Για το μυθιστόρημα του Maurice Attia «Το κόκκινο και το φαιό» (μτφρ. Ειρήνη Παπακυριακού, εκδ. Πόλις).
Της Έλενας Χουζούρη
Γνωρίσαμε τον Μορίς Αττιά από την τριλογία του, Το μαύρο Αλγέρι, Η κόκκινη Μασσαλία, Παρίσι μπλουζ καθώς και από τη Λευκή Καραϊβική, με κεντρικό ήρωα τον Πάκο Μαρτίνεθ. Σε αυτά προστέθηκε και το τελευταίο του μυθιστόρημα Το κόκκινο και το φαιό (μτφρ. Ειρήνη Παπακυριακού) από τις εκδόσεις Πόλις, όπως και τα προαναφερθέντα. O Αττιά συγκαταλέγεται στους Γάλλους συγγραφείς που συνεχίζουν την παράδοση του νουάρ μυθιστορήματος, όρος που εμφανίζεται μεταπολεμικά στη Γαλλία [από την περίφημη serie noir των εκδόσεων Gallimard και εμπνευστή τον Marcel Duhamel] και μετονομάζεται σε νέο-πολάρ τη δεκαετία του ’70, με κύριο εκπρόσωπο τον Jean Patrick Manchette. Κύρια χαρακτηριστικά του είδους, οι προσχηματικές αστυνομικές ίντριγκες πάνω σε έναν σκληρό, πολιτικοκοινωνικό καμβά, με έναν ντετέκτιβ που, τις περισσότερες φορές, υπερβαίνει τις καθεστηκυίες και θεσμικές νόρμες, υιοθετώντας παρεκκλίνουσες συμπεριφορές προκειμένου να μείνει πιστός στα ιδεώδη του.
Στην περίπτωση του Αττιά [Αλγέρι, Πρωτοχρονιά 1949] υπάρχουν όλα τα παραπάνω στοιχεία που συγκροτούν τον κορμό του γαλλικού νουάρ ή νέο-πολάρ μυθιστορήματος, με την πρόσθετη παρατήρηση ότι, όπως και στους δύο έτερους, ομήλικους, σπουδαίους Γάλλους συγγραφείς του είδους, [Manchette, Izzo], η πόλη της Μασσαλίας, παίζει κυριαρχικό ρόλο. Καθόλου τυχαίο αφού και οι τρεις είναι παιδιά αυτής της πανάρχαιας μεσογειακής μεγαλούπολης, μιας πόλης χοάνης πληθυσμών που έχουν μετακινηθεί από τις βορειοαφρικανικές ακτές και έχουν εγκατασταθεί σε αυτήν, κυρίως κατά τη διάρκεια και μετά από τον Γαλλοαλγερινό πόλεμο [1956-1962]. Ο ίδιος ο Αττιά σε συνεντεύξεις του έχει χαρακτηρίσει τη Μασσαλία «τόπο εξορίας και υποδοχής». Από τη δική του πλευρά η οικογένειά του θα επιλέξει τον δρόμο της αυτοεξορίας, όπως και πολλοί Γαλλο-αλγερινοί, μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας από τους Γάλλους. Ο Αττιά, στην αρχή της εφηβείας του θα γνωρίσει τι σημαίνει «μέτοικος» και ταυτόχρονα θα ενηλικιωθεί κατά τη διάρκεια της θυελλώδους δεκαετίας του 1960. Αντίθετα με τον –κατά επτά χρόνια μεγαλύτερό του– Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, δεν θα αρχίσει να γράφει και να εκδίδει από την τρυφερή του νεότητα. Πρώτα θα σπουδάσει ιατρική, θα ειδικευτεί στην ψυχιατρική και αρκετά αργότερα και στην ψυχανάλυση.
Αντίθετα με τον –κατά επτά χρόνια μεγαλύτερό του– Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, δεν θα αρχίσει να γράφει και να εκδίδει από την τρυφερή του νεότητα. Πρώτα θα σπουδάσει ιατρική, θα ειδικευτεί στην ψυχιατρική και αρκετά αργότερα και στην ψυχανάλυση.
