Πίσω από τα βλέφαρα
Του Κώστα Κατσουλάρη
Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη και, μέχρι πρόσφατα, μοναδική πεζογραφική προσπάθεια του Μιχάλη Γκανά, τη νουβέλα «Μητριά πατρίδα»
(2007, επανέκδοση από τις εκδόσεις Μελάνι) με το οποίο συστήθηκε στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας. Παρά τη σημαντική επιτυχία εκείνου του πρώτου βιβλίου, που περιέγραφε με ποιητικό τρόπο την εμπειρία του συγγραφέα και της οικογένειάς του στην εξορία τους στην Ουγγαρία, ο Μιχάλης Γκανάς στη συνέχεια απομακρύνθηκε από τον πεζό λόγο. Έτσι, σήμερα είναι περισσότερο γνωστός ως στιχουργός, κυρίως για τις συνεργασίες του με την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε ορισμένους εξαιρετικά επιτυχημένους δίσκους, ενώ στο κοινό της ποίησης κατέχει καίρια θέση ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του 70.
Το άρτι εκδοθέν «Γυναικών» αποτελεί από αυτή την άποψη είδηση: Πρόκειται για μια συλλογή από δεκάξι «μικρές και πολύ μικρές ιστορίες», όπως αναγράφεται και στο εξώφυλλο, στις οποίες κυριαρχεί η εξής συνθήκη: Ηρωίδες είναι γυναίκες, διαφορετικής ηλικίας και κοινωνικής κατάστασης, από θελκτικές νεαρές σε διαφημιστική εταιρεία μέχρι τη γριούλα του χωριού που κοιτάζει τα ροζιασμένα της χέρια. Από την άλλη, το βλέμμα που παρατηρεί και καταγράφει είναι πάντοτε αντρικό – συχνά το βλέμμα ενός ποιητή, θα λέγαμε, με συχνές πυκνές αναφορές σε ποιητικά έργα. Ο τίτλος της συλλογής, η παράξενη αυτή γενική, μοιάζει να θέλει συμπλήρωμα: «Ιστορίες γυναικών;»· «Πορτρέτα γυναικών;» Το σίγουρο είναι ότι το συναίσθημα που κυριαρχεί στην αφήγηση είναι η αγάπη για τις γυναίκες, μια βαθιά και αισθησιακή «υπεράσπιση» των γυναικών.
Στις περισσότερες ιστορίες αρκεί μια στιγμή για να πυροδοτήσει μια αναπάντεχη εξέλιξη: Σε γνωστό καφενείο, μια όμορφη γυναίκα, μάλλον αλλοδαπή, διαβάζει ένα βιβλίο, τραβώντας το ενδιαφέρον του αφηγητή. Ακολουθεί ο εξής χαρακτηριστικός διάλογος: «Πούσκιν; τη ρωτάω / Πούσκιν, μου απαντάει / Ρωσίδα, της κάνω / Ουκρανή, διορθώνει / Πουτάνα, σκέφτομαι / Όχι· Ποιήτρια, μου λέει». Σε ένα άλλο, στο πορτρέτο μιας «μεσόκοπης» που αισθάνεται ότι έχει βγει έξω από το ερωτικό παιχνίδι, το διήγημα κλείνει ως εξής: «Εκτός αν είσαι ήδη άγγελος, τώρα που έχασες το φύλο σου και το σαλπίζουν αναιδέστατα τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ στα μπαρ, στις καφετέριες και στις παραλίες». Τέλος, σε ένα τρίτο, κι ενώ ο αφηγητής θρηνεί γιατί, παρότι κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερος από την αγαπημένη του, είναι βέβαιο ότι «κατά την τάξη, και τις στατιστικές», εκείνη θα πεθάνει πρώτη. Στο τέλος, σε μια θαυμάσια παράγραφο-ελεγεία στην αγάπη, καταλαβαίνουμε ότι η νεαρή Καρμέλα, η πολυαγαπημένη του αφηγητή, είναι μια όμορφη σκυλίτσα.
Κάπως έτσι, μέσα από σύντομα πορτρέτα και θραύσματα ζωής εκτυλίσσεται αυτό το λιλιπούτειο πλην τόσο πυκνό βιβλίο, γεμάτο από εικόνες μιας ζωής αλλοτινής, νοσταλγικής, μα πάντοτε γεμάτης με αγάπη για τον άλλον – σε αυτή την περίπτωση, γένος θηλυκού.