Για το μυθιστόρημα του Ulrich Alexander Boschwitz «Άνθρωποι στο περιθώριο» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης, εκδ. Κλειδάριθμος). Κεντρική εικόνα: Γερμανός στρατιώτης τραυματισμένος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δέχεται ελεημοσύνη από συμπατριώτη του.
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Στη σύντομη ζωή του ο Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς (1915-1942) πρόλαβε να γράψει και να μας αφήσει παρακαταθήκη, έπειτα από πολλές και αναπάντεχες ταλαιπωρίες, δύο έργα του. Το ένα ήταν Ο ταξιδιώτης που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2019, και το δεύτερο, αλλά πρώτο χρονολογικά βιβλίο του οι Άνθρωποι στο περιθώριο που φέρνουν στην κυκλοφορία (2021) πάλι οι ίδιες φιλόξενες εκδόσεις Κλειδάριθμος. Γεννήθηκε από εύπορη γερμανοεβραϊκή οικογένεια στο Βερολίνο, το 1915, και μετά τον θάνατο του πατέρα του, φαινόταν προορισμένος να αναλάβει τις επιχειρήσεις του, αλλά η άνοδος του Χίτλερ ανέτρεψε άρδην τα δρομολογημένα και μακροπρόθεσμα σχέδια της οικογένειας. Το 1933, το Εθνοσοσιαλιστικό καθεστώς κήρυξε γενικό μποϊκοτάζ κατά των εβραϊκών επιχειρήσεων και η ζωή σύντομα έγινε εξαιρετικά δύσκολη όχι μόνο για τους Εβραίους, αλλά και για τις μικτές γερμανοεβραϊκές οικογένειες. Η μεγαλύτερη αδελφή του Ούλριχ, Κλαρίσσα, μετανάστευσε στο Ισραήλ το 1933, ενώ εκείνος μαζί με τη μητέρα του εγκατέλειψαν τη χώρα δύο χρόνια αργότερα. Δεν είχαν, φυσικά, άλλη επιλογή από το να αφήσουν πίσω ολόκληρη την οικογενειακή περιουσία. Έτσι μετανάστευσαν πρώτα στη Σουηδία και μετά στη Νορβηγία, σε τόπους όπου ο Ούλριχ έγραψε ετούτο, το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο “Menschen neben dem Leben” (Άνθρωποι στο περιθώριο).
Στο βιβλίο, ο Βάλτερ Σράιμπερ προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1920 με την καθημερινή ενασχόληση στο μανάβικό του. Μια μέρα δέχεται την επίσκεψη ενός ατόμου, του Φούντχολτς, ο οποίος του προτείνει να νοικιάσει το υπόγειο του καταστήματος έναντι ενάμισι μάρκου την εβδομάδα που θα το χρησιμοποιούσε αποκλειστικά για νυχτερινό ύπνο συγκεκριμένου ωραρίου, γι' αυτόν και για τον φίλο του, Βαρελή. Ο Φούντχολτς κάποτε είχε γυναίκα και σπίτι «αλλά από τότε είχαν περάσει χιλιάδες μέρες που ζητιάνευε και χιλιάδες νύχτες που κοιμόταν σε άσυλα, παγκάκια και υπόγεια. Η ζωή, η πραγματική ζωή, η πολιτισμένη, η ανθρώπινη ζωή βρισκόταν πάνω από δέκα χρόνια πίσω του». Και όσο θα ζούσε ακόμα, θα ζούσε με τον τρισάθλιο Βαρελή που τον ακολουθούσε σαν πιστό σκυλί. Κοντά τους βρίσκεται και ο τριαντάρης Γκρίσμαν, ένας ανήσυχος, φοβισμένος άνθρωπος και φυσικά άνεργος, κι αυτός. Γύρω τους περιφέρονται καταρρακωμένες φιγούρες, οικονομικά καταστραμμένοι από τον πόλεμο, ανάπηροι, ζητιάνοι, πόρνες δεκάδες χιλιάδες, κι ένα σωρό άλλοι που προσπαθούν όπως όπως να επιβιώσουν στο μεταπολεμικό Βερολίνο.
