Για το μυθιστόρημα-μαρτυρία για τη ναζιστική λαίλαπα του Urlich Alexander Boschwitz «Ο ταξιδιώτης» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Κλειδάριθμος), που κορυφώνεται στη διάρκεια της περίφημης «Νύχτας των Κρυστάλλων».
Του Διονύση Μαρίνου
«Κι ας είναι ευλογημένος ο Peter Graf». Παραφράζοντας τον σαχτουρικό στίχο του ποιήματος Ο Κάφκα και τα ψάρια (σ.σ.: η Dora Dymant ας περιμένει επί του παρόντος), δηλώνεται εξαρχής η καθοριστική συμμετοχή του γερμανού εκδότη και επιμελητή στην ύπαρξη, σήμερα, της αναθεωρημένης έκδοσης του Ταξιδιώτη (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Κλειδάριθμος). Δίχως τη δική του ζέση θα εξακολουθούσαμε να έχουμε στα χέρια μας την αρχική –μη ολοκληρωμένη– εκδοχή του μυθιστορήματος που έγραψε ο Γερμανοεβραίος συγγραφέας Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς.
«Ο Ταξιδιώτης» γράφτηκε την περίοδο που βρισκόταν στις Βρυξέλλες και παρακολουθούσε από μακριά τις διώξεις των Εβραίων στη χώρα του, οι οποίες εντάθηκαν εκείνη την αιματοβαμμένη «Νύχτα των Κρυστάλλων».
Αρκετές δεκαετίες από την αρχική έκδοση του βιβλίου, στο μακρινό 1939, κι ενώ ήταν πλέον δεδομένο πως το πρωτότυπο είχε χαθεί μαζί με τον Μπόσβιτς που βρήκε τραγικό θάνατο το 1942, ο Γκαφ έμαθε από την ανιψιά του συγγραφέα ότι το χειρόγραφο βρισκόταν κάπου θαμμένο στη Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη. Αμέσως κινητοποιήθηκε να αναλάβει το δύσκολο έργο της αναθεώρησης και της επιμέλειας σεβόμενος απόλυτα το νόημα και το πνεύμα του συγγραφέα. Μάλιστα, για τις ανάγκες της εργασίας του χρειάστηκε να εξοικειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο με τη ζωή του Μπόσβιτς, έτσι ώστε να εισχωρήσει στον κόσμο του και να τον κατανοήσει.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπόσβιτς είναι ελάχιστα γνωστός στο ελληνικό κοινό – ίσως και στο γερμανικό. Πρόλαβε να γράψει μόλις δύο βιβλία κι αυτά υπό διωγμόν λόγω της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Το 1935 αναγκάστηκε να φύγει από τη Γερμανία και να περιπλανηθεί σε διάφορες χώρες. Ο Ταξιδιώτης γράφτηκε την περίοδο που βρισκόταν στις Βρυξέλλες και παρακολουθούσε από μακριά τις διώξεις των Εβραίων στη χώρα του, οι οποίες εντάθηκαν εκείνη την αιματοβαμμένη «Νύχτα των Κρυστάλλων». Το μυθιστόρημά του δεν είναι τίποτα άλλο από μια μαρτυρία. Ένα αυθεντικό ντοκουμέντο εκείνων των δραματικών στιγμών που αποτέλεσαν το προανάκρουσμα για το πογκρόμ που υπέστησαν οι Εβραίοι στη συνέχεια, φτάνοντας έως την απάνθρωπη «Τελική Λύση».
Για την ιστορία: ο Μπόσβιτς εξέδωσε το βιβλίο πρώτα στην Αγγλία (1939) με το ψευδώνυμο John Grane, ενώ ο αρχικός τίτλος ήταν "The man who took the trains". Ένα χρόνο μετά, το βιβλίο περνάει τον Ατλαντικό και εκδίδεται στις ΗΠΑ με τον τίτλο Ο Ταξιδιώτης που έμελλε να μείνει ως ο τελικός. Το 1945 ήταν η σειρά της Γαλλίας να υποδεχθεί αυτό το τόσο σημαντικό μυθιστόρημα.
Το βιβλίο επικεντρώνεται στις περιπέτειες του γερμανοεβραίου επιχειρηματία Ότο Ζίλμπερμαν, ενός α-τυπικού άντρα της εποχής που είδε τη ζωή του να κατακρημνίζεται από το βάραθρό της με την έλευση του ναζισμού. Ο Ζίλμπερμαν, σεπτό μέλος της κοινωνίας, μαζί με την γυναίκα του, Έλφριντε, γνώρισε από κοντά τα περίεργα χρόνια της Βερολίνου κατά τη δεκαετία του ’30. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο μοντερνισμός, η ελευθεριότητα, αλλά και οι αντιπαλότητες που απονέκρωσαν τις πολιτικές δυνάμεις και άνοιξαν την πόρτα στον Χίτλερ, του ήταν απόλυτα γνωστές.
Ως άλλος καφκικός ήρωας, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποξενωθεί εντελώς από την εβραϊκή ρίζα του, περικόπτει το όνομά του με το αποτέλεσμα, ωστόσο, να είναι επισφαλές. Από τρένο σε τρένο κι από πόλη σε πόλη, ο Ζίλμπερμαν βιώνει τη ζωή του ως πλάνης.
