Για το μυθιστόρημα της Emily St. John Mandel «Το γυάλινο ξενοδοχείο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Πόσο εύκολο είναι να αλλάξει κανείς ολοκληρωτικά τη ζωή του; Να μεταπηδήσει από μια οικονομική κατάσταση σε μια άλλη εκ διαμέτρου αντίθετη; Υπάρχουν ευκαιρίες για να συμβεί κάτι τέτοιο, πώς τις διακρίνει κανείς και, κυρίως, πώς μπορεί να τις εκμεταλλευτεί με τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα; Μέχρι ποιο σημείο μπορεί κανείς να βλάψει, με ελαφριά καρδιά, έναν γνωστό, φίλο ή συγγενή, για να πετύχει τον στόχο του; Και πόσο έτοιμος θα είναι να πληρώσει το ανάλογο τίμημα, αν στην πορεία υπάρξουν ανατροπές;
Η ευκαιρία
Βρισκόμαστε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη Νήσο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας. Φτιαγμένο από γυαλί και ξύλο κέδρου, σε μια τοποθεσία στη μέση του πουθενά, όπου υπάρχει πρόσβαση μόνο με σκάφος, δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Φιλοξενεί ανθρώπους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μια προσωρινή απόδραση από τον κόσμο. Η Βίνσεντ, μια κοπέλα αντισυμβατική και ανεξάρτητη, που έχασε πρόσφατα τη μητέρα της και ο ετεροθαλής αδελφός της ο Πολ, που μπαινοβγαίνει σε κέντρα απεξάρτησης, εργάζονται στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Ο Αλκάιτις, ένας πλούσιος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και διοργανωτής οικονομικών πυραμίδων, ψάχνει μια όμορφη κοπέλα για να την παρουσιάζει ως σύζυγό του. Επισκέπτεται το ξενοδοχείο για να αλιεύσει πιθανούς πελάτες κι εκεί θα γνωρίσει τη νεαρή υπάλληλο. Για κάποιον περίεργο λόγο, η Βίνσεντ –η οποία έχει καταφέρει και πληρώνει μόνη της το ενοίκιο του διαμερίσματός της από τα δεκαεφτά–, θα ακολουθήσει αυτόν τον κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα. Και γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα εμπλέκονται στις απάτες του Αλκάιτις και ενώ προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους, έχουν ένα κοινό στοιχείο που τους συνδέει: ψάχνουν μια ευκαιρία για να βελτιώσουν τη ζωή τους ή να την αλλάξουν ολοκληρωτικά. Κι όταν έρχεται η ανατροπή και όλα καταρρέουν, οι ζωές των εμπλεκομένων στις ύποπτες επιχειρήσεις του Αλκάιτις καταστρέφονται.
Και γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα εμπλέκονται στις απάτες του Αλκάιτις και ενώ προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους, έχουν ένα κοινό στοιχείο που τους συνδέει: ψάχνουν μια ευκαιρία για να βελτιώσουν τη ζωή τους ή να την αλλάξουν ολοκληρωτικά.
Μερικά χρόνια αργότερα, μια γυναίκα εξαφανίζεται από το κατάστρωμα ενός πλοίου. Είναι η ίδια γυναίκα, που μετά την οικονομική καταστροφή, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη στεριά, να ζει ταξιδεύοντας διαρκώς και να δουλεύει ως βοηθός μάγειρα σε καράβι.
Αντιθέσεις
Η συγγραφέας στο μυθιστόρημά της (σε πολύ καλή μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη) κινείται με ευελιξία μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων. Μας ξεναγεί στα υπόγεια κλαμπ και στα εξαθλιωμένα καταλύματα ανθρώπων του περιθωρίου, αλλά παράλληλα μας δείχνει και την άλλη όψη του νομίσματος. Πολυτελή ξενοδοχεία, πανάκριβες κατοικίες και έναν τρόπο ζωής μόνο για λίγους. Και περιέργως, οι περισσότεροι από τους ήρωες του βιβλίου, διαθέτουν εμπειρίες και των δύο κόσμων. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος ζούσαν στη χλιδή και μπορούσαν να ικανοποιούν κάθε τους επιθυμία, καταλήγουν να βιοπορίζονται με ελάχιστα, να ζουν σε τροχόσπιτο ή, ακόμα χειρότερα, να ζουν στη φυλακή. Κι ενώ το πέρασμα από μια δύσκολη ζωή σε μια άλλη άνετη κι ευχάριστη, δεν παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς εύκολα κανείς προσαρμόζεται σε κάτι καλύτερο από αυτό που βίωνε πριν, η αντίστροφη πορεία είναι αρκετά έως πολύ επώδυνη και ο καθένας αντιδρά διαφορετικά σε αυτή την αλλαγή.
