Για το μυθιστόρημα του Sebastian Faulks «Ο ήχος των πουλιών» (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Κλειδάριθμος), ένα έργο-σταθμός για τον Μεγάλο Πόλεμο. Κεντρική εικόνα: Μέρος από την αφίσα, μιας μεταφοράς του βιβλίου σε μίνι τηλεοπτική σειρά το 2012.
Της Λεύκης Σαραντινού
«Αισθάνομαι τύψεις επειδή επιβίωσα. Ο θάνατος δεν έρχεται και αφήνομαι στη μοίρα μου, σε ένα αέναο παρόν. [...] Κανένα παιδί, καμία μελλοντική γενιά δεν θα μάθει ποτέ πώς ήταν εδώ πέρα. Δεν θα καταλάβουν ποτέ».
Αυτές οι σκέψεις ενός εκ των πρωταγωνιστών του βιβλίου, του Στίβεν, ενός Άγγλου που πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, φαίνεται να απηχούν συγχρόνως τα συναισθήματα αλλά και τις προθέσεις του συγγραφέα Σεμπάστιαν Φοκς, στο επικό πόνημά του Ο ήχος των πουλιών.
Πρόκειται για ένα μοναδικό, σχεδόν χωρίς αντίστοιχο στην παγκόσμια λογοτεχνία έργο για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν εξαιρέσει κανείς το γνωστό, κλασικό πλέον αριστούργημα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον. Η αλήθεια είναι ότι, τόσο σε κινηματογραφικό όσο και σε λογοτεχνικό επίπεδο, η παραγωγή έργων που αφορούν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υστερεί δραματικά σε σχέση με εκείνα που ασχολούνται με τον Δεύτερο. Αυτό οφείλεται, ίσως, στο γεγονός πως ο Μεγάλος Πόλεμος προηγήθηκε χρονικά του Δεύτερου, χάνοντας έδαφος στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας.
Κι όμως, υπάρχουν στιγμές φρίκης στον Πρώτο Παγκόσμιο που δύσκολα συναντά κανείς στον Δεύτερο. Η φρίκη των χαρακωμάτων, για παράδειγμα, της διαβίωσης κάτω από τη γη, είναι κάτι το οποίο αφορά μονάχα τον Μεγάλο Πόλεμο. Αυτή ακριβώς τη φρίκη θέλει να επαναφέρει στη συλλογική μνήμη ο Σεμπάστιαν Φοκς με το έργο του Ο ήχος των πουλιών, ένα έργο που γράφτηκε το 1993 και εκδόθηκε στην ελληνική γλώσσα φέτος. Πρόκειται για μια προσπάθεια κατανόησης αλλά και ανάδειξης της μεγαλύτερης ανθρωποσφαγής την οποία είχε γνωρίσει ο κόσμος.
Ο ήχος των πουλιών που ακούγεται στα χαρακώματα στις ανάπαυλες μεταξύ των μαχών αντιπροσωπεύει την απλότητα και την αρμονία του φυσικού κόσμου – αλλά και την αδιαφορία του για τις σφαγές και τις καταστροφές στις οποίες επιδίδονται οι άνθρωποι.
Αξιοπρόσεκτη είναι η επιλογή από τον συγγραφέα ενός τίτλου που, φαινομενικά, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον πόλεμο. Απέναντι στη φρίκη και την ασχήμια του πολέμου, ο τίτλος προτάσσει το μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης. Ο ήχος των πουλιών που ακούγεται στα χαρακώματα στις ανάπαυλες μεταξύ των μαχών αντιπροσωπεύει την απλότητα και την αρμονία του φυσικού κόσμου – αλλά και την αδιαφορία του για τις σφαγές και τις καταστροφές στις οποίες επιδίδονται οι άνθρωποι.
Το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τον Μεγάλο Πόλεμο ξεκίνησε νωρίς, από τα μαθητικά του χρόνια. Όταν πήρε την απόφαση να γράψει κάτι για τον Μεγάλο Πόλεμο, ήταν απολύτως αποφασισμένος ότι θα το έκανε χωρίς ωραιοποιήσεις, ακολουθώντας τις επιταγές του ωμού ρεαλισμού. Πράγματι, το βιβλίο απεικονίζει τη βία, τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου με τέτοιο ρεαλισμό και παραστατικότητα που θα σοκάρει τον αναγνώστη. Περίπου δηλαδή ό,τι είχε συμβεί το 1998 όταν προβλήθηκε η πολυσυζητημένη ταινία Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, με τις διαβόητες για τη σκληρότητά τους σκηνές από την απόβαση στη Νορμανδία.
