Για τη συλλογή αφηγημάτων του Κλάουντιο Μάγκρις «Στιγμιότυπα» (μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Βέη
«Ένα βιβλίο, έλεγε ο Πολ Βαλερί, σε βοηθά να μη σκέφτεσαι και αυτό είναι ό,τι ο καθένας μας, από τα βάθη της καρδιάς του, επιθυμεί περισσότερο».
Από το αφήγημα «Ένας νέος συγγραφέας: ο λογοκριτής».
H γραφή έχει μάθει να μην περισπάται. Μεταφέρει σ' εμάς άλλωστε πιστά το κήρυγμα της στιγμής, τις ποσότητες και τις ποιότητες, εν περιλήψει πάντα, του είναι, τη γλώσσα δηλαδή του ίδιου του λυσιτελούς βλέμματος. Έτσι τηρείται στο ακέραιο εδώ ο κανών: «Θα πρέπει πάντοτε να λέμε ό,τι βλέπουμε˙ και το κυριότερο, αλλά και πιο δύσκολο, θα πρέπει πάντοτε να βλέπουμε ό,τι βλέπουμε». [Charles Péguy (1873-1914): “Il faut toujours dire ce que l’ on voit. Surtout, il faut toujours, ce qui est plus difficile, voir ce que l’ on voit”].
Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, τους εξής χαρακτηριστικούς κόμβους της λιλιπούτειας αυτής διήγησης: Το νεκρό περιστέρι, το οποίο βιάζουν ασταμάτητα άλλα περιστέρια. Την όντως διάχυτη υποκρισία που απαντά στα συνέδρια διαφόρων τύπων. Τον λεπτομερή υπομνηματισμό από έναν καθόλα αυθόρμητο, πειστικό πάντως λυρισμό, όπως προκύπτει από το θέαμα της έμπρακτης εκείνης φιλότητας, η οποία αναπτύσσεται στις προσφιλείς μας παραλίες, ενώ ένα νεκρό πτώμα δίπλα στους αμέριμνους λουόμενους τονίζει ταυτοχρόνως την εγγύηση της βαρβαρότητας από την πλευρά του Κακού. Και την ολική αντίφαση, η οποία κυριαρχούσε στους πάλαι ποτέ σοβιετικούς κύκλους, όπου ιδιαιτέρως προβάλλεται, με την αναγκαία δόση σαρκασμού, η «επιμορφωτική» (sic) επίσκεψη στα μαρτυρικά Γκούλαγκ των εκατόν είκοσι επιλεγμένων συγγραφέων από τον γκουρού της τότε δημιουργικής γραφής Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ, περισσότερο γνωστόν βεβαίως ως Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936).
Κάθε στιγμή είναι ταυτόχρονα μια αρχή και ένα τέλος, μας γνέφουν οι σημαίνουσες υπάρξεις που μπαινοβγαίνουν στα ταχυ-κεφάλαια του βιβλίου. Κι εδώ η γραφή συναντά βεβαίως την πρακτική πτυχή του βουδισμού ζεν.
