Για το μυθιστόρημα του Cesare Pavese «Το φεγγάρι και οι φωτιές» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Από το graphic novel του Marino Magliani και του Marco D' Aponte (Tunué), βασισμένο στο μυθιστόρημα του Pavese.
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Ένα έκθετο βρέφος που μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας σε μια αγροτική κοινότητα στη βορειοδυτική Ιταλία, είναι ο αφηγητής του μυθιστορήματος Το φεγγάρι και οι φωτιές (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Μεταίχμιο) του Τσέζαρε Παβέζε, ο οποίος επέστρεψε, έπειτα από είκοσι χρόνια παραμονής μακριά από τον τόπο όπου μεγάλωσε. Ευθύς εξαρχής, μας κάνει κοινωνούς όλων των σχετικών λεπτομερειών που αφορούν εκείνη τη δύσκολη εποχή:
«Πάντως δεν γεννήθηκα εδώ, αυτό είναι σχεδόν βέβαιο. Πού γεννήθηκα δεν ξέρω. Δεν υπάρχει σε τούτα τα μέρη ούτε ένα σπίτι, ούτε ένα κομμάτι γης, ούτε οστά για να μπορώ να πω “Ορίστε, να τι ήμουνα πριν γεννηθώ” [...] Το κορίτσι που με παράτησε στα σκαλάκια του καθεδρικού ναού της Άλμπα ίσως να μην προερχόταν καν από την επαρχία… Δεν ξέρω αν προέρχομαι από τον λόφο ή απ’ την κοιλάδα, από τα δάση ή από κάποιο σπίτι με βεράντες».
Ενώ δείχνει πως δούλεψε σκληρά και έκανε περιουσία στην Αμερική, επέστρεψε στον τόπο του πλημμυρισμένος από ανάμικτα συναισθήματα και προθέσεις. Καθώς περιπλανιέται στους χωμάτινους δρόμους, περνώντας απ’ τα μέρη όπου έζησε και δούλευε μικρός, ακολουθεί τα βήματα του νεότερου και μακρινού εαυτού του, τότε που βάδιζε –συχνά χωρίς παπούτσια ή με υποτυπώδη παλιοπάπουτσα– σε χωράφια, αμπελώνες και μέσα στο σπίτι του θετού γονιού του. Ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος, τώρα επιδιώκει να βρει ίχνη του κόσμου που γνώριζε κάποτε, έναν κόσμο όμως δραματικά αλλαγμένο όχι μόνο από τις καταστροφές του μεσολαβήσαντος χρόνου και την αναταραχή του πολέμου, αλλά από κάτι άλλο, βαθιά κρυμμένο μέσα του.
Μια από τις πιο θλιβερές και σκληρές αλήθειες αυτού του μελαγχολικού μυθιστορήματος, είναι ότι η ιδέα του σπιτιού και η πραγματικότητα του τόπου, οπουδήποτε, μπορεί ποτέ να μην συμπίπτουν. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι μονίμως ξένος, σε τόπο και χρόνο. Η εμπειρία της εξορίας του, είναι βαθιά εσωτερική και προσωπική υπόθεση. Γνωστός μόνο με το ψευδώνυμό του «Χέλι», βρίσκεται τώρα να ρίχνει τις άγκυρες της νοσταλγίας σε εκείνη την περασμένη εποχή που δεν ήταν τίποτα, στην πραγματικότητα για ανεύρεση μιας μικρής θέσης σε τούτο τον κόσμο. Μπορεί να ήταν ανυπόστατος και αμελητέα ως προσωπικότητα στον τόπο όπου μεγάλωσε, αλλά ήταν εξίσου το ίδιο και στην Αμερική, ανίκανος να εγκατασταθεί κάπου μόνιμα, μετακινούμενος συνεχώς. Πίσω στην Ιταλία τώρα, με τον παιδικό του φίλο, τον Νούτο, προσπαθεί να ταξιδέψει ξανά στους χρόνους της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Ο Νούτο έμεινε εδώ όλα του τα χρόνια, έπαιζε κλαρίνο, ταξίδευε στην περιοχή με το συγκρότημά του, είχε επαφή με τις όμορφες κυρίες και ήταν ο πρώτος που πήγε στον πόλεμο. Είκοσι χρόνια μετά, είναι και οι δύο ενήλικες. Ο Νούτο, που κάποτε φαινόταν τόσο κοσμικός στη συμπεριφορά, κληρονόμησε το σπίτι και τη βιοτεχνία ξυλουργικής του πατέρα του και τώρα είναι παντρεμένος, με οικογένεια, ενώ φαίνεται πως περνάει στη φάση που δρομολογεί τους δικούς του μακρινούς ορίζοντες. Έτσι, ο ένας είναι δεσμευμένος στο πεπρωμένο του, να παραμείνει εκεί όπου γεννήθηκε, ενώ ο άλλος έπρεπε να φύγει για να αναζητήσει το δικό του.
Ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος, τώρα επιδιώκει να βρει ίχνη του κόσμου που γνώριζε κάποτε, έναν κόσμο όμως δραματικά αλλαγμένο όχι μόνο από τις καταστροφές του μεσολαβήσαντος χρόνου και την αναταραχή του πολέμου, αλλά από κάτι άλλο, βαθιά κρυμμένο μέσα του.
Η σχέση μεταξύ των δύο παιδικών φίλων είναι κάπως περίπλοκη. Υπάρχουν πολυποίκιλα ρεύματα φθόνου, δυσαρέσκειας και μνησικακίας που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια των αλληλεπιδράσεων και των απλών, εκ πρώτης όψεως, συνομιλιών τους. Πολλά μένουν άγνωστα, ανείπωτα και δεν ομολογούνται, όπως η αλήθεια πίσω από την απόφαση του πρωταγωνιστή του βιβλίου να ταξιδέψει, ή η συγκλονιστική μοίρα της όμορφης κόρης της πλούσιας οικογένειας, με την οποία το Χέλι πέρασε τα εφηβικά του χρόνια, η οποία όμως αποκαλύπτεται προς το τέλος του βιβλίου. Οι πολιτικές εντάσεις σιγοβράζουν μεταξύ των δύο φίλων ως συνέπεια των πολύ διαφορετικών εμπειριών τους. Καθώς κορμιά σκοτωμένων εμφανίζονται σε χωράφια και ρέματα, η αποξένωση του αφηγητή από όσους έμειναν και υπέμειναν, τα χρόνια του φασιστικού καθεστώτος και την ολοκληρωτική καταστροφή του πολέμου, αυξάνεται συνεχώς.
Έπειτα από πολλά χρόνια παραμονής στην Αμερική, η οποία απεικονίζεται στο κείμενο του Παβέζε ως ένα μάλλον εξιδανικευμένο μέρος, ο ήρωας εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει ότι οι δεισιδαιμονίες της πατρίδας του, –η δύναμη της φωτιάς που «παχαίνει» το έδαφος, ο κανόνας του φεγγαριού που διέπει τις ανθρώπινες δραστηριότητες στα αγροκτήματα–, εξακολουθούν να τηρούνται, τόσα χρόνια μετά, με σοβαρότητα που αδυνατεί να πιστέψει.
Ωστόσο, αυτό είναι ένα βιβλίο όχι μόνο για την παλινδρόμηση κάποιου χαρακτήρα στο παρελθόν, αλλά και ένας θρήνος για την χαμένη αθωότητα της νιότης. Σε μια προσπάθεια να φτάσει στο παρελθόν του, ο πρωταγωνιστής μας συνδέεται με τον Τσίντο, ένα ανάπηρο νεαρό αγόρι που ζει με τη θεία, τη γιαγιά και τον εκρηκτικά βίαιο πατέρα του, σε μια καλύβα στην περιοχή όπου το Χέλι πέρασε τα πρώτα του χρόνια με την οικογένεια που τον υιοθέτησε. Σ’ αυτό το αγόρι βλέπει τον εαυτό του και κλονίζεται από μια οδυνηρή νοσταλγία αναμεμειγμένη με την επιθυμία να προσφέρει στον Τσίντο ελπίδα για το μέλλον, ενθάρρυνση να κοιτάξει πέρα από τον κοντινό του ορίζοντα. Ο δεσμός που σφυρηλατούν οι δύο άντρες γίνεται κεντρικό στοιχείο σε ένα από τα πιο δυνατά εδάφια του μυθιστορήματος.
Η γλώσσα του Παβέζε είναι εξαιρετικά λιτή, στοχαστική και μετρημένη. Μια μελαγχολική ομορφιά «ξεπετάγεται» μέσα από επαναλαμβανόμενες σφοδρές και βίαιες εικόνες, ενώ οι λόφοι και οι κοιλάδες του γεωγραφικού τοπίου βρίσκονται συνεχώς μπροστά μας.