Παράλληλα θα εκδηλώσει μια ιδιαίτερη αγάπη για τον κινηματογράφο που θα τον οδηγήσει στη συγγραφή σεναρίων. Στα νουάρ λοιπόν μυθιστορήματά του, εκτός από τις πολιτικές και σ’ ένα βαθμό «βαριές», ιστορικές παρακαταθήκες του, ο Αττιά μπολιάζει την οπτική του με μια, έντονη, ψυχογραφική και εσωτερικής καύσης, ματιά. Σύμφωνα και με γαλλικές κριτικές «ο Αττιά φέρνει στο αστυνομικό μυθιστόρημα μια αυθεντική ματιά επηρεασμένη από τη διπλή του δραστηριότητα, του ψυχαναλυτή και του κινηματογραφόφιλου». Με πρώτο και καλύτερο τον δικό του ντετέκτιβ, τον Πάκο Μαρτίνεθ που τον συναντούμε σε όλα τα μυθιστορήματα του, τα οποία έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα. Ο Μαρτίνεθ, γιος Ισπανού αναρχικού, σκοτωμένου στον Ισπανικό Εμφύλιο, φανατικός κινηματογραφόφιλος –γράφεται και στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν για κινηματογραφικές σπουδές– εν ενεργεία αστυνομικός στην τριλογία του Αττιά, έχει πια παραιτηθεί από την αστυνομία στη Λευκή Καραϊβική και στο Κόκκινο και το φαιό βιοπορίζεται ως δημοσιογράφος στο δικαστικό ρεπορτάζ και ξεχνιέται γράφοντας και κινηματογραφικές κριτικές. Στο προσκήνιο, δίπλα του, βρίσκεται και η Ιρέν, η μακρόχρονη σύντροφός του, σύζυγός του πια, παλιά αριστερίστρια, θύμα μιας βομβιστικής ενέργειας που την έχει αφήσει με ένα τεχνητό πόδι, με ειρηνική ζωή πλέον, αφοσιωμένη στην κόρη της, Μπερενίς, και στο κατάστημα της που φτιάχνει και πουλάει καπέλα.
Το κόκκινο
Βρισκόμαστε στη Μασσαλία, τον Μάρτιο του 1978, ο Πάκο Μαρτίνεθ, πλήττει αφάνταστα με τα ανούσια δικαστικά ρεπορτάζ που είναι πλέον αναγκασμένος να δίνει στην εφημερίδα με την οποία συνεργάζεται, η αδρεναλίνη του μπάτσου τού λείπει αφάνταστα, όταν στην Ιταλία γίνεται το μεγάλο μπαμ: Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απαγάγουν τον Άλντο Μόρο, Πρόεδρο του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και έτοιμου να συνυπογράψει με τον ηγέτη του ΚΚΙ, Μπερλινγκουέρ, τον περίφημο Ιστορικό Συμβιβασμό. Η αδρεναλίνη του Μαρτίνεθ εκτοξεύεται καθώς οι προηγούμενες εμπειρίες του, σύμφωνα με την μυθιστορηματική τριλογία στην οποία έχει πρωταγωνιστήσει, είναι συναρτημένες με την τρομοκρατία, κάθε απόχρωσης. Πείθει τον διευθυντή της εφημερίδας του να τον στείλει στην Ρώμη για να καλύψει την πιο πολύκροτη υπόθεση της εποχής. Στην ιταλική πρωτεύουσα γνωρίζει μια όμορφη δημοσιογράφο που καλύπτει επίσης την υπόθεση Μόρο, και ονομάζεται Λέα…Τρότσκι, με την οποία συνάπτει ερωτική σχέση. Παρά το γεγονός ότι έχει ενοχές επειδή απατά την Ιρέν συνεχίζει τη σχέση του με τη Λέα, ώσπου εκείνη πέφτει θύμα ενός ύποπτου τροχαίου ατυχήματος και καταλήγει ημιθανής στο νοσοκομείο. Τότε τα αντανακλαστικά του παλιού μπάτσου –διότι μπάτσος μια φορά, πάντα μπάτσος, όπως πιστεύει– αφυπνίζονται και αρχίζει να ερευνά τι κρύβεται πίσω από το τροχαίο ατύχημα.
Ο Αττιά, κατά την πάγια μυθιστορηματική του συνθήκη, διατηρώντας τις αποστάσεις του, εμμέσως πλην σαφώς, υπονοεί ότι εκείνο που έστειλε στον θάνατο τον μετριοπαθή χριστιανοδημοκράτη πολιτικό δεν ήταν μόνον η ανεδαφική, καταστροφική, ιδεολογική στενομυαλιά των απαγωγέων του αλλά και ο μακιαβελισμός του πολιτικού ιταλικού κόσμου, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν επιθυμούσε τον Ιστορικό συμβιβασμό.
