Για το μυθιστόρημα του Ian McEwan «Άμστερνταμ» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της ιταλικής έκδοσης του βιβλίου από τις εκδόσεις Einaudi.
Της Νίκης Κώτσιου
Ο σπουδαίος βρετανός συγγραφέας Ίαν ΜακΓιούαν, ευαισθητοποιημένος σε φαινόμενα της σύγχρονης ζωής, συχνά θέτει στο έργο του ζητήματα ιατρικής ηθικής, που φαίνεται να τον απασχολούν πολύ. Στο Σάββατο ένας χειρουργός καλείται να χειρουργήσει και να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που απείλησε να τον σκοτώσει, ενώ στο Νόμο περί τέκνων μια δικαστίνα καλείται να αποφασίσει για τη ζωή ενός νεαρού ιεχωβά, που αρνείται να δεχθεί μετάγγιση αίματος. Στο Άμστερνταμ (βραβείο Booker 1998), που θα μας απασχολήσει εδώ, επιχειρείται μια προσέγγιση της ευθανασίας, ενώ συγχρόνως τίθενται πολλά ακόμη θέματα ηθικής τάξεως, που παρουσιάζουν πολλές και όχι πάντα ευδιάκριτες πτυχές.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1990. Πρωταγωνιστές στο Άμστερνταμ είναι δυο φίλοι που δεσμεύονται αμοιβαία να κάνουν ο ένας στον άλλον ευθανασία, εάν και όποτε περιέλθουν, λόγω αρρώστιας, σε δεινή και απελπιστική κατάσταση. Ο Κλάιβ είναι καταξιωμένος συνθέτης σοβαρής μουσικής, που του έχουν αναθέσει να συνθέσει ένα μεγαλόπνοο έργο για την έλευση της νέας χιλιετίας. Ο Βέρνον είναι διευθυντής μιας μεγάλης εφημερίδας, που έχει πάρει την κάτω βόλτα. Αμφότεροι είναι παραγωγικοί και αποτελεσματικοί, πετυχημένοι και διακεκριμενοι. Τους παρακολουθούμε σε μία καμπή της καριέρας τους, μετά την κηδεία της κοινής τους φίλης Μόλλυ, της οποίας είχαν υπάρξει εραστές. Ο θάνατος της Μόλλυ από μια καλπάζουσα εκφυλιστική ασθένεια που δεν κατονομάζεται ποτέ, συγκλονίζει τον Κλάιβ και τον Βέρνον ισχυροποιώντας τη φιλία που τους συνδέει. Ο φόβος μιας πιθανής ασθένειας κι ενός αδόκητου χαμού τούς στοιχειώνει για τα καλά μετά τον χαμό της Μόλλυ, με αποτέλεσμα να εκπονήσουν ένα κοινό σχέδιο αμοιβαίας ευθανασίας, αν τυχόν το απαιτήσουν οι περιστάσεις.
Τους παρακολουθούμε σε μία καμπή της καριέρας τους, μετά την κηδεία της κοινής τους φίλης Μόλλυ, της οποίας είχαν υπάρξει εραστές. Ο θάνατος της Μόλλυ από μια καλπάζουσα εκφυλιστική ασθένεια που δεν κατονομάζεται ποτέ, συγκλονίζει τον Κλάιβ και τον Βέρνον ισχυροποιώντας τη φιλία που τους συνδέει.