Κινούμενο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, το μυθιστόρημα ξεδιπλώνεται σε μόλις διακόσιες σελίδες και τριάντα δύο ολιγοσέλιδα κεφάλαια. Η γλώσσα του Παβέζε είναι εξαιρετικά λιτή, στοχαστική και μετρημένη. Μια μελαγχολική ομορφιά «ξεπετάγεται» μέσα από επαναλαμβανόμενες σφοδρές και βίαιες εικόνες, ενώ οι λόφοι και οι κοιλάδες του γεωγραφικού τοπίου βρίσκονται συνεχώς μπροστά μας. Αυτό που δεν μπορεί να βρει ο αφηγητής σε κτίρια, πόλεις ή ανθρώπους, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αμετάκλητα αλλάξει ή εξαφανιστεί από προσώπου γης, εξακολουθεί να υπάρχει στα αξιοθέατα, στις μυρωδιές και στους ήχους του καλοκαιριού, τα οποία όπως ανακαλύπτει, διαπερνούν την ύπαρξή του.
«Έχει έναν ήλιο πάνω σε αυτές τις όρθιες λοφοπλαγιές, ένα αντιλάλημα τριζονιών, μια αντανάκλαση πάνω στην πέτρα που τα είχα ξεχάσει. Εδώ η ζέστη δίνει την εντύπωση ότι αντί να κατεβαίνει από τον ουρανό, βγαίνει αποκάτω, από τη γη, βαθιά μέσα απ’ τ’ αμπέλια, έτσι που θαρρείς πως έχει καταφάει καθετί πράσινο, για να βλαστήσουν όλα απ’ την αρχή. Είναι μια ζέστη που μου αρέσει, έχει μια μυρωδιά: είμαι κι’ εγώ μέσα σ’ αυτή τη μυρωδιά, είμαι μέσα σε πλήθος τρύγους και θημωνιάσματα και ξεφυλλίσματα, σε τόσες γεύσεις και τόσες πεθυμιές, που κι’ εγώ δεν ήξερα πια πως τις είχα μέσα μου».
Ο Cesare Pavese (Τσέζαρε Παβέζε) γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1908 στο Σάντο Στέφανο Μπέλμπο της Ιταλίας. Σπούδασε λογοτεχνία στο Τορίνο και εργάστηκε ως κριτικός και μεταφραστής αμερικανικής λογοτεχνίας. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε με την ποιητική συλλογή Η εργασία κουράζει (1936). Εκτός από ποίηση έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, μία συλλογή με διαλογικά κείμενα και αρκετά άρθρα λογοτεχνικού περιεχομένου. Ως υποστηρικτής του επαναστατικού αντιφασισμού οδηγήθηκε στην εξορία και στην ιδεολογική ταύτιση με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Στάθηκε μια σημαντική φυσιογνωμία για την ιταλική λογοτεχνία της περιόδου 1935-1950, ενώ τα πεζογραφήματά του κατέχουν ξεχωριστή θέση στον χώρο του ιταλικού νεορεαλισμού. Αυτοκτόνησε τη νύχτα της 26ης Αυγούστου του 1950 στο ξενοδοχείο Ρόμα του Τορίνο. Μεταξύ άλλων στα ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα του: Τα ποιήματα, Ο θάνατος θα ’ρθει και θα ’χει τα μάτια σου, Το ωραίο καλοκαίρι. |
Η βασανιστική επιθυμία να ανήκει ο αφηγητής σε ένα μέρος που υποδηλώνει αυτό το λιλιπούτειο μελαγχολικό μυθιστόρημα, εγείρει ερωτήματα στα οποία, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Άλλωστε, δεν μας κάνει κοινωνούς στο θέμα του τι πραγματικά περίμενε ότι θα συναντήσει γυρίζοντας έπειτα από τόσο καιρό ηθελημένης απομάκρυνσης. Ίσως τουλάχιστον από πλευράς οικονομικής να ήταν τώρα σε θέση να αγοράσει ένα οικόπεδο, ένα αμπέλι ή ένα σπίτι και να στεριώσει εκεί, αλλά δεν μας αποκαλύπτει τις ειλικρινείς προθέσεις ή τις βαθύτερες επιθυμίες του, κάτι που σίγουρα ήθελε παλιότερα, πριν από τη φυγή του στην Αμερική.