Ο Φούντχολτς κάποτε είχε γυναίκα και σπίτι «αλλά από τότε είχαν περάσει χιλιάδες μέρες που ζητιάνευε και χιλιάδες νύχτες που κοιμόταν σε άσυλα, παγκάκια και υπόγεια. Η ζωή, η πραγματική ζωή, η πολιτισμένη, η ανθρώπινη ζωή βρισκόταν πάνω από δέκα χρόνια πίσω του».
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ολέθριες συνέπειες που άφησε πίσω του στους πολίτες της χώρας, όπως ο πληθωρισμός, η ανεργία, η έλλειψη κάποιου ορατού ελπιδοφόρου ορίζοντα στις ζωές τους, όλα αυτά βούιζαν στα αυτιά των καθημερινών ανθρώπων του Βερολίνου σαν ένα φριχτό όνειρο από το οποίο δεν μπορούσαν εύκολα να ξεφύγουν. Ακόμα και αυτή, η έβδομη τέχνη, η οποία θα αποδειχτεί ως έναν βαθμό υποκατάστατο της ζωής, δεν φαίνεται να ελκύει τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, ίσως λόγω οικονομικών προβλημάτων, ίσως επειδή η καθημερινότητα και οι αγωνίες ξεπερνούσαν τις αντοχές τους για νέες αυταπάτες όπως αυτές παρουσιάζονταν κατά κόρον στις κινηματογραφικές ταινίες. Μεγάλες απαιτήσεις δεν είχαν αφού αυτές περιορίζονταν σε λίγο φαγητό, για να ξεγελούν την πείνα τους, κάποια τσιγάρα ή υπολείμματα πούρων, λίγο αλκοόλ και μια γωνιά για στοιχειώδη ανάπαυση τα βράδια. Δεν σκέφτονταν τα πράγματα που ούτως ή άλλως δεν θα άλλαζαν, κι όσο το λιγότερο τα παίδευαν στο μυαλό τους, τόσο το καλύτερο έλεγαν πως θα ήταν.
Η ανυπαρξία ελπίδας από το πολιτικό σύστημα της χώρας περιγράφεται με απλότητα αλλά και οξύαιχμο τρόπο από τον Μπόσβιτς, αφού οι απλοί πολίτες είχαν την εντύπωση, «ότι τα κόμματα κοίταζαν μόνο να τους εκμεταλλευτούν τους άνεργους», χωρίς να δίνουν στην ουσία δεκάρα γι’ αυτούς, «να τους χρησιμοποιούν ήθελαν για να πιέζουν, γι’ αυτό και τους μπούκωναν με υποσχέσεις και προγράμματα. Να τους χρησιμοποιούν τους ήθελαν, λοιπόν, κι όχι να τους βοηθάνε. Ίσα ίσα: κι αν δεν την επιδίωκαν την αύξηση της ανεργίας, σίγουρα την καλόβλεπαν αφού μ’ αυτήν κατάφερναν να δυσκολεύουν τη δουλειά αυτωνών που τώρα κυβερνούσαν». Η ζωή στο Βερολίνο, σε αυτή την παγκόσμια μητρόπολη, ήταν για τους πολίτες προβληματική, όπως και για την πόλη άλλωστε, αφού σε λίγα χρόνια οι πολυποίκιλοι αρμοί της, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι αρχιτεκτονικοί, θα κατέρρεαν θεαματικά από τις βόμβες. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, συνηθισμένες φιγούρες της πόλης. Ο Φούντχολτς και ο Βαρελής, που προαναφέραμε, ο μειωμένων δυνατοτήτων νεαρός Γκρίσμαν, ο τυφλός από τον πόλεμο Ζόνενμπεργκ και η γυναίκα του Έλσι, η θεότρελη κυρία Φλίμπους, και τόσοι άλλοι. Ο Μπόσβιτς αφιερώνει σημαντικό χρόνο και σελίδες στο μυθιστόρημα για να σκιαγραφήσει το πορτρέτο, τη βιογραφία, τις ιδέες και συμπεριφορές, ενός εκάστου εξ ’ αυτών.