Στο μεταξύ, ο Κλάιβ πρέπει να εργαστεί εντατικά ώστε να ολοκληρώσει ένα μεγαλεπήβολο συμφωνικό έργο, που θα φέρει την υπογραφή του και θα τον καθιερώσει ως έναν σύγχρονο κλασικό. Ωστόσο, η κοπιώδης του προσπάθεια δεν αποδίδει τα αναμενόμενα. Η έμπνευση διαφεύγει και λείπει εκείνη η σπίθα της δημιουργίας, η ικανή να απογειώσει και να οδηγήσει στον θρίαμβο. Ο Κλάιβ συγκεντρώνεται νυχθημερόν στο εγχείρημά του αλλά δε λέει να τελειώσει. Αφλογιστία και κακή διάθεση ακυρώνουν τις προσπάθειες και προκαλούν νευρικότητα και άγχος. Φοβίες, έμμονες ιδέες και δυστοκία εγκλωβίζουν τον δημιουργό σε μια δυσάρεστη συνθήκη, που τον εμποδίζει να μεγαλουργήσει. Ο συνθέτης έχει συλλάβει μια μεγαλοφυή ιδέα, που όμως αδυνατεί να εκτελέσει. Το αριστούργημα υπάρχει και υπνώττει μέσα του αλλά δεν μπορεί να του εξασφαλίσει την κατάλληλη μορφή. Ο καλλιτέχνης αποπειράται να αιχμαλωτίσει την έμπνευση αλλά αυτή τού παραδίδεται κατακερματισμένη και ασταθής. Το εγχείρημα μένει μετέωρο και τελικά διεκπεραιώνεται κακήν κακώς μέσα σε κρίσεις ανασφάλειας και αδιέξοδης μανίας. Εν τω μεταξύ, ο Κλάιβ έχει γίνει μάρτυρας μιας απόπειρας βιασμού, που θα μπορούσε ίσως να αποσοβηθέι, αν αποφάσιζε να επέμβει, πράγμα που δεν έκανε.
Από την άλλη, ο Βέρνον αδράχνει τη μεγάλη ευκαιρία να δώσει ώθηση στις πωλήσεις της εφημερίδας του και να την ξεμπλοκάρει οικονομικά. Η δημοσίευση μιας αμφιλεγόμενης φωτογραφίας, που εκθέτει ανεπανόρθωτα έναν υπουργό φαντάζει προς στιγμή ως σανίδα σωτηρίας αλλά σύντομα μετατρέπεται σε μπούμερανγκ. Ο Βέρνον προχωρεί απερίσκεπτα και ανεύθυνα, χωρίς να υπολογίζει το κόστος. Προτιμά ένα εφήμερο υλικό κέρδος αντί για σύνεση και αξιοπρέπεια και καλείται να πληρώσει το τίμημα. Αψηφώντας την ηθική διάσταση του ζητήματος και περιφρονώντας τις κρίσιμες πτυχές μιας σοβαρής απόφασης, χάνει το κύρος του και βγαίνει ολότελα χαμένος. Εγκλωβισμένος στα γρανάζια της πολιτικής σκοπιμότητας και πιεσμένος από την οικονομική δυσπραγία της εφημερίδας, ο Βέρνον λαμβάνει μια απόφαση απελπισίας, που τον καταδικάζει σε ήττα και ανυποληψία. Ο Κλάιβ τον κατακεραυνώνει και η φιλία τους κινδυνεύει να διαλυθεί αλλά πάντα παραμένει η κοινή τους δέσμευση της αμοιβαίας ευθανασίας.
Ένας άγνωστος αφηγητής μεταφέρει τα τεκταινόμενα σε τρίτο πρόσωπο. Ενίοτε οι δύο πρωταγωνιστές μιλάνε απευθείας, ενώ ο αφηγητής αναλύει διεξοδικά διαθέσεις και συναισθήματα υιοθετώντας μέχρι κεραίας την οπτική του εκάστοτε προσώπου. Στην περίπτωση του Κλάιβ, ο τόνος είναι σχεδόν πάντα σοβαρός, ενώ στην περίπτωση του Βέρνον δε λείπουν οι ανάλαφρες πινελιές που διακωμωδούν πρόσωπα και πράγματα δίνοντας μια απόχρωση φάρσας. Υπάρχει διάχυτη σατιρική διάθεση αλλά πάντα συγκρατημένη και εντός ορίων. Ο αφηγητής είναι αρκετά διακριτικός ώστε να κρατά τα προσχήματα και να μην υπερβάλλει. Οι πρωταγωνιστές υπονομεύουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους όταν αφήνονται, σε ροή συνείδησης, να ξεδιπλώσουν αδιαμεσολάβητα τις σκέψεις και τις αποτιμήσεις τους. Το μεγαλομανιακό παραλήρημα του Κλάιβ, που δε διστάζει να θεωρήσει τον εαυτό του ιδιοφυία, και οι ανεδαφικές προσδοκίες του Βέρνον καταφέρνουν μεγάλα πλήγματα στην εικόνα των δυο ηρώων. Ο Κλάιβ είναι ένας αλλοτριωμένος καλλιτέχνης, κλεισμένος στο χρυσελεφάντινο πύργο του. Δεν τον αγγίζει τίποτε πέρα από το έργο του και τις στενά προσωπικές του επιδιώξεις. Όσο για τον Βέρνον, αποδεικνύεται ανάλγητος αριβίστας.
