Για το long seller της νεανικής λογοτεχνίας που συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις: «Ήμασταν ψεύτες» της Emily Lockhart (μτφρ. Πολυχρόνης Κουτσάκης, εκδ. Διόπτρα).
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Επικρατεί μία λάθος εντύπωση σε πάρα πολύ κόσμο, ακόμη και μεταξύ ανθρώπων του βιβλίου: ότι τα παιδικά, εικονογραφημένα βιβλία είναι αυτά που «γεννούν τους αυριανούς αναγνώστες». Είναι λάθος άποψη αυτή, απολύτως. Αυτό που κάνουν τα παιδικά, εικονογραφημένα βιβλία είναι, αφενός μεν, να διασκεδάσουν, να ψυχαγωγήσουν και να κάνουν χαρούμενα και ευτυχισμένα τα παιδιά, να τα κάνουν να περάσουν καλά δηλαδή, και, αφετέρου, να μεγαλώσουν σωστούς, καλούς, γλυκούς ανθρώπους. Ανθρώπους που θα σέβονται τον άλλο, που δεν θα χλευάζουν, δεν θα φοβούνται και δεν θα μισούν τη διαφορετικότητα, ανθρώπους που θα νοιάζονται και θα στέργουν τους αδύναμους. Πέραν των γονέων, τα παιδικά βιβλία, η παιδική λογοτεχνία, είναι το #1 όχημα γι’ αυτό. Η τηλεόραση, το παιχνίδι, το σχολείο, ΔΕΝ τα καταφέρνουν εξίσου, αν υποθέσουμε ότι το επιχειρούν καν. Αλλά η λογοτεχνία για παιδιά, από τον καιρό ακόμη που δεν είναι λογοτεχνία αλλά πολύ-πολύ παιδικά βιβλιαράκια, το κάνει με όλο της το είναι. Χαρίζοντας ώρες απόλαυσης και χαράς, μαθαίνει στα παιδιά πως ο άλλος είμαστε εμείς, και ότι αυτό είναι καλό, γιατί όλοι χρειαζόμαστε σε τούτο τον κόσμο, όλοι έχουμε ανάγκη τους άλλους, και μόνο όλοι μαζί μπορούμε να χαρούμε ακόμη περισσότερο τη ζωή. Γιατί η ζωή παραείναι ωραία για να χωρά τη μιζέρια.
Όμως, όχι: τα παιδικά, εικονογραφημένα βιβλία δεν γεννούν κανέναν αυριανό αναγνώστη. Αν το έκαναν, θα είχαμε και πολλούς ενήλικες αναγνώστες — γιατί όλα τα παιδιά διαβάζουν βιβλία, και πολλά μάλιστα διαβάζουν πραγματικά πολλά και διαρκώς, ένα και δύο την ημέρα. Όμως όχι.
Τους αυριανούς αναγνώστες τούς γεννά αποκλειστικά και μόνο η εφηβική λογοτεχνία.
Κι αν στην Ελλάδα δεν έχουμε μεγάλο αναγνωστικό κοινό, φταίει το γεγονός ότι δεν έχουμε παρά μια χούφτα όλους κι όλους νέους τίτλους εφηβικής λογοτεχνίας τον χρόνο. Και δεν την έχουμε, γιατί τα παιδιά στο λύκειο απλώς δεν διαβάζουν τίποτε, δεν διαβάζουν καθόλου — προετοιμάζονται για τις Πανελλαδικές εξετάσεις, που είναι έτσι φτιαγμένες ώστε να απαιτούν όλο τους τον χρόνο και όλη τους την προσήλωση, στερώντας τους οτιδήποτε άλλο.
Και κόβοντάς τους τα βιβλία μαχαίρι.
