
Η πόλη ως μνήμη κι ως παλίμψηστοτο στο μυθιστόρημα του Sebastian Faulks «Η ηχώ του Παρισιού» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Κλειδάριθμος).
Του Μιχάλη Πιτένη
Μια γυναίκα και ένας έφηβος στο Παρίσι. Η Αμερικανίδα Χάνα και ο Μαροκινός Τάρεκ. Η πρώτη για να ερευνήσει το παρελθόν γυναικών που έζησαν εκεί κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής και ο δεύτερος για να βρει τα ίχνη της μητέρας που γνώρισε ελάχιστα. Η πόλη λειτουργεί ως ένα παλίμψηστο που ο καθένας τους διαβάζει ανάλογα με την καταγωγή, τη μόρφωση, την ηλικία, τα ενδιαφέροντά του. Η τυχαία συνάντηση και η συγκατοίκησή τους για ένα μικρό διάστημα μυρίζει μπαρούτι με την σύγκρουση να μοιάζει αναπόφευκτη. Δύο κόσμοι αν όχι αντίθετοι, διαφορετικοί. Μοιάζουν και είναι ξένοι μεταξύ τους. Συμβαίνει το αντίθετο. Αντί να αποκλίνουν ακόμα περισσότερο, συγκλίνουν, βρίσκουν κοινό τόπο, συνομιλούν, συνεννοούνται. Όχι ως εραστές, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις διευκολύνει και εξομαλύνει τις καταστάσεις. Ως φίλοι. Ως δύο άνθρωποι που ενώ δεν θα σκεφτόσουν να τους βάλεις ποτέ μαζί, καταφέρνουν να ταιριάξουν. Τους φέρνει κοντά, τους ενώνει, η ηχώ του Παρισιού. Η ηχώ που στη Χάνα αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές μιας ιστορίας που μέσες άκρες γνωρίζει και στον Τάρεκ εμφανίζει έναν ολόκληρο κόσμο του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε.
Ο Βρετανός Σεμπάστιαν Φοκς δομεί το μυθιστόρημά του Η ηχώ του Παρισιού (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Κλειδάριθμος), γύρω από δύο χαρακτήρες που η μοναδική τους ομοιότητα είναι πως ψάχνουν κάτι να βρουν στο παρελθόν. Η Αμερικανίδα ερευνήτρια, η Χάνα, βάσει προγράμματος και σχεδίου. Ο Μαροκινός Τάρεκ στα τυφλά και στην τύχη. Η γυναίκα πιστεύει ότι ξέρει τι θέλει για ν’ ανακαλύψει στην πορεία και λόγω της έρευνάς της πως πριν ασχοληθεί και γράψει για τις δύσκολες ζωές άλλων, ξένων, γυναικών, οφείλει πρώτα να κλείσει τα ανοιχτά κεφάλαια του δικού της παρελθόντος, κάτι που φαίνεται να απέφευγε μέχρι τώρα. Αντιλαμβανόταν πολύ καλά πως αν δεν το κάνει, δεν θα καταφέρει ποτέ, πραγματικά, να προχωρήσει μπροστά. Ο έφηβος είναι σίγουρος πως αν εντοπίσει τα ίχνη της μάνας που στερήθηκε από μικρός θα βρει και τον δρόμο που θα ήθελε ν’ ακολουθήσει στη ζωή που μόλις αρχίζει γι’ αυτόν. Αρωγός και οδηγός τους η πόλη. Το Παρίσι και η ηχώ του παρελθόντος του. Κάποια απ’ αυτά που συνέβησαν στην ιστορική διαδρομή της πόλης λειτουργούν καταλυτικά και για τους δύο. Γνωρίζοντας ένα παρελθόν που δεν τους αφορά άμεσα, στρέφονται με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και σιγουριά προς το δικό τους μέλλον.