Ο Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς το 1935 μετανάστευσε με τη μητέρα του, από τη Γερμανία στη Νορβηγία, αφήνοντας πίσω το σπίτι και την επιχείρησή του. Αργότερα, έζησε στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Λίγο πριν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατάφερε να ταξιδέψει με τη μητέρα του στην Αγγλία. Εκεί τον συνέλαβαν με την κατηγορία του εισβολέα (λόγω γερμανικού διαβατηρίου) και τον εξόρισαν για δύο χρόνια σε στρατόπεδο εγκλεισμού στην Αυστραλία. Το 1942 αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Αγγλία, αλλά στο ταξίδι της επιστροφής Γερμανικά υποβρύχια βύθισαν το καράβι στο οποίο επέβαινε. |
Το κείμενο χαρακτηρίζεται από «ήρεμη» αφήγηση, με φράσεις και προτάσεις απλές, συνηθισμένες και πληκτικές στην πλειονότητα, χωρίς βαρύγδουπους υπαινιγμούς και αρκούντως εύκολες στην κατανόηση – αφήγηση γεγονότων τα οποία λαμβάνουν χώρα ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους οι οποίοι βλέπονται σχεδόν επί καθημερινής βάσεως. Οι βαθύτερες σκέψεις των κύριων χαρακτήρων απουσιάζουν προκλητικά, εκτός ίσως αυτών του αφηγητού ο οποίος ξεδιπλώνει φυσικά τις σκέψεις και βαθύτερες απόψεις του νεανία Γερμανού συγγραφέα πάνω σε κάποια ηθικής τάξεως ζητήματα, όπως τον πόλεμο, την εκδίκηση, τον φόνο και άλλα παρεμφερή. Δεν πρέπει εξ’ άλλου να μας διαφεύγει το γεγονός ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε από τον Μπόσβιτς σε μικρή ηλικία με τις ανάλογες φυσικά εμπειρίες του.
Η προκλητική συμπεριφορά του νεαρού Γκρίσμαν μέσα στον «Χαρούμενο Κυνηγό», το αξιοπρόσεκτο και φημισμένο μπαρ, απέναντι στις γυναίκες και κυρίως στην Έλσι, τη γυναίκα του τυφλού Ζόνενμπεργκ, θα εξακοντίσει τη δράση και θα επιταχύνει τις μάλλον αναπόφευκτες, για πολλούς λόγους, εξελίξεις. Η συντροφιά μιας γυναίκας αποδεικνύεται μοιραία για όλους, κι όχι μόνον για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, εμπλεκόμενους και τσακισμένους, από την ως τότε πορεία τους, πρωταγωνιστές. Όμως, ο Μπόσβιτς δεν παύει με κανέναν τρόπο να μας υπενθυμίζει σε τούτο το μυθιστόρημα –το οποίο σημειωτέον δημοσιεύτηκε το 2019 για πρώτη φορά και στα Γερμανικά–, ότι εκείνοι οι μικροί και απλοί άνθρωποι παρά τα όσα δραματικά προβλήματα τους συσσώρευσε ο πόλεμος και η παγκόσμια οικονομική κρίση, δεν έχαναν το κέφι τους και δεν σταματούσαν ποτέ να γιορτάζουν και να απολαμβάνουν τις μικρές και υποσημαινόμενες χαρές της ζωής. Στον «Χαρούμενο Κυνηγό», άλλοι συχνάζουν και πηγαίνουν τα βράδια για ποτό, άλλοι για μουσική κι άλλοι για χορό και ανεύρεση του γυναικείου φύλου, λαχταρώντας για μερικές ξέγνοιαστες ώρες προτού κάνει την εμφάνισή της πάλι η γκρίζα και σκληρή καθημερινότητα, το επόμενο πρωί.
Ήταν αναμφίβολα ένας ταλαντούχος συγγραφέας ο οποίος δεν πρόλαβε να ζήσει και να ξεδιπλώσει ολόκληρο το συγγραφικό του ταλέντο, αφού η ζωή του έληξε άδοξα το 1942 όταν ένα γερμανικό υποβρύχιο τορπίλισε το πλοίο που θα τον έφερνε από την Αυστραλία στην Αγγλία.
