Για το μυθιστόρημα του David Park «Ταξιδεύοντας σε ξένη γη» (μτφρ. Νίκος Μάντης, εκδ. Gutenberg).
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Τα μυθιστορήματα και οι ιστορίες του Ντέιβιντ Παρκ τοποθετούνται κυρίως στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, εκεί δηλαδή όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας και ζει τώρα. Στο Ταξιδεύοντας σε ξένη γη, το ενδέκατο δημοσιευμένο βιβλίο του, η σημασία της συλλογικής και προσωπικής επούλωσης, διερευνάται περαιτέρω σε ένα μυθιστόρημα σχετικά σύντομο, λίγο πάνω από τις διακόσιες σελίδες για τη χώρα μας, ένα μυθιστόρημα προσωπικής τραγωδίας και ειδικότερα πατρικής αποτυχίας. Ο Παρκ χρησιμοποιεί ένα χιονισμένο και δύσκολα διαχειρίσιμο και προσπελάσιμο τοπίο, για να εξερευνήσει το φυσικό και συναισθηματικό ταξίδι του Τομ, ενός μεσήλικα πατέρα τριών παιδιών που φεύγει από το σπίτι της οικογένειας κοντά στο Μπέλφαστ για να περιμαζέψει τον γιο του, Λιούκ, από το Πανεπιστήμιο του Σάντερλαντ, όπου σπουδάζει, και να τον φέρει πίσω στο σπίτι για τα γιορτάσουν όλοι μαζί τη γιορτή των Χριστουγέννων. Τα περισσότερα αεροδρόμια είναι κλειστά απ’ τον ανελέητο χιονιά, ο Λιούκ είναι μόνος εκεί με υποψία εμπύρετης γρίπης, ξαπλωμένος στα καταλύματα των φοιτητών και η μόνη επιλογή επιστροφής του είναι το ταξίδι με το αυτοκίνητο, διαμέσου της θάλασσας.
Ο Παρκ χρησιμοποιεί ένα χιονισμένο και δύσκολα διαχειρίσιμο και προσπελάσιμο τοπίο, για να εξερευνήσει το φυσικό και συναισθηματικό ταξίδι του Τομ, ενός μεσήλικα πατέρα τριών παιδιών που φεύγει από το σπίτι της οικογένειας κοντά στο Μπέλφαστ για να περιμαζέψει τον γιο του, Λιούκ, από το Πανεπιστήμιο του Σάντερλαντ.
Το χιόνι είναι φυσικά και εδώ, ένα εξαιρετικά χρήσιμο σύμβολο στη λογοτεχνία το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και από άλλους συγγραφείς. Να θυμηθούμε, με την ευκαιρία, ως άλλο παρεμφερές παράδειγμα, το μυθιστόρημα με το όνομα Χιόνι του Ορχάν Παμούκ, τοποθετημένο σε μια ανατολική πόλη στα σύνορα της Τουρκίας με την Αρμενία, αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα κατά τη διάρκεια μιας τριήμερης χιονοθύελλας, η οποία έδειξε την πολυπλοκότητα της διχασμένης ψυχής της Τουρκίας. Ο πρωταγωνιστής βλέπει μια πόλη στοιχειωμένη απ' τις σιωπές της ιστορίας της, να σπαράσσεται από πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές έριδες και ν' αργοπεθαίνει στη σκιά της Ευρώπης. Χιονίζει αδιάκοπα τις μέρες που παραμένει στο Καρς, κι εκεί, στην ονειρική σιωπή του χιονιού, ακούγεται ολοκάθαρα η λαχτάρα όλων των ανθρώπων για ευτυχία. Αλλά και ο ίδιος ο Ντέιβιντ Παρκ, σε ένα άλλο βιβλίο του, παλιότερα, το The Big Snow (2002), χρησιμοποιεί το χιονισμένο τοπίο που βρισκόταν κάτω από τη δραματική χιονοθύελλα του 1963, η οποία απέκλεισε τη Βόρεια Ιρλανδία. Εκεί μέσα, ο συγγραφέας θέτει προκλήσεις, αλλά παράλληλα ενσωματώνει με εκπληκτική ομορφιά μια αίσθηση μυστηρίου που κάνει την ανάγνωση και αυτού του βιβλίου ομαλή και απρόσκοπτη.