Ψάχνουν κάτι να βρουν στο παρελθόν. Η Αμερικανίδα ερευνήτρια, η Χάνα, βάσει προγράμματος και σχεδίου. Ο Μαροκινός Τάρεκ στα τυφλά και στην τύχη. Αρωγός και οδηγός τους η πόλη. Το Παρίσι και η ηχώ του παρελθόντος του.
«Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας· οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών…» γράφει στον πρόλογο του έργου του Οι αόρατες πόλεις ο Ίταλο Καλβίνο, κι αυτό είναι κάτι που επαληθεύεται στην περίπτωση των δύο ηρώων του έργου Η ηχώ του Παρισιού. Οι ηχογραφημένες αναμνήσεις Γαλλίδων που έζησαν την εμπειρία της Γερμανικής κατοχής, η ιστορία που υπάρχει πίσω απ’ τις ταμπέλες των σταθμών του μετρό, ο αλλοπαρμένος καλλιτέχνης δρόμου που δεν καταφέρνει ποτέ να αφηγηθεί με τις μαριονέτες του μια ολόκληρη ιστορία και ισχυρίζεται πως ονομάζεται Βίκτωρ Ουγκώ, οι άθλιοι και δύσκολοι χώροι όπου προσπαθούν να επιβιώσουν οι διάφοροι μετανάστες, είναι οι εικόνες μιας πόλης που έχει φως αλλά και σκοτάδι. Βοηθούν τη Χάνα και τον Τάρεκ ν’ ανακαλύψουν πτυχές του δικού τους εαυτού. Να συνειδητοποιήσουν από πού και από τι θέλουν να ξεφύγουν.
Ο Σεμπάστιαν Φοκς επιλέγει να χτίσει τους χαρακτήρες του με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδείξει το χάσμα που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε δύο διαφορετικές γενιές νέων ανθρώπων. Οι εν λόγω ήρωες, αν και δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους, φαίνεται σαν να τους χωρίζει μια τεράστια απόσταση. Η Χάνα, μια νέα γυναίκα, εκπρόσωπος μιας γενιάς που συνδέεται με το παρελθόν και όσα σημαντικά έχουν συμβεί, και ο Τάρεκ, ουσιαστικά ένα μεγάλο παιδί, που έχει μαύρα μεσάνυχτα ακόμα και για ιστορικά γεγονότα που εκτυλίχτηκαν στην πατρίδα του, ή κοντά της, σχετικά πρόσφατα. Στο τέλος τίποτα ουσιαστικά δεν θα έχει αλλάξει σ’ αυτή τη σχέση. Η Χάνα απλώς θα έχει προσθέσει κάποια περισσότερα στοιχεία στις γνώσεις της, ενώ ο Τάρεκ θα βρεθεί να στέκεται μπροστά σε μια πόρτα ενός άγνωστου κόσμου που μόλις άνοιξε. Θα έχουν αλλάξει όμως οι ίδιοι, κάτι που πιστοποιείται από τις αποφάσεις που παίρνουν. Αποφάσεις που τους οδηγούν μπροστά.
![]() |
|
O Σεμπάστιαν Φοκς γεννήθηκε το 1953 και σπούδασε στο Κολέγιο Ουέλινγκτον και στο Κέιμπριτζ. Εργάστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια ως δημοσιογράφος και σήμερα ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Ήταν ο πρώτος λογοτεχνικός συντάκτης του «The Independent» και στη συνέχεια έγινε υποδιευθυντής της «The Sunday Independent». Έχει εκδώσει τα βιβλία: The girl at the Lion d' Or και Birdsong, που μαζί με τη Σάρλοτ Γκρέι αποτελούν τη «γαλλική» τριλογία του, το The Fatal Englishman όπου έχει συγκεντρώσει δημοσιογραφικά κείμενα, ενώ το Where My Heart Used to Beat ήταν το αμέσως προηγούμενο fiction βιβλίο του. Έμεινε για ένα διάστημα στη Γαλλία και τώρα ζει με την οικογένειά του στο Λονδίνο.