Πλην όχι πολλών εξαιρέσεων, μόνο παιδιά που ευτύχησαν να μεγαλώνουν βλέποντας και τους δυο γονείς τους σκυμμένους πάνω από ένα βιβλίο σε τακτική βάση θα γίνουν αναγνώστες όταν περάσουν τον σκόπελο του σχολείου. Αυτά τα παιδιά, μάλιστα, ακόμη και τότε, τα χρόνια του λυκείου —κόβοντας λίγο από την τηλεόραση και από τα social—, θα διαβάσουν και όλα τα διαθέσιμα σύγχρονα μυθιστορήματα για εφήβους, τα περισσότερα από τα κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας νεανικής λογοτεχνίας καθώς και πολλά βιβλία ενηλίκων παράλληλα. Κατά πάσα πιθανότητα, μάλιστα, θα τα πάνε και πολύ καλά στις εξετάσεις τους όταν έρθει η ώρα.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ας μείνουμε στην πραγματικότητα: σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες όπου η young adult λογοτεχνία με τα άπειρα υποείδη της (κοινωνικό, φαντασίας, περιπέτειας, τρόμου, χιουμοριστικό, και βέβαια, μεταξύ πολλών άλλων, και αισθηματικό, μυθιστορήματα με ρομαντικά ειδύλλια δηλαδή) πουλάει όσο και το παιδικό βιβλίο ή το αστυνομικό μυθιστόρημα ενηλίκων (είναι, ακριβώς, τόσο hot είδος), στην Ελλάδα η νεανική λογοτεχνία θεωρείται —και είναι— μη εμπορικό είδος. Ακόμη και το καλύτερο σύγχρονο Young Adult βιβλίο κινδυνεύει να μην πουλήσει.
Ελπίζουμε πως δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο με το «Ήμασταν Ψεύτες».
Το «Ήμασταν Ψεύτες» (“We were Liars”) της Emily Lockhart, έφτασε στο νούμερο 1 της λίστας των μπεστ-σέλερ των New York Times και κατέκτησε —όχι άδικα— τον επίζηλο τίτλο του Καλύτερου Young Adult μυθιστορήματος στο Goodreads για το 2014, όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Και λέμε «όχι άδικα» γιατί οι αναγνώστες του, κορίτσια και αγόρια, το αγαπούν — πολλοί, δε, το αγαπούν υπερβολικά. Ακόμη και εμείς οι ενήλικοι που θα το διαβάσουμε θα κολλήσουμε στην αφήγησή του, θα θέλουμε να μάθουμε και άλλα για τους πρωταγωνιστές του, θα ταυτιστούμε με την ηρωίδα και με το μεγάλο βάρος που κουβαλάει — και θα λαχταράμε να λύσουμε το μεγάλο μυστήριό του.
Όμως συμβαίνει και κάτι άλλο με αυτό το βιβλίο: κυκλοφόρησε μεν στα αγγλικά προ επτά ετών, έκτοτε βγήκαν μερικές χιλιάδες άλλα εφηβικά μυθιστορήματα, αλλά ακόμη και σήμερα οι νεαροί αναγνώστες εξακολουθούν να το διαβάζουν αλλά και να συζητούν γι’ αυτό, με πάθος — έχει σχεδόν 700.000 βαθμολογήσεις στην πλατφόρμα, και 70.000 κριτικές. Είναι πολύ μεγάλα νούμερα αυτά. Και διόλου τυχαία. (Για να μην αναφέρουμε ότι είναι το βιβλίο-φαινόμενο του BookTok).
Και όλα αυτά, μολονότι οι ήρωές του είναι, εκ πρώτης όψεως, αντιπαθείς: μια παρέα πλουσιόπαιδα που περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές σε ένα… ιδιωτικό νησί με τέσσερις επαύλεις χτισμένες επάνω του. Μόνο ένας από αυτούς είναι «ξένος»: ο όμορφος Γκατ, ένα παιδί από την Ινδία. Ο μεγάλος έρωτας της πρωταγωνίστριας, και αφηγήτριας του βιβλίου, της Κέιντενς. Η οποία, κάποια στιγμή, θα πάθει ένα σοβαρό ατύχημα, εξαιτίας του οποίου θα ζει μια ζωή βουτηγμένη στους πόνους και στα χάπια — στα χάπια και στους πόνους…
Είναι λοιπόν ένα από τα καλύτερα εφηβικά/νεανικά βιβλία της τελευταίας δεκαετίας; Ναι, ασφαλώς. Ποτέ δεν πέφτουν έξω τα τόσο μεγάλα νούμερα. Αλλά είναι και ένα «επικίνδυνο βιβλίο» επίσης, για να δανειστούμε τα λόγια του μεταφραστή του στα ελληνικά, του καλού συγγραφέα Πολυχρόνη Κουτσάκη:
«Ελπίζω να το απολαύσετε και να αντέξετε το τέλος, γιατί αυτό το βιβλίο είναι επικίνδυνο. Μπορεί να σας διαλύσει συναισθηματικά».
Έχει δίκιο.
ΥΓ. Διαβάσαμε την ειδική έκδοση που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα, με ένα παράρτημα στο οποίο υπάρχουν σημειώσεις της συγγραφέως για το μυθιστόρημα, καθώς και ερωτικές επιστολές και ποιήματα του Γκατ στην Κέιντενς.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).