Για το μυθιστόρημα του Orhan Pamuk «Χιόνι» (μτφρ. Στέλλα Βρεττού, εκδ. Πατάκη), το οποίο επανακυκλοφορεί με επίμετρο του συγγραφέα.
Της Νίκης Κώτσιου
Στο Χιόνι (2002) του νομπελίστα συγγραφέα Ορχάν Παμούκ (Ιστανμπούλ,1952) αναδεικνύονται οι πολλές και διαφορετικές όψεις μιας αντιφατικής χώρας όπως η Τουρκία, όπου συνυπάρχουν σε καθεστώς σύγκρουσης ποικίλες αντιτιθέμενες θεωρήσεις και κοσμοαντιλήψεις, ανταγωνιστικές και εχθρικές μεταξύ τους. Η δράση λαμβάνει χώρα στην απομακρυσμένη και απομονωμένη πόλη Καρς, στα βορειοδυτικά σύνορα, μια πόλη που πλήττεται ανελέητα από την ανεργία και τη φτώχεια, με κατοίκους απελπισμένους και ενδεείς. Το Καρς, που λειτουργεί ως μικρογραφία ολόκληρης της χώρας, συγκεντρώνει όλες εκείνες τις αντιθέσεις και τις εντάσεις που δίνουν το στίγμα της σύγχρονης Τουρκίας καθώς προσπαθεί να βρει τον δρόμο της ανάμεσα σε συμπληγάδες πολιτικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές. Πάνω στη μικρή αυτή πόλη υπάρχουν όλες οι απτές αποδείξεις ενός πολυεθνικού και πολυπολιτισμικού παρελθόντος που ισοπεδώθηκε, προκειμένου να δημιουργηθεί μια ενιαία και ομοιογενής εθνική ταυτότητα. Τα κτίρια όπου κάποτε ζούσαν Πέρσες, Κούρδοι, Αρμένιοι είναι τα χειροπιαστά τεκμήρια μιας πολύχρωμης ζωής που καταπνίγηκε και στραγγαλίστηκε. Η παλιά οθωμανική αυτοκρατορία με την πανσπερμία των λαών της έδωσε τη θέση της σ’ ένα κοσμικό κράτος που κατάργησε βίαια κι αιματηρά την ποικιλία μέσ’ από διωγμούς και γενοκτονίες.
Ανάμεσα στις βαθιά εμπεδωμένες θρησκευτικές ρίζες του ισλαμισμού και τον πολλά υποσχόμενο εκσυγχρονισμό της δύσης, η σύγχρονη Τουρκία, όπως περιγράφεται στο Χιόνι, στέκει αναποφάσιστη και δίβουλη, παραπαίοντας και κωλυσιεργώντας. Μια σειρά από αντιπροσωπευτικά δίπολα ορίζουν την πλοκή του βιβλίου και εικονογραφούν την επίπονη προσπάθεια της χώρας να χαράξει δρόμο μέσα σ’ ένα περιβάλλον ασυμφιλίωτων αντιθέσεων. Το παλιό και το καινούριο, το παρελθόν και το μέλλον, η Ανατολή και η Δύση, το κέντρο και η περιφέρεια είναι τα πιο χαρακτηριστικά αντιθετικά ζεύγη που περιγράφουν μια δύσβατη κι αμφίβολη πορεία ανάμεσα σε αντικρουόμενες παρακαταθήκες, που έρχονται ν’ ακυρώσουν η μια την άλλη με τρόπο εκκωφαντικό. Το Καρς γίνεται πεδίο άσκησης αντίρροπων δυνάμεων, κοινωνικοπολιτικών και ιδεολογικών, που δίνουν μάχη για να καθορίσουν το προφίλ της χώρας και να προσδιορίσουν το είδος της ακολουθητέας διαδρομής.
Ανάμεσα στις βαθιά εμπεδωμένες θρησκευτικές ρίζες του ισλαμισμού και τον πολλά υποσχόμενο εκσυγχρονισμό της δύσης, η σύγχρονη Τουρκία, όπως περιγράφεται στο Χιόνι, στέκει αναποφάσιστη και δίβουλη, παραπαίοντας και κωλυσιεργώντας.