Έτερες εστίες ανάπτυξης συναποτελούν οι δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζουν στην πράξη οι διάφυλες σχέσεις. Δύο ενδεικτικά χωρία: «Όταν το σεξ επισημοποιείται υπερβολικά, καθαγιάζεται και αναγνωρίζεται κοινωνικά, γίνεται κομφορμισμός» (σ. 32). Και: «Ακόμη και οι προσβολές το ξέρουμε καλά, αποτελούν μέρος της γλώσσας των εραστών» (σ. 35). Η αναζήτηση όμως του ευ ζην δεν είναι μάταιη: τα Στιγμιότυπα διδάσκουν, έστω ομοιοπαθητικά ορισμένες φορές, ότι η ανανέωση, η αναβάθμιση των μέσων, των εργαλείων ζωής είναι κατά κανόνα υπόθεση ενός απερίσπαστου, ενός ενδελεχούς αναστοχασμού. Η λύση βρίσκεται μονίμως, ανιαρά μονίμως, εντός. Ό,τι εν ολίγοις υπαινίσσεται από σελίδα σε σελίδα ο πολύτροπος, ο πρωτεϊκός Κλάουντιο Μάγκρις. Κάθε στιγμή είναι ταυτόχρονα μια αρχή και ένα τέλος, μας γνέφουν οι σημαίνουσες υπάρξεις που μπαινοβγαίνουν στα ταχυ-κεφάλαια του βιβλίου. Κι εδώ η γραφή συναντά βεβαίως την πρακτική πτυχή του βουδισμού ζεν. Προτείνω να διαβαστούν τα Στιγμιότυπα ως σχόλια μιας ηρωικής φαρσοκωμωδίας, η οποία ίσως να μεταλλάξει κάποτε σε Όπερα ενός μετα-Μότσαρτ.
Σημειώνω ότι οι ορισμοί, τους οποίους παραθέτω, είναι χαρακτηριστικοί της συγκεκριμένης αναπαραστατικής πρόθεσης. Ήτοι επί λέξει ως εξής: «Ορισμένοι τόποι ενίοτε ταυτίζονται με το είναι μας, συγκροτούν τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον κόσμο. Τόποι σημαίνει τοπία, φυσικά ή οικοδομημένα από τον άνθρωπο ή μάλλον και τα δύο, η λίμνη και το μικρό σπίτι στην όχθη της είναι άρρηκτα συνδεδεμένα σ΄ ένα ποίημα του Μπρεχτ. Τόποι σημαίνει κυρίως πρόσωπα, λιγότερο ή περισσότερο οικεία ή σχεδόν άγνωστα, αλλά πάντως μάρτυρες, μολονότι μεροληπτικοί, της δικής μας ύπαρξης» (σ. 145).
Ο Κλαούντιο Μάγκρις γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1939. Είναι καθηγητής γερμανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης και τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας "Corriere della Sera". Έχει μεταφράσει στα ιταλικά Κλάιστ, Ίψεν, Σνίτσλερ, Μπύχνερ και έχει γράψει μελέτες για το έργο των Κάφκα, Μούζιλ, Χόφμανσταλ, Λούκατς, Γιόζεφ Ροτ, Ρίλκε, Σβέβο, Κανέτι, Σίνγκερ και άλλων.
|
Παρατηρώ επίσης ότι εισάγεται και μάλιστα εγκαίρως η γνωστή αρχή: «H ποίηση υπάρχει για να κατονομάζει τα πράγματα» (σ. 35). Πράγμα και διάβημα κειμενικό εν γένει εναρμονίζονται, συγχρονίζονται, εν τέλει ταυτίζονται στην προκειμένη περίπτωση. Ο σεβασμός δηλαδή στο εκάστοτε αντικείμενο παρατήρησης εκδηλώνεται κατά τρόπο μαθηματικό. Ο αυτισμός του υποκειμένου έχει ακυρωθεί. Και μάλιστα εκ των προτέρων. Ο Κλάουντιο Μάγκρις διδάσκει άλλη μια φορά σημειολογία της βαρύνουσας υλικότητας. Το πνευματικό είναι η κατ΄ εξοχήν απόχρωση του σωματικού τύπου. Το δε φαντασιακό εμπεριέχεται κι αυτό στις ουσίες προς μελέτη, επανεξέταση, αναδιάταξη και αναμόρφωση. Το σωματικό είναι η έδρα του ψυχισμού, της ορμής προς τη λέξη: το έτερον εν ολίγοις σώμα. Άλλωστε αντιλαμβάνομαι ότι προφανώς θα έχει υπ’ όψιν του κι εκείνος ότι «και η γλώσσα δεν είναι άυλη. Μπορεί να είναι λεπτό σώμα, αλλά είναι σώμα. Οι λέξεις συλλαμβάνονται σε όλες τις σωματικές εικόνες που αιχμαλωτίζουν το υποκείμενο» (βλ. Ζακ Λακάν, Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, μτφρ. Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ και Ρεζινάλντ Μπλανσέ, εκδ. Εκκρεμές, 2005).
