
Για το μυθιστόρημα του Augusto de Angelis «Η δολοφονία του τραπεζίτη» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Οκτάνα). Ένας διανοούμενος αστυνόμος στο προπολεμικό Μιλάνο. Κεντρική εικόνα, λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της ισπανικής έκδοσης (εκδ. Siruela)
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Η προσωπική ιστορία του Αουγκούστο Ντε Άντζελις, του πατέρα της ιταλικής αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι σπουδαία — και τραγική. Αυτός ο γλυκός συγγραφέας, που άφησε ένα τόσο ακριβό κληροδότημα στους επιγόνους του και που διαβάζεται ακόμη και σήμερα με μεγάλη απόλαυση, φυλακίστηκε από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, κι όταν αποφυλακίστηκε —διαβάζουμε με φρίκη— «δέχτηκε την επίθεση ενός φασίστα με τον οποίο διαπληκτιζόταν, κι έτσι αποδυναμωμένος όπως ήταν από τη φυλακή, πέθανε λίγο μετά τον ξυλοδαρμό του, σε ηλικία μόλις 56 ετών».
Είχε προλάβει να γράψει κάπου δεκαπέντε μυθιστορήματα με τον ωραίο ήρωά του, τον αστυνόμο Ντε Βιντσέντζι της αστυνομίας του Μιλάνου, σε μια εποχή όμως, και υπό ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που μισούσε, εχθρευόταν και κυνηγούσε την αστυνομική λογοτεχνία — μέχρι που έφτασε, όχι απλώς να τη λογοκρίνει αυστηρά, αλλά να την απαγορεύσει τελείως: σε μια «τέλεια» κοινωνία, το έγκλημα και η διαστροφή, και φυσικά οι πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικές αναλύσεις, ή έστω και νύξεις, που είναι η καρδιά και η ψυχή του αστυνομικού, δεν έχουν θέση… Ο ίδιος ο Ντε Άντζελις, βέβαια, δεν είχε μείνει στα μυθιστορήματά του: σαν δημοσιογράφος και αρθρογράφος, ήταν ήδη μαύρο πρόβατο για το καθεστώς, ένας γνωστός διανοούμενος αντιφασίστας που έπρεπε να τιμωρηθεί. Αλίμονο, η τιμωρία του ήταν ο θάνατος.
![]() |
![]() |
Ο θάνατος βέβαια βασιλεύει στα βιβλία του Αουγκούστο Ντε Άντζελις με τον αστυνόμο Ντε Βιντσέντζι. Εκεί όμως είναι ένας θάνατος ελεγχόμενος, ένας θάνατος που εν πάση περιπτώσει έχει τη σημασία του, ένας θάνατος χάρτινος, λογοτεχνικός, ψεύτικος. Και που, μολονότι πάντα κρύβει επιμελώς τον θύτη και τα κίνητρά του, παρέχει παράλληλα και τα στοιχεία εκείνα που θα επιτρέψουν στον ερευνητή να τον ξεσκεπάσει. Έτσι γίνεται πάντα. Έτσι πρέπει να γίνεται. Γι’ αυτό και αγαπάμε παθιασμένα το είδος.
Ο Ντε Βιντσέντζι, επίσης ένας διανοούμενος, ένας επιθεωρητής που κρύβει μυθιστορήματα μέσα στο συρτάρι του γραφείου του, πονά από το έγκλημα, πονά για το θύμα, πονά για τους ανθρώπους που έμειναν πίσω. Και εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις για να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Το «παρέχει τα στοιχεία» βέβαια δεν είναι απολύτως ακριβές. Σε έναν βιαστικό ανακριτή, φέρ’ ειπείν, μπορεί να παρέχει απολύτως λανθασμένα στοιχεία. Για τον ευφυή επιθεωρητή Ντε Βιντσέντζι όμως, της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Μιλάνου, οι φόνοι που καλείται να διαλευκάνει, και οι άνθρωποι γύρω από αυτούς τους φόνους, μιλούν, φωνάζουν, βοούν, ακόμη και όταν κρατούν το στόμα τους κλειστό. Ο Ντε Βιντσέντζι, επίσης ένας διανοούμενος, ένας επιθεωρητής που