Όταν έγραψε το μυθιστόρημα ο Μπόσβιτς ήταν είκοσι δύο ετών, κι έτσι πολλές λεπτομέρειες θα έπεσαν στην αντίληψή του με αφηγήσεις άλλων ή μετά από σχετικά διαβάσματα. Στο βιβλίο ο Ούλριχ Μπόσβιτς απεικονίζει κατά κύριο λόγο τους ηττημένους στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, αλλά φυσικά εμφιλοχωρούν και οι χαρακτήρες οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τις όποιες χρονικές συγκυρίες προς ίδιον καθαρά όφελος. Για μερικούς ο Μπόσβιτς ήταν ξεχασμένος από την πατρίδα του, για μερικούς άγνωστος, για άλλους όχι. Ήταν αναμφίβολα ένας ταλαντούχος συγγραφέας ο οποίος δεν πρόλαβε να ζήσει και να ξεδιπλώσει ολόκληρο το συγγραφικό του ταλέντο, αφού η ζωή του έληξε άδοξα το 1942 όταν ένα γερμανικό υποβρύχιο τορπίλισε το πλοίο που θα τον έφερνε από την Αυστραλία στην Αγγλία.
Συγκλονισμένος από τον σύγχρονο κόσμο που τον απειλούσε ποικιλοτρόπως, ο Μπόσβιτς δημιουργεί ένα φορτισμένο πορτρέτο ηθών για το Βερολίνο, μια επαναστατική μπαλάντα της φτώχειας. Καταγράφει γλαφυρά την επικίνδυνη αίγλη της Βαϊμάρης η οποία εγκυμονούσε πολλά και επικίνδυνα για το μέλλον και αφηγείται τη ζοφερή και μονότονη καθημερινότητα των ηρώων του πλησιάζοντάς τους, χωρίς ποτέ να τους κρίνει.
Εύλογο το ερώτημα που προκύπτει για το πώς θα είχε αναπτυχθεί και θα εξελισσόταν η γραφή του σε βάθος μερικών δεκαετιών, αν δεν εγκατέλειπε ετούτο τον κόσμο τόσο πρόωρα. Πάντως, είναι σίγουρο ότι έστω και νεαρός κατάφερε να απεικονίσει την αντισημιτική, τη δηλητηριασμένη καθημερινότητα και τη φοβισμένη πραγματικότητα της ζωής στη Γερμανία, σε τόσο μεγάλο βαθμό που πραγματικά προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό οκτώ δεκαετίες αργότερα.
Στο τέλος του βιβλίου βρίσκεται το επίμετρο του Πέτερ Γκραφ, το οποίο γράφτηκε την άνοιξη του 2019 στο Βερολίνο και το οποίο κατατοπίζει με ικανοποιητικές πληροφορίες τον αναγνώστη που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Μπόσβιτς· έργο ισάξιο για πολλούς με εκείνο του Χανς Φάλλαντα, του Έριχ Κέστνερ και άλλων γνωστών μας.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μονογραφία «Η Αντζελίνα Ουέλντ Γκρίμκι και ο κόσμος της» (εκδ. Οδός Πανός).
Άνθρωποι στο περιθώριο
ULRICH ALEXANDER BOSCHWITZ
Μτφρ. ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ, ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ 2021
Σελ. 326, τιμή εκδότη €15,50
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ULRICH ALEXANDER BOSCHWITZ
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι μηχανές έχουν ασφαλώς πλεονεκτήματα. Σε αντίθεση με τον άνθρωπο φερ’ ειπείν, δεν έχουν ούτε θέληση δική τους ούτε ίχνος ατομικότητας. Δεν απεργούν, κι αν το κάνουν το κάνουν μεμονωμένα, ποτέ συλλογικά, όπως το κάνουν οι εργάτες όταν θέλουν να πιέσουν τον εργοστασιάρχη να μη ρίξει τα μεροκάματα ή να τ’ ανεβάσει. Όταν απεργούν οι μηχανές φταίνε οι βλάβες – και οι βλάβες επιδιορθώνονται. Οι άνθρωποι αντιθέτως, έχουν απαιτήσεις από τη ζωή, κι όταν κερδίζουν οι εργοστασιάρχες θέλουν να κερδίζουν κι αυτοί. Έχουν πολιτικές πεποιθήσεις κι αγωνίζονται γι’ αυτές. Και οι πεποιθήσεις τους αυτές συχνά δεν συμφωνούν με τις πεποιθήσεις των εργοδοτών τους».