Σπανίως στη λογοτεχνία οι περιγραφές του συγγραφέα προκαλούν στον αναγνώστη τέτοιο ψυχολογικό αντίκτυπο, αποστροφή, έως και αηδία. Ο Φοκς επικεντρώνεται τόσο στην περιγραφή των απάνθρωπων συνθηκών των χαρακωμάτων και των νοσοκομείων όσο και στον παραλογισμό του όλου εγχειρήματος, αυτού του τόσο παρατεταμένου και αναποτελεσματικού πολέμου. Εστιάζει όμως εξίσου στο μετατραυματικό στρες και τον τεράστιο ψυχολογικό φόρτο που επωμίστηκαν όσοι πολέμησαν στα χαρακώματα και είχαν την «τύχη» –ή την ατυχία– να επιζήσουν.
Η απόγνωση που νιώθουν συχνά οι κεντρικοί χαρακτήρες, για μια σύγκρουση που δεν τελειώνει, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη θέλησή τους για ζωή.
Το βιβλίο εκτείνεται σε τρία χρονικά επίπεδα: ένα πριν από τον πόλεμο, ένα κατά τη διάρκειά του και ένα μετά από αυτόν. Στο πρώτο, εν έτει 1910, ο Άγγλος πρωταγωνιστής Στίβεν επισκέπτεται ένα εργοστάσιο υφασμάτων στη Γαλλία, με σκοπό να συλλέξει γνώσεις για τον τομέα του. Ο παράφορος, όμως, έρωτας που θα νιώσει για την Ιζαμπέλ, τη γυναίκα του εργοστασιάρχη, θα ανατρέψει τα σχέδιά του. Στο δεύτερο επίπεδο, που περιλαμβάνει τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου από το 1916 ώς το 1918, ο συγγραφέας επιδίδεται τόσο σε περιγραφές του πολέμου όσο και του ψυχισμού των προσώπων, με πρωταγωνιστές τον Στίβεν και άλλους Άγγλους που πολεμούν στα χαρακώματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, με μία μικρή εξαίρεση στο τέλος του βιβλίου, όλες οι περιγραφές γίνονται από τη σκοπιά των Άγγλων και σε πολύ μικρότερο βαθμό από εκείνη των Γάλλων ή των αντιπάλων τους Γερμανών. Το τρίτο χρονικό επίπεδο, εν έτει 1978, το οποίο ο συγγραφέας εναλλάσσει με το δεύτερο, περιλαμβάνει τις προσπάθειες της Ελίζαμπεθ Μπένσον, εγγονής του Στίβεν, να ανακαλύψει τις ρίζες της και να βρει τον δρόμο της στη ζωή, μέσα από τις ημερολογιακές αφηγήσεις του παππού της για τον Μεγάλο Πόλεμο.
Παρά τις φρικιαστικές και γλαφυρές ρεαλιστικές περιγραφές του πολέμου, το βιβλίο τελειώνει αισιόδοξα στέλνοντας ένα ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα. Η απόγνωση που νιώθουν συχνά οι κεντρικοί χαρακτήρες, για μια σύγκρουση που δεν τελειώνει, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη θέλησή τους για ζωή. Το ίδιο συμβαίνει με το δράμα των απλών οπλιτών για τις συνθήκες διαβίωσης στα χαρακώματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν καθημερινά, με την αίσθηση ευθύνης που βαρύνει τους ώμους των αξιωματικών για τους άντρες τους.
Ο Σεμπάστιαν Φοκς θέλει να προβάλει, πάνω απ’ όλα, μία παραμελημένη πτυχή του πολέμου, εκείνη του φάσματος της τρέλας, της επώδυνης και επίμονης μνήμης, αλλά και των τεράστιων ψυχολογικών προβλημάτων με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι επιζώντες των χαρακωμάτων. Αυτό αναδεικνύεται περαιτέρω με την αντίθεση μεταξύ της «φυσιολογικής» ζωής πριν και μετά τον πόλεμο, με όλα όσα περιλάμβανε η ζωή κάτω από τη γη, στα χαρακώματα, σαν τους αρουραίους.
Βαθιά ανθρώπινη και ποτισμένη με αλήθεια που σοκάρει, συγκλονίζει τον αναγνώστη η έκκληση στον Θεό που ο συγγραφέας βάζει στον στόμα του ήρωά του, και η οποία απηχεί τις πραγματικές σκέψεις ενός άντρα που πολεμάει μέρα και νύχτα και θέλει πάση θυσία να επιστρέψει στο σπίτι του ζωντανός:
«Ας πεθάνουν εκείνοι, προσευχήθηκε, με κάποια ντροπή. Ας πεθάνουν εκείνοι, αλλά σε παρακαλώ, Θεέ μου, ας ζήσω εγώ».
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία» (εκδ. Ενάλιος).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ SEBASTIAN FAULKS