Η Έμιλι Σεντ Τζον Μάντελ γεννήθηκε στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά και ζει στη Νέα Υόρκη. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα. Με τον Σταθμό έντεκα (2014, Ίκαρος 2016 μτφρ. Βάσια Τζανακάρη), ενθουσίασε κοινό και κριτικές διεθνώς και το βιβλίο μεταφράστηκε σε τριάντα τρεις γλώσσες. Το Γυάλινο ξενοδοχείο διακρίθηκε ως ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2020, σύμφωνα με το περιοδικό TIME, την Washington Post, το ELLE και το BBC. Μέχρι στιγμής έχει μεταφραστεί σε έξι γλώσσες. |
Βλέποντας τη ζωή μέσα από φακό
Η Βίνσεντ από παιδί έχει την τάση να μαγνητοσκοπεί ό,τι υπάρχει γύρω της, φτιάχνοντας πολυάριθμα αλλά μικρής διάρκειας βίντεο, και αυτός είναι ο τρόπος της να αντιμετωπίζει τις ιδιότυπες συνθήκες της ζωής της: την απομόνωση στη φύση από επιλογή της μητέρας της, την απουσία του πατέρα καθώς εκείνος βρίσκεται σε άλλο γάμο, την απώλεια της μητέρας πριν ακόμα η Βίνσεντ ενηλικιωθεί, την αδυναμία σύναψης ουσιαστικής σχέσης με τον ετεροθαλή αδελφό της. «Ο φακός μπορεί να λειτουργήσει σαν ασπίδα ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόσμο όταν ο κόσμος μερικές φορές δεν αντέχεται».
Ένας αντίστοιχος μηχανισμός άμυνας των ηρώων του βιβλίου είναι να ζουν με τη φαντασία τους σε μια άλλη ζωή, εντελώς διαφορετική, σε εκείνη τη ζωή που θα ζούσαν αν είχαν κάνει άλλες επιλογές. Επίσης να επικοινωνούν με ανθρώπους που δεν ζουν πια, αλλά υπήρξαν σημαντικοί στη ζωή τους, ή με ανθρώπους για τους οποίους νιώθουν υπεύθυνοι για τον θάνατό τους. Αισθάνονται λοιπόν την παρουσία τους στον χώρο και βλέπουν φευγαλέα την εικόνα τους, είτε γιατί με τον τρόπο αυτό παίρνουν δύναμη από αυτούς είτε γιατί προσπαθούν να εξιλεωθούν απέναντί τους, λέγοντάς τους ό,τι δεν τους είχαν πει όσο οι άνθρωποι αυτοί ήταν εν ζωή.
Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη με μεταβλητή εστίαση, ανάλογα με τον πρωταγωνιστή του κάθε κεφαλαίου. Μόνο στην αρχή και στο τέλος έχουμε δύο μικρά μέρη σε πρώτο πρόσωπο. Είναι η φωνή της Βίνσεντ που καθοδηγεί με κάποιον τρόπο τη συγγραφέα για την αφηγηματική τεχνική που θα χρησιμοποιήσει για να πει την ιστορία της. Ξεκινά από το τέλος, από το τώρα και επιστρέφει στο παρελθόν ξανά και ξανά, στις χρονιές που υπήρξαν καθοριστικές για τη ζωή των ηρώων της.
«Ο φακός μπορεί να λειτουργήσει σαν ασπίδα ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόσμο όταν ο κόσμος μερικές φορές δεν αντέχεται».
Διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καταδύεται μαζί του στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, εξερευνώντας την πορεία που ακολουθεί κανείς, τους συμβιβασμούς και τις θυσίες που μπορεί να κάνει μόνο και μόνο για να βγει από μια μίζερη ζωή, και, κυρίως, αποτυπώνοντας τη δυσκολία του καθενός να βρει τι είναι γι’ αυτόν σημαντικό στη ζωή.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Το γυάλινο ξενοδοχείο
EMILY ST. JOHN MANDEL
Μτφρ. ΒΑΣΙΑ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ
ΊΚΑΡΟΣ 2021
Σελ. 376, τιμή εκδότη €16,60
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ EMILY ST. JOHN MANDEL
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένας μοναχικός άντρας μπαίνει σε ένα μπαρ και βλέπει μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία μπαίνει σε ένα μπαρ και γνωρίζει μια μπαργούμαν. Μια μοναχική μπαργούμαν σηκώνει το βλέμμα από τη δουλειά της και το μήνυμα στη τζαμαρία την κάνει να θέλει να το βάλει στα πόδια, επειδή η μητέρα της μπαργούμαν εξαφανίστηκε ενώ έκανε κανό και σ’ όλη της τη ζωή έλεγε σε όλους ότι ήταν ατύχημα, αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να μάθει αν αυτό ήταν αλήθεια… Αλλά αυτό που βυθίζει την μπαργούμαν στην απελπισία είναι το γεγονός ότι όταν φύγει από αυτό το μπαρ, θα φύγει μόνο για να πάει σε ένα άλλο μπαρ, και σε ένα άλλο ύστερα από αυτό, και σε ένα άλλο, και σε ένα άλλο, και τέλος πάντων εκείνη ήταν η στιγμή που ο άντρας, η ευκαιρία, άπλωσε το χέρι».