Έτσι, από αυτής της πλευράς, το Ταξιδεύοντας σε ξένη γη, είναι μια ανανέωση, κατά κάποιο τρόπο, ή καλύτερα ένα άλλο διαφορετικό γράψιμο του προηγηθέντος εκείνου έργου. Ο φωτογράφος, επαγγελματικά, Τομ χρησιμοποιεί την κάμερά του και εδώ για να συγκρίνει κάποια γεγονότα με τη ζωή του, αλλά διατηρώντας παράλληλα κάποια απόσταση απ’ αυτά. Ο γάμος του με τη Λόρνα βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ακόμα, με δύο γιούς και μια μικρή κόρη, την Λίλι, ως τελευταίο, απρόσμενο και ευτυχές γεγονός. Ο πατέρας του πέθανε από τη γνωστή νόσο του Πάρκινσον, και αυτός φαίνεται να του μοιάζει σε αρκετά σημεία. Ωστόσο, ο Τομ είναι επιρρεπής σε κατάθλιψη και στην αμφιβολία και το μοναχικό, άκρως ανήσυχο ταξίδι του με το αυτοκίνητο, είναι ένα προσκύνημα, στην πραγματικότητα, μια ευκαιρία για προβληματισμό και, όπως γίνεται όλο και πιο εμφανές, όσο προχωράει η ανάγνωση, για την άκρως επιθυμητή προσωπική εξιλέωση. Όπως και με όλες αυτές τις περιπτώσεις και τις μυστήριες στην ουσία αποστολές, υπάρχουν αποκλίσεις, παρεκβάσεις, διακοπές και απρόβλεπτες συναντήσεις, οι οποίες δείχνουν περίεργες εκτροπές από τα δρομολογημένα που προκαλεί, μεταξύ των άλλων, και ο καιρός. Μια νεαρή γυναίκα στο πλοίο με μάτια γκριζοπράσινα στο χρώμα της θάλασσας, για παράδειγμα, ή μια άλλη γυναίκα της οποίας το αυτοκίνητο γλίστρησε και βγήκε από τον παγωμένο δρόμο. Κατά τα άλλα, ο Τομ είναι μόνος του, εκτός από τη φωνή της πλοήγησης του GPS, και τη διακοπή των σκέψεών του από τις κλήσεις της Λόρνα, της Λίλι και του Λιούκ. Πέρα απ’ αυτά, υπάρχει άλλη μια φιγούρα μαζί του, που φαίνεται να υπάρχει ταυτόχρονα, αλλά έξω από τον ενεστώτα χρόνο. Είναι ο μεγαλύτερος γιος του Τομ, ο Ντάνιελ, ο απόκληρος της οικογένειας, ένας απερίσκεπτος νεαρός άνδρας με κακή αντίληψη των συνέπειών του, που εγκαταλείπει το σχολείο λόγω κακής συμπεριφοράς και χαμηλών και προσβλητικών για όλους βαθμών. Οι ποικιλίες και εναλλαγές της θλίψης του Τομ μπορούν να είναι συγκεκαλυμμένες, ακόμη και σιωπηρές, καθώς το άμεσο περιβάλλον τους μεταβάλλεται συνεχώς από την έντονη χιονόπτωση. Η φυλασσόμενη αγωνία που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα του Παρκ, προκαλεί μια ευρύτερη ιστορική αίσθηση γενικευμένου τραύματος, ακόμη και όταν ο Τομ ομιλεί οργισμένα και συγκεκριμένα για τον Ντάνιελ, «ένας γιος γεμάτος από σκατά που λερώνει την επιφάνεια του δέρματός του και βρίσκει έκφραση σε κακοσχηματισμένες ατέλειες σαν κομμάτια ζουλιγμένων φρούτων», και αργότερα, κάπως πιο μελαγχολικά, όταν αναφέρεται σε εκείνον τον μισοξεχασμένο ξένο του οποίου η απουσία ποτέ δεν συζητείται, αποφεύγοντας να συνεχίσει τη θύμηση με τον ίδιο τρόπο που τα μάτια του στρέφονται απότομα μακρυά από την έντονη λάμψη του ήλιου πάνω στην παγωμένη λίμνη. Δεν υπάρχει καμιά ψεύτικη ευσέβεια σε αυτό το άλλοτε απελπισμένο, πάντα ισοσταθμισμένο μυθιστόρημα, αλλά μια συμπωματικά εξακριβωμένη, προφανώς εσφαλμένη εξόφληση, μια διαδικασία πένθους που οδηγεί σε τελική παραίτηση και μια ενδεχόμενη απόψυξη του ατομικού συναισθήματος. Ο κύριος χαρακτήρας του βιβλίου, αργά ή γρήγορα, θα αναγκαστεί να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τύψεις, αμφιβολίες και δραματικά ερωτηματικά όσον αφορά τον γενικότερο ρόλο του ως πατέρα.
