Της Έλενας Χουζούρη
Έχω την πεποίθηση ότι από τους Σέρβους συγγραφείς εκτός από την απόλαυση της ανάγνωσης παίρνουμε και μαθήματα «δημιουργικής γραφής! Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που κυκλοφορεί στα ελληνικά ένα σερβικό μυθιστόρημα.
Στη γραμμή του μοντερνισμού απαρέγκλιτα οι περισσότεροι -ο νομπελίστας Ίβο Άντριτς ανήκει μάλλον στην μειοψηφία των ρεαλιστών της παλιάς γενιάς- με άμεσες τις γαλλικές υπερεαλιστικές επιδράσεις του μεσοπολέμου και με απευθείας επαφές με τους Ευρωπαίους νεωτεριστές, οι Σέρβοι συγγραφείς δεν καταδέχτηκαν ποτέ να υπογράψουν τις απλοικές συνταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, άλλωστε στην πάλαι ποτέ τιτοική κραταιά Γιουγκοσλαβία φυσούσε ένας πιο φιλελεύθερος αέρας [αρκεί να μην ρίπιζε κατευθείαν το πρόσωπο του Αρχηγού]. Έτσι μπόρεσαν να επιζήσουν και να δημιουργήσουν σπουδαιότατοι συγγραφείς όπως ο Μέσα Σελίμοβιτς, ο Μίλοραν Πάβιτς, ο Ντανίλο Κις, και άλλοι νεώτεροι. Στους τελευταίους, - τους γεννημένους δηλαδή από τη δεκαετία του 1950 και μετά- ανήκει και ο Ντράγκαν Βέλικιτς [Βελιγράδι, 1953] ο οποίος εκτός από το γεγονός ότι τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και ότι θεωρείται από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης [βραβείο Mitteleuropa 2008] υπήρξε και σφροδρός πολέμιος της μοιραίας για την Γιουγκοσλαβία μιλοσεβικικής εποχής. Συντάκτης και αρθρογράφος των εκδόσεων του περίφημου αντιμιλοσεβικικού Radio B92.
O ήρωας του πάντως στο «Ρωσικό παράθυρο» είναι ένας 25άρης ακριβώς εκείνης της εποχής. Μην φαντασθείτε όμως ότι ο Βέλικιτς τον βάζει να παρακολουθεί τις αμερικάνικες βόμβες να διαλύουν το κέντρο του Βελιγραδίου και να ορκίζεται αιώνια εκδίκηση. Όχι βέβαια. Άλλωστε κανένας σημαντικός Σέρβος συγγραφέας δεν θα καταδεχόταν να περιγράψει με τέτοιο χοντροκομμένο ρεαλισμό όσα οδυνηρά συνέβησαν το 1999 στη πατρίδα του. O Βέλικιτς πιστός στα δόγματα του νεωτερισμού δημιουργεί έναν νεαρό ήρωα που αμφιβάλλει για τα πάντα, αναρωτιέται για τα πάντα, ψάχνει διαρκώς αντιστοιχίες ανάμεσα στην προσωπική του ιστορία και στις ιστορίες των άλλων, προσπαθεί να αποφασίσει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει και στην προσπάθειά του αυτή δεν αφήνει δρόμο για δρόμο που να μην τον πάρει.. Το σπουδαιότερο, ο Ρούντι Στούπαρ, από τα 19 του χρόνια που φεύγει από την γενέτειρά του, μια μουντή πληκτική κωμόπολη της Βοιβοντίνας για να πάει στο Βελιγράδι και από εκεί στη Βουδαπέστη, στο Μόναχο, στο Αμβούργο και να επιστρέψει στο Βελιγράδι 25άρης πια, προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι ο Ρούντι Στούπαρ και πώς θα νοηματοδοτήσει αυτό το όνομα και φυσικά τον άνθρωπο που το φέρει. Από την άποψη αυτή το μυθιστόρημα του Βέλικιτς μπορεί να διαβαστεί σαν μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Αλλά και σαν μυθιστόρημα περιπλάνησης. Ακόμα και σαν μυθιστόρημα αυτογνωσίας.