Οίκοθεν νοείται ότι η εμφανής ευρυμάθεια, η διαχρονική λεκτική εμπειρία, κοντολογίς η πανθομολογούμενη συγγραφική πληρότητα του Κλάουντιο Μάγκρις υποστηρίζουν σταθερά την αναβάθμιση ενός απλού χρονογραφήματος, στο οποίο θα κατέληγαν οι πλείστοι, σ’ έναν εμπεριστατωμένο πίνακα παθών. Έτσι η αρχή «τα σωστά λόγια ακούγονται από το λάθος στόμα» αντιστρέφεται: «οι σωστές λέξεις πηγάζουν από τη σωστή στοματική κοιλότητα». Συγκρατώ ότι ο διακειμενικός ιστός είναι ορατός από τις πρώτες κιόλας σελίδες της συλλογής αυτών των μικρο-κεφαλαίων βίου. Μνημονεύοντας φέρ’ ειπείν τον Σαρλ Λουί Φιλίπ, ο συγγραφέας αναφέρει πως «η αγάπη είναι ό,τι δεν έχουμε» (σ. 101). Ο υποψιασμένος βέβαια αναγνώστης θα συνεισφέρει τον προ πολλού δημόσια διατυπωμένο αφορισμό: «Έρωτας είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις, σε κάποιον που δεν το θέλει», όπως, ως γνωστόν, μας τον κληροδότησε επίσης ο Ζακ Λακάν.
Η μετάφραση έχει ακολουθήσει με συνέπεια το πρωτότυπο. Το έχει μεταγράψει έντιμα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Ο θάνατος είναι ένας από τους προφανείς κινδύνους του επαγγέλματος του ζην. Όπως είπε ένας Πολωνός συγγραφέας, ο Στανίσλαβ Λετς –τον οποίο ο ταβερνιάρης δεν έχει διαβάσει, αλλά σίγουρα θα συμφωνούσε απόλυτα μαζί του, χωρίς να το ξέρει– , το ζην είναι σε κάθε περίπτωση επικίνδυνο και όποιος ζει πεθαίνει [. . .] Πολλές φορές η σκληρή αδικία και η έλλειψη ανθρωπιάς έχουν έντονες και πικρά κωμικές απηχήσεις, κυρίως όταν ενδύονται μ’ έναν φαινομενικά αποστειρωμένο και λειτουργικό ορθολογισμό. Αυτός ο ορθολογισμός όμως αποδεικνύεται στην πραγματικότητα σφοδρά παράλογος˙ είναι μια κοροϊδία, μια παρωδία της ζωής και των αιτίων της, που παραμορφώνει το πρόσωπο του ανθρώπου προσδίδοντάς του μια γκροτέσκα γκριμάτσα, μεταμορφώνοντάς το σ’ ένα από κείνα τα προσωπεία που προκαλούν τρόμο και συγχρόνως γέλιο[. . . ] πρόκειται για μια καλοπροαίρετη λογοκρισία, υποκινούμενη από την έγνοια να μην αναστατωθούν οι πολιτισμικές και θρησκευτικές μειονότητες. Η λογοκρισία είναι, κατά βάθος, πάντα καλοπροαίρετη: θέλει να προστατεύσει την ηθική, την πατρίδα, την οικογένεια, τους θεσμούς, την τάξη, την κοινωνία, την πρόοδο, τα μικρά παιδιά, την υγεία».
Στιγμιότυπα
Κλάουντιο Μάγκρις
Μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου
Καστανιώτης 2020
Σελ. 160, τιμή εκδότη €14,00