Για το μυθιστόρημα του Alberto Garlini «Όλοι θέλουν να χορεύουν» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από το ιταλικό εξώφυλλο του βιβλίου (εκδ. Mondadori)
Της Χριστίνας Μουκούλη
Στην Εμίλια-Ρομάνια της βόρειας Ιταλίας, και συγκεκριμένα σε μια περιοχή έξω από την Πάρμα, κατά τη διάρκεια μιας παραδοσιακής τελετής χοιροσφαγίων, ο οκτάχρονος Ρομπέρτο γνωρίζει τον συνομήλικό του Ρικάρντο. Η γνωριμία τους θα αποτελέσει την αρχή μιας πολύ δυνατής φιλίας, ενώ οι σκληρές και σοκαριστικές σκηνές της σφαγής του ζώου, τις οποίες αναγκάζονται να παρακολουθήσουν, είναι σαν να τους προετοιμάζουν για αυτά που τους επιφυλάσσει η πραγματικότητα της ζωής τους. Την ίδια μέρα θα γνωρίσουν τον Βίκι, έναν νεαρό συγγραφέα, ο οποίος θα τους βοηθήσει όταν θα έρθουν αντιμέτωποι με μια ομάδα ναρκομανών και τον χαρακτήρα του οποίου ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τη ζωή και το έργο του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι. Αργότερα, εκείνος θα αλλάξει το όνομά του σε Πιερ, καθώς έχει προηγηθεί η δολοφονία του Παζολίνι. Σύντομα θα προστεθεί στην παρέα η Κιάρα, η αινιγματική κοπέλα που θα γοητεύσει τον Ρικάρντο και με τον οποίο θα προσπαθήσουν να οικοδομήσουν μια ουσιαστική σχέση. Οι ήρωές μας περνούν από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Προσπαθούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, να ανακαλύψουν τα όριά τους, να δοκιμάσουν κάθε τι καινούργιο που τους προσφέρει η εποχή και η ηλικία τους.
Σαν ταξιδιωτικό ημερολόγιο
Η αφήγηση ξεκινάει το 1975 και, ακολουθώντας γραμμική πορεία, φτάνει μέχρι το 1991. Τίτλος του κάθε κεφαλαίου μια χρονολογία και μια πόλη, από τις οποίες οι περισσότερες βρίσκονται στην Ιταλία: Πάρμα, Ρώμη, Μάντοβα, Βαρκελώνη, Μασσαλία, Οδησσός, Νέα Υόρκη, Άμστερνταμ, Λινιάνο και πολλές άλλες. Η πορεία της ζωής των ηρώων στις πόλεις όπου εκείνοι βρέθηκαν και παράλληλα ένα οδοιπορικό στην πρόσφατη ιστορία της Ιταλίας. Εκεί όπου οι νέοι συγχρονίζονται με τα εκατόν είκοσι δύο έως εκατόν σαράντα τέσσερα χτυπήματα το λεπτό της μουσικής ντίσκο, εκεί όπου το ποδόσφαιρο είναι το εθνικό άθλημα, όπου ο ανυπότακτος Παζολίνι πεθαίνει για τις ιδέες του, όπου η άκρα δεξιά κάνει διαρκώς έντονη την παρουσία της, όπου ο ελεύθερος έρωτας δεν είναι πια κατακριτέος, όπου οι εφημερίδες και η τηλεόραση βοηθούν να φτάσουν οι ειδήσεις γρήγορα και παντού και όπου τα κρεμασμένα περιοδικά στα περίπτερα διαφημίζουν και υπόσχονται μια ζωή όπου μπορεί κανείς να αποκτήσει τα πάντα και συνεπώς να είναι ευτυχισμένος. Οι ήρωες του Γκαρλίνι διασχίζουν τους δρόμους της Ευρώπης τρέχοντας ιλιγγιωδώς με το καινούργιο τους αυτοκίνητο, πίνουν, μεθούν, δοκιμάζουν ουσίες, θραύουν τις κοινωνικές συμβάσεις, ερωτεύονται, χωρίζουν, ψάχνουν ή επινοούν ταυτότητες, προσαρμόζονται ή όχι στην πραγματικότητα, βλέπουν τη ζωή άλλοτε σαν μια ανυπεράσπιστη γιορτή κι άλλοτε σαν βασανιστικό αδιέξοδο, αντιμετωπίζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την αρρώστια ή και τον θάνατο και, στις πολύ δύσκολες στιγμές, αναζητούν ένα θαύμα. Μόνο που τα θαύματα συμβαίνουν σε αυτούς που τα πιστεύουν και, κυρίως, σε αυτούς που τα αξίζουν.
Στο βιβλίο ενυπάρχουν, αρμονικά συνταιριασμένα, στοιχεία της καθημερινής ζωής αλλά και της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας και όχι μόνο αυτής: άνθρωποι, χρώματα, μυρωδιές, μουσικές, στίχοι. Η μυρωδιά από το άχυρο ή το φρεσκοκομμένο τριφύλλι, το άρωμα των ρόδων, «κάθε μυρωδιά που σου επιτρέπει να συνεχίζεις να ζεις», στίχοι του Ουίτμαν, του Παζολίνι, του Πασκόλι, τραγούδια του Σπρίνγκστιν, του Πάολο Κόντε, των U2, των Jethro Tull, ταινίες του Βέντερς, φράσεις από έργα του Ζαν Ζενέ, και του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ.