κρύβει μυθιστορήματα μέσα στο συρτάρι του γραφείου του, πονά από το έγκλημα, πονά για το θύμα, πονά για τους ανθρώπους που έμειναν πίσω. Και εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δεν «σκουπίζει» το σκηνικό του φόνου με περίεργες σκόνες, δεν κάνει μεγαλοφυείς επαγωγικούς συλλογισμούς, δεν έχει φαεινές ιδέες από το πουθενά. Αντίθετα, σπουδάζει τους ανθρώπους που έχουν ή μπορεί να έχουν σχέση με το έγκλημα, σκέφτεται μαζί τους, τους συμπονά, τους στέκεται, τους κοροϊδεύει καμιά φορά ή απλώς τούς φέρνει στα όριά τους — όχι με καμιά βίαιη ή ασυνήθιστη μέθοδο, αλλά απλώς ανακρίνοντάς τους με έναν πολύ προσωπικό, πολύ διακριτικό ορισμένως τρόπο. Δεν θα φωνάξει ούτε θα απειλήσει. Δεν είναι το στιλ του αυτό. Αλλά δεν θα κοιμηθεί —ή θα κοιμηθεί με τα ρούχα— μέχρι να έχει κάποια ένδειξη, ένα αποκεκαλυμμένο στοιχείο: κάτι. Είναι ανθρώπινος και γήινος, αγαπά τη δουλειά του, αγαπά την πόλη του, αγωνιά για όσα συμβαίνουν γύρω του, και συμπάσχει με τους πάντες και τα πάντα, κυρίως δε με τον «απλό» ανθρώπινο πόνο. Και, εύκολα ή δύσκολα, θα τα καταφέρει και αυτή τη φορά. Έστω και ξεπερνώντας τα δικά του, αυστηρά όρια:
Δεν ξέρω, Κρούνι! ψέλλισε ο Ντε Βιντσέντζι. Ούτε εγώ δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, όμως, στα σίγουρα είναι ότι σ’ αυτό το έγκλημα υπάρχει ένα στοιχείο, το πιο φριχτό στοιχείο απ’ όλα, που δεν έχει καμία σχέση με τον Αουρίτζι. Μόνο που εγώ, Κρούνι, πρέπει –καταλαβαίνετε τι σας λέω;–, εγώ πρέπει να βλέπω τα πάντα καθαρά και σε βάθος. Οι συνήθεις τρόποι, οι νόμιμοι, αυτοί που σέβονται τους κανόνες δεν αρκούν και δεν χρησιμεύουν σ’ αυτή την περίπτωση. Πρέπει να ανατρέξω σε άλλες μεθόδους αν θέλω να μάθω την αλήθεια, σε όλες τις άλλες μεθόδους, όποιες κι αν είναι αυτές. Η συνείδησή μου μου το επιτρέπει ή μάλλον μου το επιβάλλει, παρόλο που ο κανονισμός ή ο κώδικας μου το απαγορεύουν. Γι’ αυτό σας χρειάζομαι. Είστε διατεθειμένος να με βοηθήσετε;
Διανοούμενος είπαμε. Ναι. Ο Ντε Βιντσέντζι είναι ένας αυθεντικός διανοούμενος. Και κάτι παραπάνω — ένας ποιητής:
Τι είναι το έγκλημα, κύριε ανακριτά, όταν δεν είναι έγκλημα πάθους; Είναι ένα έργο τέχνης! Ένα έργο διαστροφικά, εγκληματικά καλλιτεχνικό. Και ως έργο τέχνης εννοώ μια φανταστική σύνθεση, λιτή και περιεκτική στη φόρμα, ισορροπημένη στα επιμέρους στοιχεία της, σφιχτοδεμένη και λογική, σαφή και αρμονική, άμεση και ζωντανή. Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα πιο καλλιτεχνικό από τον τρόπο με τον οποίο επινοήθηκε και εκτελέστηκε αυτό το έγκλημα.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Ντε Άντζελις που μεταφράζεται στη γλώσσα μας είναι και το πρώτο που έγραψε: η «Δολοφονία του τραπεζίτη» (μέχρι το τέλος του χρόνου θα κυκλοφορήσει και το δεύτερο της σειράς, το «Sei donne e un libro», ή: «Έξι γυναίκες και ένα βιβλίο»), θα θυμίσει σε πολλούς Άγκαθα Κρίστι, καθώς είναι ένα κλασικό whodunnit και διαδραματίζεται ως επί το πλείστον σε έναν κλειστό χώρο: σε ένα σπίτι — ένα μεγάλο, ακριβό, αριστοκρατικό σπίτι. Όμως το Μιλάνο είναι εκεί, η ομίχλη είναι εκεί, η Σκάλα είναι εκεί, η Αστυνομική Διεύθυνση είναι εκεί.