Ο Ρούντι ξεκινά τις εσωτερικές του αναζητήσεις και τις εξωτερικές του περιπλανήσεις μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις της Ακαδημίας Θεάτρου στο Βελιγράδι. Τι είναι όμως η υποκριτική; Ένας άλλος τρόπος να βιώνουμε μέσα από τους ρόλους την πολλαπλότητα του εαυτού μας; Αλλά και η ζωή δεν είναι ρόλοι που εναλλάσσονται; Ποιοι είμαστε; Εμείς μόνοι μας ή όλοι οι άλλοι; Μήπως στα βάθη της συνείδησής μας κινείται ένας ολόκληρος στρατός συνομιλητών; Μήπως αποτελούμαστε από τις λεπτομέρειες αλλότριων ιστοριών που διασταυρώνονται με τη δική μας; Στη βάση αυτών των κομβικών ερωτημάτων προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του και να περάσει στην ενηλικίωση ο ήρωας του Βέλικιτς. Πώς όμως; O Σέρβος συγγραφέας οικοδομεί έναν, κυριολεκτικά, αφηγηματικό λαβύρινθο μέσα στον οποίο διαδραματίζεται τόσο η ιστορία του ήρωα όσο και οι ιστορίες των άλλων που εκείνος «ακούει» και εγκιβωτίζει μέσα στην δική του. Η αφηγηματική φωνή του ήρωα εμφανίζεται είτε να υποδύεται τις φωνές των άλλων τους οποίους κατά τις περιπλανήσεις του ανά τις κεντροευρωπαικές πόλεις συναντά, είτε να λειτουργεί ως φόντο χάριν των ενδοδιηγητικών αφηγηματικών φωνών. Δημιουργείται έτσι ένα αφηγηματικό παζλ που γίνεται ακόμη εντονότερο χάρη στην προυστική προσήλωση του συγγραφέα στην λεπτομέρεια.
Ένας ακόμη, άλλωστε, χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δοθεί στο μυθιστόρημα του Βέλικιτς είναι «μυθιστόρημα της λεπτομέρειας», με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας ιδιαίτερης γλωσσικής ποιητικής αλλά και μιας εξαιρετικής ατμόσφαιρας αποχρώσεων. Επιπρόσθετο στοιχείο: η δυνατή κειμενική παρουσία των πόλεων που λειτουργούν όχι απλώς ως σκηνικά αλλά συμμετέχουν στην αφήγηση. Νόβι-Σαντ, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Μόναχο, Αμβούργο είναι πόλεις με ιδιαίτερες συνδηλώσεις τόσο για την ασταθή προσωπική ζωή του ήρωα όσο και την ίδια την μεγάλη Ιστορία της mittleuropa. Ιδιαίτερα Βελιγράδι και Βουδαπέστη –στο οποίο καταφεύγει ο ήρωας για να μην στρατευθεί και όπου τον βρίσκουν οι βομβαρδισμοί του ’99- είναι δυο κομβικές πόλεις για την Ιστορία της περιοχής από τη δεκαετία του 1940 έως στα τέλη του 20ου αιώνα. Ο ήρωας παρακολουθεί τους βομβαρδισμούς εναντίον της τότε γιουγκοσλαβικής πρωτεύουσας από την ουγγρική τηλεόραση, πληροφορίες έρχονται στ αυτιά του για δεκάδες χιλιάδες Σέρβους πρόσφυγες [και όχι «μετανάστες» που διάβασα στο βιβλίο] που καταφθάνουν στη Βουδαπέστη. Το Βελιγράδι καταγράφεται ως «σερβική Καζαμπλάνκα» σε άμεσο παραλληλισμό με την γνωστή κινηματογραφική. Κι όταν μετά από τις αλλεπάλληλες περιπλανήσεις του ο ήρωας επιστρέφει στο Βελιγράδι, έχει μετατραπεί σε μια κιβωτό φωνών, ακουσμάτων, πνευματικών και σωματικών συνομιλιών και συνευρέσεων, και πάνω απ’ όλα ιστοριών. Η πνευματική και σωματική ενηλικίωση του Ρούντι Στούπαρ ολοκληρώνεται με την ανακάλυψη του μοναδικού δρόμου που από εδώ και πέρα είναι προορισμένος να ακολουθήσει: Να γράφει ιστορίες, να γίνει συγγραφέας.
Το «Ρωσικό παράθυρο» είναι ένα μαγευτικό, απολαυστικό μυθιστόρημα με πολλαπλές αναγνώσεις, όχι όμως εύκολο σε όσους έχουν συνηθίσει στην γρήγορη δράση και στον ακόμη πιο γρήγορο και αποσπασματικό διάλογο [άσε που οι διάλογοι δεν περισσεύουν]. Σίγουρα δεν είναι μυθιστόρημα… ύπνου, το αντίθετο μάλιστα. Η μεταφράστρια Μαρία Κεσίνη, εκτός από κάποιος ελάχιστες παρεκτροπές, κατόρθωσε να σταθεί στο ύψος των υψηλών γλωσσικών απαιτήσεων του μυθιστορήματος.
info
Dragan Velikic, "Ρωσικό παράθυρο" [εκδ. Κονιδάρης] σελ. 525