|
Η αφήγηση στο μυθιστόρημα γίνεται σε πρώτο πρόσωπο εναλλάξ από τους δύο πρωταγωνιστές. Μια αφηγηματική σκυταλοδρομία ενδιαφέρουσα που λειτουργεί εξαιρετικά, ειδικά στις περιπτώσεις που και οι δύο αναφέρονται στις κοινές τους στιγμές. Περιπτώσεις στις οποίες φαίνονται ξεκάθαρα οι πολλές διαφορές τους και μπορείς να κατανοήσεις ποια είναι αυτά, έστω και τα λίγα, που τους επιτρέπουν να συμβιώσουν για ένα διάστημα και να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον. Χαμηλόφωνη, λιτή γραφή που ωστόσο καταφέρνει να δημιουργεί έντονες εικόνες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούνται οι πρωταγωνιστές, αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, έτσι ώστε να σου δημιουργείται εύκολα η εντύπωση πως τους βλέπεις μπροστά σου.
Ένα αισιόδοξο μήνυμα πηγάζει απ’ το έργο αυτό. Οι άνθρωποι μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά και αρμονικά χωρίς να είναι απαραίτητα ίδιοι, με κοινές καταβολές, παρόμοια ενδιαφέροντα και ανάλογο μορφωτικό επίπεδο. Αρκεί να μπορούν να κάνουν ένα βήμα πίσω απ’ την ενόχληση που μπορεί να τους προκαλεί κάποια συνήθεια ή ο τρόπος συμπεριφοράς του άλλου και αργά ή γρήγορα θα βρουν όσα είναι ικανά να τους ενώσουν, ακόμα και αν αυτά είναι λίγα, ελάχιστα. Γιατί αυτό κάνουν οι δύο πρωταγωνιστές του Σεμπάστιαν Φοκς. Ενώ είναι έτοιμοι ν’ απορρίψουν, δίνοντας χρόνο ανακαλύπτουν πως μπορούν ν’ αποδεχτούν ο ένας τον άλλο. Σ’ αυτό βοηθάει ο τόπος, το Παρίσι. Όμως, κυρίαρχο ρόλο παίζει η ηχώ της ιστορίας του. Γιατί όπως έγραψε και ο πραγματικός Βίκτωρ Ουγκώ: «Τι είναι ιστορία; Μια ηχώ του παρελθόντος μέσα στο μέλλον». Αυτή την ηχώ του παρελθόντος αφουγκράζονται η Χάνα, ο Τάρεκ αλλά και οι δευτεραγωνιστές της ιστορίας του Φοκς που ακόμα και αν εκφράζονται με μίσος για όποιον τους αδίκησε, τους περιθωριοποίησε, τους ξερίζωσε, εξολόθρευσε συγγενείς και φίλους, διακρίνεται η διάθεσή τους να συγχωρήσουν, να τα αφήσουν όλα αυτά στην άκρη για να προχωρήσουν. Τελικά, φαίνεται να αναγνωρίζουν, όχι όλοι, αλλά πολλοί, πως το βασικότερο που μεταφέρει αυτή η ηχώ του παρελθόντος είναι το παράλογο ξόδεμα αναρίθμητων ανθρώπινων ζωών, ο αφανισμός ολόκληρων γενεών κι αυτό είναι κάτι που δεν θα ήθελαν να το δουν και στο μέλλον, όσο κι αν αυτό φαντάζει, και δυστυχώς είναι, ουτοπία. Καλοδουλεμένη η μετάφραση της κ. Κλαίρης Παπαμιχαήλ.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μετέωρη γυναίκα» (εκδ. Διάπλαση).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της «Γέφυρας των Τεχνών», του Henri-Cartier Bresson (1953).
Η ηχώ του Παρισιού
Sebastian Faulks
Μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ
Κλειδάριθμος 2020
Σελ. 400, τιμή εκδότη €15,50