Δυο άνθρωποι του κατεστημένου, σε σημαντικές θέσεις κοινωνικής ισχύος, υποπίπτουν σε ηθικά ολισθήματα και αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων. Στα ηθικά διλήμματα που τους τίθενται, επιλέγουν τον εύκολο δρόμο επικαλούμενοι φτηνές δικαιολογίες, που εύκολα καταρρίπτονται. Αδιανόητα επηρμένοι, δεν βλέπουν πέρα από τον εαυτό τους και δεν διαθέτουν ίχνος ενσυναίσθησης. Επίσης, δεν δυσκολεύονται να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, προκειμένου να διευθετήσουν τα πράγματα όπως τους βολεύει. Το τέλος, που εξελίσσεται μέσα σε ατμόσφαιρα ψυχολογικού θρίλερ, απογειώνει το μυθιστόρημα και τακτοποιεί ευφάνταστα τις εκκρεμότητες.
Στα ηθικά διλήμματα που τους τίθενται, επιλέγουν τον εύκολο δρόμο επικαλούμενοι φτηνές δικαιολογίες, που εύκολα καταρρίπτονται. Αδιανόητα επηρμένοι, δεν βλέπουν πέρα από τον εαυτό τους και δεν διαθέτουν ίχνος ενσυναίσθησης.
Aναδεικνύοντας τα περίπλοκα ηθικά διλήμματα της σύγχρονης εποχής, το Άμστερνταμ εξερευνά και επαναχαράσσει ψυχικά και πνευματικά όρια, που τίθενται διαρκώς εν αμφιβόλω. Αναπαριστώντας μια φιλία που κλυδωνίζεται, αναζητά εκείνες τις ποιότητες που όλο και περισσότερο εκλείπουν και σπανίζουν προετοιμάζοντας το έδαφος για ηθικές κατολισθήσεις και εκπτώσεις. Επιπλέον, σχεδιάζει αδρά το περίγραμμα ενός διαρκώς αυξανόμενου κυνισμού και απάθειας, που διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία προκαλώντας πτώση και παρακμή.
Στα χέρια ενός χαλκέντερου, εμπνευσμένου μεταφραστή, όπως ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, το Άμστερνταμ γίνεται ένα κομψό κείμενο γεμάτο φινέτσα, ζωηρή λάμψη και σπιρτάδα.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
Άμστερνταμ
IAN McEWAN
Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ-ΊΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2021
Σελ. 248, τιμή εκδότη €12,20
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ας υποθέσουμε, απλώς, ότι πράγματι αρρωσταίνω βαριά όπως η Μόλλυ, και αρχίζω να παίρνω την κάτω βόλτα και να κάνω τρομερά λάθη, ξέρεις, λάθη κρίσεως, να μην ξέρω πώς λένε το ένα και το άλλο, ή ποιος ήμουν, τέτοια πράγματα. Θα ήθελα να ξέρω ότι υπάρχει κάποιος που θα με βοηθούσε να ξεμπερδεύω. Θέλω να πω, να με βοηθήσει να πεθάνω. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν φτάσω στο σημείο που να μην μπορώ να λάβω ο ίδιος την απόφαση ή να την υλοποιήσω. Αυτό, λοιπόν, που λέω είναι το εξής-σου ζητάω, σαν παλιότερος φίλος μου που είσαι, να με βοηθήσεις, αν φτάσουμε ποτέ στο σημείο όπου θα διακρίνεις ότι αυτό είναι το καλύτερο δυνατόν. Όπως ακριβώς θα βοηθούσαμε τη Μόλλυ αν ήμασταν σε θέση...»