Για το μυθιστόρημα του Matt Ruff «Η χώρα του Λάβκραφτ» (μτφρ. Ουρανία Τουτουντζή, εκδ. Κάκτος). Κεντρική εικόνα: Από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της Misha Green, στην εταιρεία παραγωγής HBO, που βασίζεται στο βιβλίο του Ruff.
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
«Σικάγο, 1954. Όταν εξαφανίζεται ο πατέρας του, ο μαύρος βετεράνος του πολέμου της Κορέας Άττικους Τάρνερ, 22 ετών, αναγκάζεται να ταξιδέψει στη Νέα Αγγλία, συνοδευόμενος από τον θείο του, Τζορτζ, και την παιδική του φίλη Λετίσια, για να τον βρουν. Στο ταξίδι τους προς το υποστατικό του Σάμιουελ Μπρεθγουάιτ (όπου κάποτε δούλευε ως σκλάβα η προγιαγιά του Άττικους και όπου τώρα φαίνεται να βρίσκεται ο πατέρας του), θα συναντήσουν τόσο τους εγκόσμιους κινδύνους της λευκής Αμερικής, όσο και τους υπερκόσμιους κινδύνους που μοιάζουν να είναι βγαλμένοι από τα διηγήματα του Λάβκραφτ».
Ο Ματ Ραφ αγαπά πολύ τον Λάβκραφτ. Και του κρατάει και κακία. Έχει δίκιο γι’ αυτό το τελευταίο, καθώς ο Λάβκραφτ είχε ρατσιστικές απόψεις· και έχει και άδικο ταυτόχρονα, καθώς και ο ίδιος ο Ραφ ίσως να είχε παρόμοιες ή και χειρότερες εκείνο τον καιρό – όπως άλλωστε και όλοι μας: απλώς δεν μπορούμε να ξέρουμε. Αλλά σημασία έχει ότι εντέλει τον αγαπά, και το δείχνει με κάθε τρόπο. Και ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει πως αυτό εδώ το σπονδυλωτό μυθιστόρημα είναι ένα βιβλίο που θα θεωρείται κλασικό κάποια χρόνια μετά, γιατί είναι ένα πετυχημένο βιβλίο: δεν μιλώ για την εμπορική του αξία, αλλά για το ότι πέτυχε όλους τους στόχους του – πράγμα που ποτέ δεν είναι δεδομένο όταν ξεκινάμε να γράψουμε ένα βιβλίο.
Η Χώρα του Λάβκραφτ δεν απευθύνεται (μόνο) στους φαν τού Χ.Φ. Λάβκραφτ, ένας εκ των οποίων –και δη φανατικός, από τους πιο φανατικούς– είμαι και εγώ. Σε αυτό το βιβλίο ο Ραφ, που αρέσκεται να πειραματίζεται με ποικίλα είδη όλα αυτά τα χρόνια που είναι στο επάγγελμα, χρησιμοποιεί τον Λάβκραφτ –χρησιμοποιεί την αγάπη και τον σεβασμό που του τρέφει, αλλά και την απέχθεια που νιώθει γι’ αυτόν– για να μιλήσει για τον «εγγενή», βαθιά ριζωμένο όπως λέμε, φυλετικό ρατσισμό της Αμερικής – αυτής της χώρας του Λάβκραφτ, της τερατο-χώρας: της χώρας κάτω από τη χώρα, εκείνης που το πρόσωπό της ξεχωρίζει υπό συγκεκριμένες συνθήκες, και που –κυρίως– γίνεται ορατό σε όσους μπορούν να το δουν γιατί απλούστατα υφίστανται στο πετσί τους τη βία της. Στους μαύρους. (Δευτερευόντως όμως και στις γυναίκες – πόσο δε μάλλον στις μαύρες γυναίκες).
Μολονότι ενδιαφέρει και για τα πλείστα όσα ιστορικά στοιχεία που συνυφαίνει στον ιστό της, η Χώρα του Λάβκραφτ είναι «παραδόξως» ένα απολύτως ευχάριστο μυθιστόρημα, ένα page-turner, ένα «παλπ» βιβλίο που δεν έχει γραφτεί μόνο για να προβληματίσει αλλά και για να ψυχαγωγήσει.