Και φυσικά θα θυμίσει σε ακόμη περισσότερους Μαιγκρέ. Αυτοί οι δυο, άλλωστε, είναι κομμένοι από την ίδια στόφα.
Γράφει στον Πρόλογό του ο Ιταλός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Carlo Lucarelli:
«Ο Κάρλο Ντε Βιντσέντζι είναι ένας διανοούμενος, πλην συγκρατημένος και κομψός, πολύ είρων, που έχει διαβάσει τα μυθιστορήματα του Πόε αλλά και τα έργα του Φρόιντ. Όνειρό του ήταν να γίνει ποιητής και τελικά κατέληξε ντετέκτιβ, ένα επάγγελμα που κατά βάθος ανέκαθεν είχε να κάνει με την καρδιά των ανθρώπων και τον ανθρώπινο ψυχισμό. Φυσικά και είναι μπάτσος, αλλά ένας μπάτσος ευαίσθητος και ανθρώπινος, γεμάτος αμφιβολίες και επιφυλάξεις, παρότι το πάθος του γι’ αυτό που κάνει, για την αναζήτηση αυτού του αιώνιου μυστηρίου της ανθρώπινης ψυχής, τον μετατρέπει σε δαιμόνιο, ακούραστο λαγωνικό. Ο Ντε Βιντσέντζι είναι εξαιρετικά επιδέξιος στο να αντιλαμβάνεται την ατμόσφαιρα ενός εγκλήματος, να διακρίνει εκείνη την υπό διαμόρφωση κοινωνία και κυρίως την ψυχή των πρωταγωνιστών του. Κι αυτό είναι κάτι που τον παθιάζει, μα και που την ίδια στιγμή τον κάνει να υποφέρει. Στη διάρκεια μιας άλλης έρευνας, αντικρίζει το είδωλό του σ’ έναν καθρέφτη. Μπροστά του βλέπει τα σημάδια μιας απίστευτης εξάντλησης, τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του και δύο ρυτίδες στις γωνίες του στόματός του. Και τότε αναστενάζει μ’ ένα στωικό χαμόγελο. «Αυτή είναι η δουλειά μου». Αν έπρεπε να τον παραλληλίσουμε με κάποιον άλλον ήρωα από το πανόραμα της αστυνομικής λογοτεχνίας, αυτός είναι ο Μαιγκρέ του Σιμενόν. Αλλά με τον δικό του πολύ ιταλικό τρόπο».
Διαβάσαμε το μικρό αυτό μυθιστόρημα με γνήσια απόλαυση μέσα σε δύο μακρά απογεύματα. Το θεωρούμε ιδανικό γι’ αυτή την εποχή: θα ξεκουράσει τον αναγνώστη. «Η έκδοση (από τον ποιοτικό θεσσαλονικιώτικο οίκο «Οκτάνα»)» είναι κομψότατη. Η μετάφραση βέβαια της Δήμητρας Δότση εξαιρετική, όπως πάντα. Θα κλείσουμε μάλιστα αυτό το μικρό σημείωμα με τα δικά της λόγια, που είχε την καλοσύνη να μας εμπιστευτεί — την ευχαριστούμε πολύ:
«Αν δεν ήταν ο Κάρλο Λουκαρέλι, οι συνεντεύξεις που έχει δώσει και οι δημοσιογραφικές έρευνες για τις εκπομπές του, το πιθανότερο είναι να μην είχαμε καν ακουστά τον, δυστυχώς ξεχασμένο σήμερα, πατέρα του μεσογειακού νουάρ: τον Αουγκούστο Ντε Άντζελις. Από το πρώτο κιόλας μυθιστόρημα της σειράς με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Κάρλο Ντε Βιντσέντζι, καταλαβαίνει κανείς πόσο βαθιά έχει επηρεάσει τα σύγχρονα μεγάλα ονόματα της ιταλικής αστυνομικής λογοτεχνίας, εστιάζοντας κυρίως στο ψυχογράφημα των χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν στην υπόθεση που ερευνά. Ο Ντε Βιντσέντζι, αυτός ο «ψαγμένος μπάτσος» που εν ώρα υπηρεσίας διαβάζει στα κρυφά Πόε και Φρόιντ, μπορεί να εκτελεί το καθήκον του σ’ ένα πολιτικά και κοινωνικά καταχνιασμένο Μιλάνο στις αρχές του ’30 λόγω του φασιστικού καθεστώτος, ωστόσο μέσα του κρύβει μια σύγχρονη ψυχή με σκωπτικό χιούμορ, αστική ευγένεια και κοσμοπολίτικη αύρα». (Δήμητρα Δότση)
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).