Στο μεταξύ τα νέα από την υπόθεση Μόρο γίνονται όλο και πιο δυσοίωνα καθώς σύσσωμος ο ιταλικός πολιτικός κόσμος, όλων των αποχρώσεων, φαίνεται ότι είναι έτοιμος να θυσιάσει τον Μόρο με το πρόσχημα «ότι δεν διαπραγματευόμαστε με τους τρομοκράτες». Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ζητούσαν να ανταλλάξουν τον Μόρο με κάποιους σημαίνοντες φυλακισμένους ηγέτες τους, όπως ο Ρενάτο Κούρτσιο. Στην πραγματικότητα όμως θυσιάζουν τον ιστορικό συμβιβασμό τον οποίο, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, δεν ήθελαν ούτε η KGB, ούτε η CIA, προκειμένου να μην διαρραγεί το μεταπολεμικό στάτους κβο του Ψυχρού Πολέμου. Τις παρασκηνιακές λεπτομέρειες όμως της υπόθεσης Μόρο δεν τις παρακολουθούμε από τον Πάκο Μαρτίνεθ και το ρεπορτάζ που προσπαθεί να κάνει. Ο Αττιά υιοθετεί το αφηγηματικό εύρημα των επιστολών –κάποιων αυθεντικών, κάποιων επινοημένων– που γράφει ο Μόρο μέσα από τον χώρο εγκλεισμού του, προς τη γυναίκα του, τους πολιτικούς του φίλους, τον Πάπα και οι οποίες παρεμβάλλονται στην κυρίως αφήγηση. Εδώ εμφανίζεται όχι ο μόνον ο πολιτικός, αλλά κυρίως ο άνθρωπος Μόρο, ο οποίος προσπαθεί, εκτός των άλλων, να κατανοήσει το πώς σκέφτονται οι απαγωγείς του. Ο Αττιά, κατά την πάγια μυθιστορηματική του συνθήκη, διατηρώντας τις αποστάσεις του, εμμέσως πλην σαφώς, υπονοεί ότι εκείνο που έστειλε στον θάνατο τον μετριοπαθή χριστιανοδημοκράτη πολιτικό δεν ήταν μόνον η ανεδαφική, καταστροφική, ιδεολογική στενομυαλιά των απαγωγέων του αλλά και ο μακιαβελισμός του πολιτικού ιταλικού κόσμου, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν επιθυμούσε τον Ιστορικό συμβιβασμό. Ο Αττιά κρατάει για το τέλος αυτού του κεφαλαίου έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα άσσο, που ελάχιστα απέχει από την πραγματικότητα της εποχής. Και φυσικά, για να μην αποκόβεται το μυθιστόρημα από την αστυνομική του αύρα, μέσα σε όλα τα παραπάνω, η... εμφάνιση ενός πτώματος προσφέρει την ευκαιρία στον παλιό μπάτσο να δείξει τις ικανότητές του.
Ο Μoρίς Αττιά γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1949. Εργάζεται ως ψυχίατρος - ψυχαναλυτής στο Παρίσι. Παράλληλα γράφει σενάρια για το σινεμά. Το Μαύρο Αλγέρι, το πιο επιτυχημένο του βιβλίο έχει διακριθεί με το βραβείο Jean Amila-Meckert το 2007 ως το καλύτερο βιβλίο λαϊκής έκφρασης και κοινωνικής κριτικής της χρονιάς, το βραβείο Michel Lebrun αστυνομικού μυθιστορήματος το 2006 και το βραβείο του Φεστιβάλ Μεσογειακού Αστυνομικού Μυθιστορήματος το 2007. |
Και το φαιό
Και από το 1978 ο Γάλλος συγγραφέας κάνει ένα μεγάλο μυθιστορηματικό άλμα στον χρόνο και μας μεταφέρει στο Παρίσι, το καλοκαίρι του 1899. Ενόσω ο Πάκο βρίσκεται στην Ρώμη, η Ιρέν ανακαλύπτει καταχωνιασμένο στη σοφίτα του οικογενειακού σπιτιού της, στην Ορλεάνη, ένα χειρόγραφο του πατέρα της, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει για αδιευκρίνιστους λόγους. Το χειρόγραφο έχει τη δομή ενός μυθιστορήματος και διαδραματίζεται τον Αύγουστο του 1899, λίγο μετά τη δεύτερη δίκη του Ντρέυφους, που, τουλάχιστον, θα τον σώσει από την