Δεν είναι ένα «δοκιμιακό» ή βαρύ βιβλίο που καταγίνεται με τον ρατσισμό –θεσμικό, κοινωνικό και της καθημερινότητας–, κάθε άλλο. Μολονότι είναι και ιστορικό μυθιστόρημα, καθώς τα περισσότερα από όσα περιγράφει ήταν μία ζοφερή πραγματικότητα στην περίοδο κατά την οποία διαδραματίζεται, την Αμερική των 50s (αλλά και πιο πριν· ενώ, δυστυχώς, τέτοια και χειρότερα γίνονταν και πολύ πιο μετά: πολλά από αυτά, ακόμη και σήμερα…), μολονότι λοιπόν ενδιαφέρει και για τα πλείστα όσα ιστορικά στοιχεία που συνυφαίνει στον ιστό της, η Χώρα του Λάβκραφτ είναι «παραδόξως» ένα απολύτως ευχάριστο μυθιστόρημα, ένα page-turner, ένα «παλπ» βιβλίο που δεν έχει γραφτεί μόνο για να προβληματίσει αλλά και για να ψυχαγωγήσει.
Και το πετυχαίνει 100%. Το βιβλίο, που συντίθεται από οχτώ αυτοτελείς αλλά οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες (η πρώτη, που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα, είναι η μεγαλύτερη και καταλαμβάνει το εν τρίτον του συνολικού όγκου), διαβάζεται απνευστί, παρά τις δυσκολίες του. Οι οποίες δυσκολίες είναι υπαρκτές και έχουν να κάνουν με το σάστισμα που νιώθεις κάθε φορά όταν συνειδητοποιείς πώς ζούσαν, πόσα υπέφεραν, τι τραβούσαν, κάτι δεκάδες εκατομμύρια συνάνθρωποί σου μέσα στην ίδια τους τη χώρα, και μάλιστα μόλις «χθες». Ενώ, ξαναλέμε, πολλά από αυτά ακόμη εξακολουθούν να ισχύουν ακόμη και σήμερα. Μπορεί να μην είναι ανάγκη να εκδίδεται πλέον ο «Ασφαλής Ταξιδιωτικός Οδηγός για Νέγρους», πάλι καλά, αλλά δεν υπάρχει ούτε μία μαύρη μητέρα στην Αμερική σήμερα –ούτε μία: όσο πλούσια κι αν είναι, σε όποια κοινωνικο-οικονομική τάξη και αν ανήκει– που να μη λέει στο έφηβο παιδί της όταν το βλέπει να ετοιμάζεται για να βγει έξω να προσέχει όσο δεν πάει, να είναι συνεργάσιμος με τις Αρχές εάν του ζητηθεί οτιδήποτε και, προς Θεού, να μην κάνει καμία παρεξηγήσιμη κίνηση μπροστά σε έναν αστυνομικό, να μην πλησιάσει το χέρι του προς τις τσέπες του μπουφάν του.
Το μυθιστόρημα του Ραφ είναι γεμάτο από τέτοιες σκηνές ή αναφορές, πράγματα που είναι δύσκολο να τα προσπεράσει κανείς έτσι απλά. Και, στ’ αλήθεια: μπροστά στη θέα ενός γελοίου πλην επικίνδυνου μέλους τής Κου-Κλουξ-Κλαν που κάθεται ακίνητος στη γωνία κρατώντας έναν αναμμένο πυρσό στο χέρι, μπροστά στο παγερό χαμόγελο ενός πολιτειακού αστυνομικού που σου λέει ότι απαγορεύεται να οδηγείς το αυτοκίνητό σου τη συγκεκριμένη ώρα στον συγκεκριμένο δρόμο επειδή είσαι… μαύρος, μπροστά στα βλέμματα απέχθειας και δολοφονικού μίσους των θαμώνων ενός μπαρ όπου μπήκες ίσως απρόσεχτα, ίσως άσκεφτα, για να πιεις ένα ποτό και να πάρεις μιαν ανάσα – μπροστά σε όλα αυτά και σε μερικές χιλιάδες άλλα τέτοια, πόσο τρομακτικός μπορεί να είναι τέλος πάντων ο Κθούλου, πόσο απειλητικά μπορεί να είναι τα σογγώθ που παραμονεύουν γρυλίζοντας και βρυχώμενα πίσω από τα δέντρα;
Ωραία πρόζα, δυναμική και στρωτή αφήγηση, εξαίρετα πορτρέτα των πρωταγωνιστών, μεγάλη έρευνα από πίσω που όμως ενισχύει την ιστορία χωρίς να τη φορτώνει –δεν έχουμε άλλωστε να κάνουμε με ένα κήρυγμα εδώ, ίσα-ίσα που η Χώρα του Λάβκραφτ έχει και τις χιουμοριστικές στιγμές της–, ένα ιστορικό μυθιστόρημα υπερφυσικού τρόμου που μιλά για τη λογοτεχνία του Φανταστικού, για τους μαύρους στην Αμερική, για τη ρατσιστική βία, για τη μνήμη και την ταυτότητα...