Σ’ αυτήν την ξεχασμένη πόλη της μεθορίου, ο Ισλαμισμός κατέχει δεσπόζουσα θέση και ασκεί γοητεία σ’ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, που ταυτίζεται με τις αξίες και τα προτάγματά του. Οι πολίτες συγχρονίζονται κι ευθυγραμμίζονται με τις υπαγορεύσεις της θρησκείας και νιώθουν ασφάλεια και παρηγοριά μέσα σ’ ένα πλαίσιο σκληρά και αναντίρρητα ισλαμικό. Η συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητα, την ανεκτικότητα και τη δημοκρατία δεν βρίσκει και πολλά ευήκοα ώτα σ΄ αυτήν την αγνοημένη εσχατιά, όπου οι άνθρωποι παραμένουν καχύποπτοι και δύσπιστοι απέναντι σε ό,τι συγκροτεί την πρόοδο. Στην απομονωμένη κοινότητα του Καρς, όπου η αίσθηση ταυτότητας περιλαμβάνει αναγκαστικά τη θρησκεία, οι γυναίκες δεν επιθυμούν να αποχωριστούν τη μαντίλα τους και θεωρούν αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά τους να τη φορούν, παρά τις επίμονες προσπάθεις του κοσμικού κράτους για το αντίθετο. Για το πολιτικό ισλάμ, η απόφαση των γυναικών να φοράνε μαντίλα ισοδυναμεί με μια εκούσια επιλογή ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού απέναντι σε δυτικές πρακτικές πολιτισμικού εξανδραποδισμού.
Στο Χιόνι πρωταγωνιστεί ο Κα, ένας Τούρκος ποιητής με ευρωπαϊστικά πιστεύω, που επιστρέφει στο Καρς γύρω στο 1990 έπειτα από πολυετή πολιτική εξορία στη Γερμανία. Στο Καρς, ξαναβρίσκει την Ιπέκ, μια παλιά συμφοιτήτρια προσφάτως διαζευγμένη, που του εμπνέει έναν ξαφνικό και βασανιστικό έρωτα. Σκοπός του Κα είναι να διερευνήσει το κύμα αυτοκτονιών μιας σειράς νεαρών γυναικών, πράγμα που τον οδηγεί σε αθέατες όψεις της πόλης και σε γνωριμία με τις ανοίκειες κουλτούρες ανθρώπων πολύ διαφορετικών από τον ίδιο. Στην προσπάθειά του να κατανοήσει, είναι ανοιχτός και καλόγνωμος, άλλωστε θεωρεί τον εαυτό του εκδυτικισμένο και προοδευτικό. Εμφανίζεται ανεκτικός ακόμα και απέναντι σε ακραίες απόψεις και δεν αρνείται τον διάλογο σε κανέναν. Όμως, μέσα σε όλη αυτή τη δίνη του μαχητικού ισλαμισμού νιώθει και πάλι ξένος, όπως ξένος ένιωθε και όσο ζούσε στη Γερμανία. Συγχρόνως, ο αδιέξοδος, ασίγαστος έρωτάς του για την Ιπέκ τον αποπροσανατολίζει και τον γεμίζει αμφίθυμα και αυτοκαταστροφικά αισθήματα.