Στον νέο κόσμο δραστηριοποιήθηκε σε κάποιες επιχειρήσεις αλλά, και πάλι, μας αφήνει να μάθουμε πολύ λίγα πράγματα και αποσπασματικά, τόσο γι’ αυτές όσο και για τις σχέσεις του. Αλλά χωρίς ρίζες, χωρίς βαθιά γνώση των ανθρώπων με τους οποίους είναι πλέον συνδεδεμένος (όχι όμως «με τα κόκαλα», όπως αρέσκεται να περιγράφει), παρουσιάζεται ανίκανος να οικοδομήσει σταθερές σχέσεις. Όπως τότε που του σχολίασε κάποιος: «Εσείς δεν ξέρετε τι θα πει να ζεις χωρίς ένα κομμάτι γης σε τούτα τα μέρη», κι αμέσως μετά να εκστομίζεται η δραματικά ευθεία βολή: «Εσείς τους νεκρούς σας πού τους έχετε;»
Αλλά χωρίς ρίζες, χωρίς βαθιά γνώση των ανθρώπων με τους οποίους είναι πλέον συνδεδεμένος (όχι όμως «με τα κόκαλα», όπως αρέσκεται να περιγράφει), παρουσιάζεται ανίκανος να οικοδομήσει σταθερές σχέσεις. [...] Έπρεπε να φύγει για να βρει τον εαυτό του, αλλά στη διαδικασία αυτή, φαίνεται ότι θυσιάζει αμετάκλητα τη δυνατότητα να αποκτήσει κάποια στιγμή σπίτι.
Έπρεπε να φύγει για να βρει τον εαυτό του, αλλά στη διαδικασία αυτή, φαίνεται ότι θυσιάζει αμετάκλητα τη δυνατότητα να αποκτήσει κάποια στιγμή σπίτι. Το σχετικό απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της όλης ψυχοσύνθεσής του:
«Κάτω από το φεγγάρι και τους σκοτεινούς λόφους, ο Νούτο με ρώτησε ένα βράδυ πώς ήταν τότε που μπάρκαρα για να πάω στην Αμερική, και αν, σε περίπτωση που ξαναγύριζε η ευκαιρία και τα είκοσί μου χρόνια, θα το ξανάκανα. Του είπα ότι δεν ήταν τόσο η Αμερική, όσο η οργή επειδή δεν ήμουν τίποτα, η μανία όχι τόσο να πάω, όσο για να γυρίσω μια ωραία μέρα, όταν όλοι θα με είχαν πια ξεγραμμένο…».
Τα θέματα της λαχτάρας, της επιθυμίας και της απώλειας διατρέχουν ολόκληρο το βιβλίο ετούτο του Τσέζαρε Παβέζε. Αυτά τα ίδια θέματα, άλλωστε, στοιχειώνουν και όλο το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα. Το φεγγάρι και οι φωτιές ήταν το τελευταίο του μυθιστόρημα που έγραψε και εκδόθηκε, λίγο πριν αποφασίσει να βάλει τέρμα στη ζωή του το 1950, στο ξενοδοχείο Ρόμα του Τορίνο, σε ηλικία μόλις σαράντα ενός ετών.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μονογραφία «Η Αντζελίνα Ουέλντ Γκρίμκι και ο κόσμος της» (εκδ. Οδός Πανός).
Το φεγγάρι και οι φωτιές
CESARE PAVESE
Μτφρ. ΆΝΝΑ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2021
Σελ. 232, τιμή εκδότη €18,80
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένα πράγμα που σκέφτομαι πάντα είναι πόσοι άνθρωποι πρέπει να ζουν σε αυτή την κοιλάδα και στον κόσμο, που τους συμβαίνουν τούτη ακριβώς τη στιγμή, αυτά που συνέβαιναν σε μας τότε, και δεν το ξέρουν, δεν το σκέφτονται καν… Ίσως να υπάρχει κάποιος σαν κι εμένα που θέλει να ξενιτευτεί για να κάνει την τύχη του. Ίσως το καλοκαίρι να λιχνίζουν το στάρι, να τρυγάνε, το χειμώνα να πηγαίνουν για κυνήγι, κάπου να υπάρχει μια βεράντα, να συμβαίνουν όλα όπως σ’ εμάς. Δεν μπορεί έτσι πρέπει να είναι. Τα παιδιά, οι γυναίκες, ο κόσμος, ε, δεν άλλαξαν δα… κι όμως η ζωή είναι η ίδια, και δεν ξέρουν πως μια μέρα θα κοιτάξουν γύρω τους και θα ’χουν περάσει όλα και γι’ αυτούς».