Λοιπόν, ναι, είναι και αυτά αρκούντως τρομακτικά. Κι εδώ έγκειται η επιτυχία του συγγραφέα: έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ καλά σχεδιασμένο –είναι υποδειγματικός ο σχεδιασμός του– αλλά πρωτίστως πολύ καλά ισορροπημένο βιβλίο. Οι φαν των ιστοριών τρόμου («κοσμικού» και μη) αλλά και της Επιστημονικής Φαντασίας θα βρεθούν σε πολύ οικεία νερά και θα μείνουν απολύτως ικανοποιημένοι (τα Easter eggs είναι στ’ αλήθεια πολλά), ενώ όσοι το πάρουν για να διαβάσουν μία μυθιστορηματική, εις βάθος κριτική στη ρατσιστική νομοθεσία «Νομοθεσία Τζιμ Κρόου» (αλλά και στην τραμπική Αμερική) θα του βάλουν άνετα 5 αστέρια στο Goodreads. Κι αυτό δεν είναι εύκολο. Εννιά στις δέκα φορές, όταν επιχειρείς κάτι παρόμοιο το βιβλίο σου μπατάρει προς τη μία μεριά και αποτυγχάνει να βρει το κοινό του.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τη Χώρα του Λάβκραφτ, που έγινε σταδιακά μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ, και πλέον ζει μια δεύτερη εκδοτική ζωή, μετά τη μεταφορά της από το ΗΒΟ στη μικρή οθόνη: η ομώνυμη μίνι σειρά είναι μία από τις αρτιότερες παραγωγές που είδαμε τα τελευταία δυο-τρία χρόνια – απολαυστική, εθιστική και επιμορφωτική όσο λίγες.
Για να κλείσουμε με το βιβλίο: ωραία πρόζα, δυναμική και στρωτή αφήγηση, εξαίρετα πορτρέτα των πρωταγωνιστών, μεγάλη έρευνα από πίσω που όμως ενισχύει την ιστορία χωρίς να τη φορτώνει –δεν έχουμε άλλωστε να κάνουμε με ένα κήρυγμα εδώ, ίσα-ίσα που η Χώρα του Λάβκραφτ έχει και τις χιουμοριστικές στιγμές της–, ένα ιστορικό μυθιστόρημα υπερφυσικού τρόμου που μιλά για τη λογοτεχνία του Φανταστικού, για τους μαύρους στην Αμερική, για τη ρατσιστική βία, για τη μνήμη και την ταυτότητα, για την οικογένεια και τις αξίες που κάνουν τη ζωή μας να είναι αυτό που είναι: κάτι σημαντικό, κάτι που δεν θα αφήσουμε έτσι εύκολα (ή έτσι δύσκολα…) να φύγει από τα χέρια μας.
Μεταμορφώσεις, ταξίδια στον χρόνο και σε μακρινούς πλανήτες, στοιχειωμένα σπίτια, όνειρα που γλιστρούν στην πραγματικότητα, τέρατα και μαγεία: αυτό το βιβλίο έχει τα πάντα. Αλλά έχει και έναν ακόμη μεγάλο τρόμο, τον τρόμο της καθημερινότητας του να είσαι μαύρος. Κι αυτό, το ξανάπαμε, είναι το πιο τρομακτικό από όλα.
Όμορφη μετάφραση, και συνολικά μία ωραία πρόταση από τον αναγεννημένο Κάκτο.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).