γκιλοτίνα. Καθώς η Ιρέν διαβάζει τις σελίδες του χειρόγραφου –και εμείς μαζί της– σχολιάζοντάς τες ταυτόχρονα, ο Αττιά μας μεταφέρει σε ένα εξαιρετικά φαιό γαλλικό παρελθόν, με κύριο χαρακτηριστικό του τον έντονο αντισημιτισμό και ρατσισμό. Συγκεκριμένα η πλοκή του χειρογράφου έχει ως φόντο ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1899. Ο Ζυλ Γκεράν, αρχηγός της Αντισημιτικής Ένωσης της Γαλλίας, της Grand Occident de France, για να αποφύγει τη σύλληψη ως ύποπτος για συμμετοχή σε απόπειρα πραξικοπήματος κατά της τότε γαλλικής κυβέρνησης, είχε ταμπουρωθεί, μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσης, στα γραφεία της εφημερίδας που εξέδιδε. Η εφημερίδα έφερε τον τίτλο «L’ Antijuif» [«Ο Αντιεβραίος»] και είχε… πολύ μεγάλη κυκλοφορία! Το αντισημιτικό μένος βρισκόταν ήδη στα ύψη λόγω της δίκης του κατηγορούμενου για υποτιθέμενη κατασκοπεία γαλλοεβραίου λοχαγού Ντρέυφους. Η Ιρέν μαζί με το χειρόγραφο, ανακαλύπτει και έναν πάκο με κιτρινισμένα φύλα της «Antijuif», όπου σε κάποιο από αυτά διαβάζει/διαβάζουμε «μια έκκληση προς όλους τους Γάλλους να ενωθούν σε μια κοινή διαμαρτυρία κατά των αισχροτήτων που διαπράττουν οι Εβραίοι». Σελίδα τη σελίδα όμως η Ιρέν αρχίζει να πέφτει από τη μια έκπληξη στην άλλη, διότι στο χειρόγραφο αποκαλύπτονται απρόσμενα οικογενειακά μυστικά, αλήθειες και ψέματα, που σχετίζονται με τα γεγονότα του 1899 και που εκείνη αγνοούσε παντελώς.
Καθώς λοιπόν από τη μια το φαιό χρώμα του αντισημιτισμού κατακλύζει τις σελίδες του χειρόγραφου και από την άλλη οι αποκαλύψεις για την οικογένεια τη φέρνουν σε δύσκολη θέση, η Ιρέν –δηλαδή ο Αττιά– αρχίζει να θέτει ερωτήματα για την αυθεντικότητα του χειρόγραφου, για το αν όντως είναι του πατέρα της ή κάποιου άλλου, για το αν σε αυτό υπάρχει η εξήγηση της πατρικής αυτοχειρίας. Οι απαντήσεις, όπως συνήθως σε όλα τα νουάρ μυθιστορήματα, μένουν στον αέρα. Και εκείνο τελικά που διασώζεται, σύμφωνα με τον Γάλλο συγγραφέα, δεν είναι οι παλιές ιστορίες, όσο ζόρικες κι αν είναι, ούτε οι ακραίες πράξεις και ιδέες, από όπου κι αν προέρχονται, αλλά οι προσπάθειες των ανθρώπων να προστατέψουν τις σχέσεις τους, τις ερωτικές, φιλικές, συντροφικές, οικογενειακές. Κάτι που επιχειρούν ο Πάκο και η Ιρέν, όταν ο πρώτος επιστρέφει από τη Ρώμη, αφήνοντας πίσω του την ανάμνηση της όμορφης Λέας.
Το μυθιστόρημα, κινείται σε δύο αφηγηματικά επίπεδα τα οποία εναλλάσσονται χρονικά –κάπως άνισα ωστόσο και όχι πάντα πειστικά συνδιαρθρωμένα–, ενώ ενδιάμεσα παρεμβάλλονται, στο «Κόκκινο» οι επιστολές του Άλντο Μόρο και στο «Φαιό» τα σχόλια της Ιρέν. Οι κινηματογραφικές... παρεμβολές δεν λείπουν και από αυτό το μυθιστόρημα του Αττιά, καθώς ο Πάκο λατρεύει τον κινηματογράφο και ανάμεσα στις άλλες επιδιώξεις του στη Ρώμη είναι να πάρει μια συνέντευξη από τον Μάρκο Μπελόκιο. Όσο για τα «σχόλια» της Ιρέν δανείζονται τον τίτλο τους από την ταινία του Τζιμ Σέρινταν «Εις το όνομα του πατρός». Η νουάρ ατμόσφαιρα αποδίδεται ικανοποιητικά από την μεταφράστρια Ειρήνη Παπακυριάκου.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).