Ο Ορχάν Παμούκ δεν διστάζει, και παίρνει πάντα ξεκάθαρη θέση σε θέματα παγκόσμιας επικαιρότητας. Για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος είχε δηλώσει στην ανταποκρίτρια του BBC, Orla Guerin: «Το να μετατρέψουμε την Αγία Σοφία σε τζαμί είναι σαν να λέμε στον υπόλοιπο κόσμο, δυστυχώς, δεν είμαστε πλέον κοσμικό κράτος. Η απόφαση αυτή στερεί την υπερηφάνεια από ορισμένους Τούρκους που θεωρούσαν ότι βρίσκονται σε κοσμικό μουσουλμανικό κράτος». |
Πολυπρόσωπο και πολυφωνικό, το Χιόνι ενσωματώνει μια πανσπερμία πολιτικών λόγων, που προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα κι επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις παθογένειες της τουρκικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας δίνει ισότιμα τον λόγο σε όλους τους εμπλεκόμενους αναδεικνύοντας σφαιρικά όλες τις όψεις του προβλήματος. Ισλαμιστές, εκσυγχρονιστές, εθνικιστές, μαρξιστές, φονταμενταλιστές αναπτύσσουν αναλυτικά τα επιχειρήματά τους και συγκρούονται ανελέητα μεταξύ τους μετατρέποντας το μυθιστόρημα σ’ ένα εκρηκτικό πεδίο πολιτικού προβληματισμού και κοχλάζουσας διαπάλης ιδεών.
Ο συγγραφέας Παμούκ, γνωστός για τις φιλοδυτικές, εκσυγχρονιστικές του απόψεις, εμφανίζεται στο Χιόνι εντυπωσιακά καλοπροαίρετος απέναντι σε πολιτικές φωνές, που φανερά αντίκεινται στη δική του. Αντιμετωπίζει εξαρχής με συμπάθεια όλους τους εμπλεκόμενους, όποιες κι αν είναι οι πολιτικές καταβολές τους, και κάνει μια συγκινητική προσπάθεια να μην ασκήσει αρνητική κριτική, ακόμα και όταν πρέπει να σκιαγραφήσει εξτρεμιστές με ξεκάθαρη αντικοινωνική δράση. Ο συγγραφέας σημειώνει στο Επίμετρο πως ο σκοπός του δεν είναι να κρίνει ηθικά αλλά κυρίως να κατανοήσει. Πράγματι είναι θαυμαστή η ενσυναίσθηση που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα αυτό, ακόμα και στις απώτατες λεπτομέρειές του. Οι αντιδραστικοί νεαροί σπουδαστές των ιερατικών σχολών, που αντιστέκονται σθεναρά στην πρόοδο παρουσιάζονται στο βιβλίο ως αγνοί, αιθεροβάμονες ιδεαλιστές που, με γνήσια μεταφυσική και υπαρξιακή αγωνία, αναζητούν το νόημα στη θρησκεία, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μια σκληρή πραγματικότητα φτώχειας και αυξανόμενης βαναυσότητας. Παρόμοια, οι κοπέλες που αρνούνται πεισματικά να αποχωριστούν τη μαντίλα, διεκδικούν με τη στάση τους αυτή ορατότητα και δικαίωση, μέσα σε μια κοινωνία επιθετικά πατριαρχική.
Στο πολιτικό πανόραμα που επιχειρεί το Χιόνι, η κοινωνία παραπαίει αβοήθητη, η νέα γενιά ασφυκτιά. Ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία, μαζί με τη θρησκοληψία και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, υφαίνουν ένα πυκνό δίχτυ κακοδαιμονίας και κατάπτωσης. Η αστυνομοκρατία και ο αυταρχισμός στραγγίζουν την ψυχή των πολιτών οδηγώντας σε αυτολύπηση και παραίτηση. Αισθανόμενος πλέον ανέστιος, ο Κα θα επιστρέψει στον τόπο της εξορίας του. Το χιόνι, ως μεταφορά της σιωπής και του θανάτου, θα σκεπάσει τα πάντα.
Το Χιόνι κυκλοφορεί ξανά, μετά από χρόνια, σε νέα έκδοση με επίμετρο του συγγραφέα. Η μετάφραση της Στέλλας Βρετού, σε ρέοντα λόγο, κυλάει αβίαστα και απρόσκοπτα παράγοντας υψηλή απόλαυση.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
Χιόνι
ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ
Μτφρ. ΣΤΕΛΛΑ ΒΡΕΤΟΥ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2020
Σελ. 654, τιμή εκδότη €21,90