορεί να κρατηθεί στον αφρό της πλασμένης προσωπικότητάς του.
Η Πόλα Φοξ γεννήθηκε το 1923 στη Νέα Υόρκη. Δόθηκε από τους γονείς της σε ίδρυμα από όπου την πήρε η Κουβανή γιαγιά της και μετά ένας κληρικός με τον οποίο έμεινε έως τα 16 της. Σε ηλικία 21 ετών απέκτησε την κόρη της, Λίντα Κάρολ (μητέρα της ηθοποιού και τραγουδίστριας Κόρτνεϊ Λαβ), την οποία έδωσε για υιοθεσία. Έζησε για μεγάλο διάστημα στο Χόλυγουντ στην ίδια πανσιόν με τον Μάρλον Μπράντο με τον οποίο ήταν πολύ στενή φίλη. Σπούδασε στο Κολούμπια, παντρεύτηκε δυο φορές και απέκτησε άλλα δύο παιδιά. Αρχικά έγραψε βιβλία για παιδιά και εφήβους με μεγάλη επιτυχία και μετά μυθιστορήματα για ενήλικες. Το 1970 η φήμη της εκτοξεύτηκε με το Πρόσωπα σε απόγνωση που έγινε αμέσως best seller και ένα χρόνο αργότερα ταινία με πρωταγωνίστρια την Σίρλεϊ Μακλέιν. Πέθανε το 2017. |
Να γιατί έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα. Με έλλογα προσωπεία που κουβαλούν στανικά έναν ρόλο που για χρόνια τον έπαιζαν καλά, όμως, κάποια στιγμή έπαψε να τους λέει κάτι. Κάτω από τη μάσκα που φορούν, υπάρχει μια άλλη μάσκα και το τυχαίο γεγονός του δαγκώματος θα φέρει στην επιφάνεια τους κρυφούς φόβους, εκείνα τα άρρητα που ο χρόνος και η καθημερινότητα προσπαθούσαν να κρύψουν με επιμέλεια. Υπάρχουν εκρήξεις; Υπάρχουν προκεχωρημένα φυλάκια; Υπάρχουν έντονοι τσακωμοί; Όχι, σπάνιες είναι οι φορές που ο ένας θα ρίξει ένα ιοβόλο βλέμμα στον άλλον. Με εξαίρεση την τελευταία σκηνή όπου συμβαίνει αυτή η άηχη έκρηξη, κυρίως από τη μεριά του Ότο που δεν αντέχει άλλο την απελπισία του, το άχθος της σχέσης τούς τρώει ύπουλα από μέσα. Εκεί αθέατο καίει όλες τις γέφυρες.
Στοιχεία υπαρξιακού θρίλερ
Η τραγικότητα αυτού του βιβλίου εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν θέλει να φανεί τραγικό. Έχει δίκιο ο Φράνζεν, ορισμένες στιγμές έχει στοιχεία υπαρξιακού θρίλερ. Ο καθένας παλεύει με τα σκοτάδια του πρώτα κι ύστερα με τα κοινά του σκότη. Κάθε λέξη που βάζει η Φοξ είναι μια πορεία προς το λύγισμα. Ακόμη και το επώνυμο που έχει δώσει στο ζευγάρι, Μπέντγουντ, έχει τη σημασία του. Είναι σαν δύο ξύλα που λυγίζουν έως το σημείο του ανεπανόρθωτου σπασίματος. Θα έρθει αυτό; Μας το λέει η Φοξ; Μήπως το υπονοεί; Δεν είναι τόσο δραστική όσο ο Άλμπυ, φερ’ ειπείν, αφήνει τα πράγματα σε ένα μεσοδιάστημα λυτρωμού ή απόλυτης καταστροφής. Δεν προσφέρει λύσεις στο «μυστήριο». Όμως η απομάγευση του όλου πράγματος είναι εκκωφαντική. Τα πάντα συμβαίνουν σε ένα λίβινγκ-ρουμ. Μια λέξη που επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο μυθιστόρημα. Ενας κλειστός χώρος, σαν ενυδρείο με στεκάμενο νερό. Ετσι που τελικά ούτε… living είναι ούτε ασφαλής χώρος διαμονής.
Η τραγικότητα αυτού του βιβλίου εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν θέλει να φανεί τραγικό.
Είναι ένα μυθιστόρημα επώδυνο και, ναι, επικίνδυνο αν προσπαθήσεις να το διαβάσεις μόνο γι’ αυτά που είναι τυπωμένα αδιαφορώντας για τα άλλα που είναι ερμητικά κλεισμένα στην καρδιά του. Εδώ ο μεταπολεμικός ρεαλισμός που αναπτύχθηκε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού μάς προσφέρει ένα ατόφιο διαμάντι. Αυτό το κοίτασμα, λοιπόν, η Ρένα Χατχούτ του συμπεριφέρεται με τον πρέποντα σεβασμό. Κάθε λέξη μετράει στη Φοξ, γιατί κάθε λέξη φτιάχνει μια εικόνα. Κάθε παύση είναι ένας χτύπος στο κενό του σπιτιού των Μπέντγουντ – σαν τα νυχτερινά τηλεφωνήματα του Τσάρλι στην οικία τους ή σαν τις γάτες που περιφέρονται στην αυλή τους. Κάθε πρόταση έχει τέτοια πύκνωση που αν χάσεις την ουσία της, δύσκολα μπορείς να προχωρήσεις παρακάτω. Υπάρχει μια θαυμαστή αλληλουχία σκηνών και δρωμένων σ’ αυτό το βιβλίο. Κάθε περιστατικό, ακόμη και το πλέον δευτερεύον, έχει τη σημασία του, τελικά. Μεταφραστικά, όλα αυτά τα βλέπουμε αποτυπωμένα με περισσή προσοχή.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Πρόσωπα σε απόγνωση
PAULA FOX
Μτφρ. ΡΕΝΑ ΧΑΤΧΟΥΤ
GUTENBERG 2021
Σελ. 248, τιμή εκδότη €14,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στις πληροφορίες του νοσοκομείου, μια ηλικιωμένη πουδραρισμένη υπάλληλος τους είπε να βγουν πάλι στο δρόμο και να περπατήσουν ως την είσοδο του τμήματος Εκτάκτων Περιστατικών ένα τετράγωνο παραπέρα. Δεν υπήρχε πρόσβαση απ’ δω εξήγησε. Είχε εκείνη την ψεύτικη διάθεση να εξυπηρετήσει που χαρακτηρίζει τις αεροσυνοδούς. Το χαμόγελό της δεν έκρυψε από τη Σόφη τον τρόπο που τους έκρινε: στην ιεραρχία της ασθένειας τα έκτακτα περιστατικά ανήκαν στην κατώτερη κοινωνική τάξη. Βγήκαν γρήγορα από την αίθουσα υποδοχής, δυσάρεστα επηρεασμένοι και οι δύο από την ιδιαίτερη εκείνη κλειστοφοβική ζέστη που μοιάζει να είναι το φυσικό κλίμα της αρρώστιας».