Παλιά και νέα ήθη
Τοποθετημένο στο μεταβατικό στάδιο που επικρατεί στην οικονομία, την πολιτική, την τεχνολογία και τους κοινωνικούς θεσμούς, το μυθιστόρημα αυτό καταγράφει την ορμητική εισβολή αυτής της νέας εποχής και εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο τη βιώνουν οι ήρωές του. Η ηλικία και η νοοτροπία τους τους ωθεί να ενστερνιστούν τις νέες ιδέες για την ελευθερία στον έρωτα, για την απενοχοποίηση των σεξουαλικών τους επιλογών, για την πίστη τους στην ελευθερία εν γένει. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούν να αποφύγουν τις απατηλές υποσχέσεις για ευτυχία και πληρότητα, τις οποίες προσφέρει ο καταναλωτισμός, η απληστία και η ευκολία απόκτησης υλικών αγαθών, καθώς γύρω τους όλα πουλιούνται κι όλα αγοράζονται. Αρπάζουν με ορμή και πάθος ό,τι τους αναλογεί από τη ζωή, όμως δυσκολεύονται να διαχειριστούν την ελευθερία τους και μένουν ανυπεράσπιστοι απέναντι στον πόνο, στον φόβο και στον έρωτα, προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στην πληρότητα που αισθάνονται όταν όλα πηγαίνουν καλά στη ζωή τους και στο κενό που νιώθουν όταν όλα καταρρέουν. Και, βέβαια, δεν σταματούν να χορεύουν. «Τα σώματα χορεύουν, αυτά τα σώματα αυτής της ζωής, αυτής της στιγμής, και δεν είναι ποτέ μόνο σώματα, αλλά και η πιο αγνή μορφή αποδοχής του κόσμου».
Το Όλοι θέλουν να χορεύουν είναι από τα βιβλία που γοητεύουν από την ανάγνωση της πρώτης σελίδας τους. Δεν είναι μόνο το ότι αποτυπώνει τη ζωή στην Ιταλία τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ενσωματώνοντας με μαεστρία στην αφήγηση γεγονότα ιδιαίτερης βαρύτητας. Δεν είναι το ότι ζωγραφίζει μπροστά μας τον πίνακα της κοινωνίας της εποχής εκείνης, με τα φωτεινά και τα σκοτεινά του χρώματα. Δεν είναι το ότι ακολουθεί και περιγράφει την πορεία ενηλικίωσης των ηρώων του και την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία της ζωής τους. Είναι ο τρόπος με τον οποίο τα κάνει όλα αυτά. Με απλότητα και φυσικότητα, αλλά ταυτόχρονα με λόγο ελκυστικό, που ξεχειλίζει από λυρισμό, μας παρασύρει σε έναν λικνιστικό ρυθμό, και καταφέρνει να μας κάνει να νοσταλγήσουμε τη συναρπαστική εποχή της νεότητας, όπου τα πάντα είναι χαρά, αισιοδοξία, μουσική, χορός, ποίηση, τρέλα και έρωτας. Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν στη συνέχεια. Ο συγγραφέας στήνει ένα σκηνικό στο οποίο συνυπάρχουν το τρομακτικό και το διασκεδαστικό, η τρυφερότητα και η βία, η σκληρότητα και η ομορφιά, η παρόρμηση και η λογική, εν ολίγοις, όλα τα συστατικά που απαρτίζουν αυτό που λέγεται ζωή. Και διερευνά το κατά πόσο είναι εφικτό οι εύθραυστες ανθρώπινες σχέσεις και τα συναισθήματα όπως η φιλία, ο έρωτας, η αγάπη ή η αφοσίωση, να επιζήσουν ή να μην διαβρωθούν από τον χρόνο και τα απρόβλεπτα γεγονότα της ζωής.
Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη συντονίζεται απόλυτα με το ύφος του συγγραφέα, αποδίδοντας υπέροχα το λυρισμό του κειμένου και τη μελωδικότητα της ιταλικής γλώσσας.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Όλοι θέλουν να χορεύουν
ALBERTO GARLINI
Μτφρ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
ΠΟΛΙΣ 2021
Σελ. 448, τιμή εκδότη €17,70
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Καμιά φορά η ζωή είναι όπως την περιγράφουν οι ποιητές. Οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη, ο ήλιος λάμπει ακόμα κι όταν βρέχει. Δεν υπάρχουν περισσότερα νιάτα ή γηρατειά απ’ όσα μπορεί να χωρέσει κάθε στιγμή, μήτε τελειότητα, μήτε περισσότερος παράδεισος ή περισσότερη κόλαση. Τα πράγματα ισορροπούν, συγκλίνουν και δεν εξαφανίζονται, ούτε επανέρχονται, αλλά υπάρχουν, κι αυτή είναι η ωραιότερη αίσθηση, η αίσθηση των πραγμάτων που υπάρχουν. Και πόσο παρόντα είναι τα πράγματα, πόσο κοντινά! Με πόση δύναμη, με πόση ευσπλαχνία…»