Παρά ταύτα, ίσως επειδή η προσωπικότητα και η θέση του στην κοινωνία δεν ενέπιπταν στην τυπική προπαγάνδα των ναζί κατά των Εβραίων, δεν αποφάσισε να εγκαταλείψει άρον άρον τη βολή του. Είναι προφανές πως δεν περίμενε ότι μέσα σε μια νύχτα θα γινόταν φυγάς. Έχασε το σπίτι του, την επιχείρησή του και υπό το φόβο να γίνει βορά στις άγριες διαθέσεις των ναζιστών αναγκάστηκε να βάλει σε μια βαλίτσα όσα χρήματα μπορούσε να διασώσει από την περιουσία του και να τραπεί σε άτακτη φυγή. Οι σελίδες του βιβλίου όπου βλέπουμε τον Ζίλμπερμαν να σέρνεται σαν φοβισμένη σκιά στους καπνισμένους δρόμους του Βερολίνου, είναι άκρως υποβλητικές. Δεν χωράει αμφιβολία: βρισκόμαστε ακριβώς στην πιο καθοριστική στιγμή. Ο Ζίλμπερμαν φεύγει από το σπίτι του σαν κυνηγημένος το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1938. Είναι η νύχτα που έμεινε στην ιστορία ως «Νύχτα των Κρυστάλλων».
Ακόμη και σ’ αυτή τη δεινή κατάσταση, όμως, ο Ζίλμπερμαν αποδεικνύεται εξόχως ευφάνταστος. Αντί για περιδεές ανθρωπάκι, ο Μπόσβιτς μάς τον εμφανίζει ευφάνταστο, διορατικό και με λάμψεις μαύρου χιούμορ. Ως άλλος καφκικός ήρωας, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποξενωθεί εντελώς από την εβραϊκή ρίζα του, περικόπτει το όνομά του με το αποτέλεσμα, ωστόσο, να είναι επισφαλές. Από τρένο σε τρένο κι από πόλη σε πόλη, ο Ζίλμπερμαν βιώνει τη ζωή του ως πλάνης. Έρχεται σε επαφή με ένα ετερόκλιτο πλήθος ανθρώπων και τούτη η παράξενη συνάφεια δίνει την ευκαιρία στον Μπόσβιτς να ανοίξει την οπτική γωνία του μυθιστορήματος και να μας δώσει μια γενικότερη εικόνα της εποχής.
Ο Ulrich Alexander Boschwitz ξεκίνησε να σπουδάζει στη Σορβόνη, αλλά κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάστηκε να πάει στο Λουξεμβούργο και από εκεί να καταλήξει στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου απελάθηκε για την Αυστραλία. Το 1942 κατάφερε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα έγγραφα για την επιστροφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, το πλοίο στο οποίο επέβαινε τορπιλίστηκε, με αποτέλεσμα να βυθιστεί. Ο Boschwitz βρήκε τραγικό θάνατο σε ηλικία 27 ετών, μαζί με άλλους 41 επιβάτες. |
Από το μυθιστόρημα παρελαύνουν κυνικοί κερδοσκόποι (όπως ο πρώην συνεργάτης του Ζίλμπερμαν που εξελίχθηκε σε μέλος του ναζιστικού κόμματος), γραφειοκράτες που βαυκαλίζονταν ότι έκαναν απλώς το καθήκον τους, ξένοι επιχειρηματίες που είτε αγνοούσαν είτε δεν ήθελαν να δουν τους διωγμούς των Εβραίων, έως και αλτρουιστές κομμουνιστές που δεν δίσταζαν να σώσουν από τα νύχια των ναζιστών ακόμη και τους ταξικούς τους εχθρούς (όπως συνέβη στην περίπτωση του πρωταγωνιστή μας).
Ο Μπόσβιτς αποδεικνύεται μάστορας του ρυθμού. Ενόσω κορυφώνει την πλοκή, ανεβάζει βαθμιαία και την ένταση στον εσωτερικό κόσμο του Ζίλμπερμαν, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει ούτε καν το θόρυβο που κάνουν τα τρένα πάνω στις ράγες. Ακολουθώντας κινηματογραφικές τεχνικές, ο Μπόσβιτς μάς παραδίδει τον ήρωα εντελώς εξουθενωμένο και καταπτοημένο. Τριγύρω του και μέσα του η τανάλια του φόβου περισφίγγει. Οι τελευταίες σκηνές του βιβλίου μοιάζουν με ανηλεές κρεσέντο. Οι λέξεις πέφτουν σαν καταιγίδα, η μια εικόνα είναι πιο δυνατή από την προηγούμενη. Αυτό που διαβάζεις μοιάζει να βγαίνει από θρίλερ, από βιβλίο κατασκοπείας, από περιπετειώδες ανάγνωσμα ή από το πιο σκοτεινό κατάστιχο της Ιστορίας. Εντέλει: είναι σαν να αναδύονται όλοι οι φόβοι του ανθρώπου που υφίσταται τα επίχειρα κάπου πράγματος που τον ξεπερνάει.
Ο Ταξιδιώτης επέχει τη θέση μαρτυρίας και ντοκουμέντου. Μιλάει με αυθεντικό τρόπο για τις διώξεις των Εβραίων κατά την περίοδο της ναζιστικής λαίλαπας, αλλά και την κατάρρευση της γερμανικής κουλτούρας. Ο Μπόσβιτς αποτυπώνει με αυθεντικό τρόπο αυτή τη σκιαμαχία του «μικρού» ανθρώπου με τις «μεγάλες» ιστορικές συνθήκες, με την τελική έκβαση να είναι πάντα κατά της μονάδας. Η Μαρία Αγγελίδου ακολουθεί κατά πόδας στη μετάφρασή της τη ρυθμική ένταση της γραφής του Μπόσβιτς, η οποία είναι κομβικής σημασίας για την πρόσληψη του μυθιστορήματος.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Ο Ταξιδιώτης
Ulrich Alexander Boschwitz
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Κλειδάριθμος 2019
Σελ. 304, τιμή εκδότη €15,50