Ο Τομ ταξιδεύει σε ένα παγωμένο λευκό τοπίο, αλλά το μυαλό του βρίσκεται βουλιαγμένο και πλημμυρισμένο από δύσκολες σκέψεις, όπως φυσικά και η μελαγχολία στην καρδιά του.
«Μπαίνω στην παγωμένη γη, μολονότι δεν μπορώ να πω σε ποια χώρα ανήκει. Κάποιες φορές την κοιτάζω σαν από ένα ντρόουν, και αποκάτω μου ξετυλίγεται ένα πεδίο πνιγμένο στο χιόνι…», ξεκινάει αυτό το σύντομο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Παρκ, για να συνεχίσει λίγο παρακάτω: «Εκεί, στην απώτερη όχθη, στέκει ένα σπίτι όπου καίει ένα μοναδικό φως. Στο σπίτι υπάρχουν σκαλιά, τα οποία γνωρίζω ότι θα πρέπει να ανέβω. Πώς όμως να φτάσω ως εκεί αν δεν διασχίσω τούτη την παγωμένη λίμνη» αναρωτιέται ο αφηγητής του μυθιστορήματος, ο Τομ, ο οποίος όπως δείχνουν εξ’ αρχής τα πράγματα πρέπει να μάθει να αντέχει την σκληρή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και επικεντρώνεται σε άλλα καθήκοντα. Λίγες μέρες έμειναν μέχρι τα Χριστούγεννα. Το βαρύ χιόνι έχει καθηλώσει στο έδαφος όλες τις αεροπορικές πτήσεις. Ο Τομ πρέπει να μεταβεί και να μεταφέρει τον ασθενή Λιούκ, από το Σάντερλαντ, στο οικογενειακό σπίτι του, στο Μπέλφαστ. Καθώς ξεκινάει με το αυτοκίνητό του, η σύζυγος του Τομ, Λόρνα, του λέει ότι είναι καλός πατέρας, ευθέως αλλά και εμμέσως, με τους δικούς της τρόπους. «Δεν είναι ένας χαρακτηρισμός που θα απηύθυνα ποτέ στον εαυτό μου, αλλά νομίζω ότι αν κατάφερνα να φέρω τον γιό μας στο σπίτι, στο μυαλό μου αυτό ίσως να έπαιζε κάποιο ρόλο – ίσως και να έγερνε την πλάστιγγα, μολονότι προσωρινά, υπέρ μου», σκέφτεται ο Τομ ξεκινώντας. Στον δρόμο, συναντά διάφορους ανθρώπους. Μια νεαρή γυναίκα στο καράβι που εργάζεται στην παραγωγή «Game of Thrones» και κάποιους άλλους άγνωστους. Αν και ο Τομ ταξιδεύει μόνος του, εν τούτοις όμως μεταφέρει, θέλοντας και μη, επιβάτες! Είναι ο Λιούκ, στο Σάντερλαντ και η Λόρνα ή και η κόρη Λίλι, πίσω στο Μπέλφαστ. Μια άλλη φιγούρα, όμως, ο Ντάνιελ, εισέρχεται με τον δικό του τρόπο και μπερδεύει τις βαθύτερες, θολωμένες και αποπνικτικές σκέψεις του Τομ. Το ποιος είναι ο Ντάνιελ και το τι ακριβώς έγινε με αυτόν, συνδέονται καίρια με τη φρίκη που περιγράφει στην κορυφή των σκαλοπατιών ο αφηγητής. Ο Τομ ταξιδεύει σε ένα παγωμένο λευκό τοπίο, αλλά το μυαλό του βρίσκεται βουλιαγμένο και πλημμυρισμένο από δύσκολες σκέψεις, όπως φυσικά και η μελαγχολία στην καρδιά του.
Η γονική μέριμνα είναι η παράξενη και ξένη γη του τίτλου του μυθιστορήματος. «Το να μεγαλώνεις ένα παιδί δεν είναι σαν να οδηγείς αυτό το αμάξι, όπου έχω μια φωνή να με καθοδηγεί, και παρά το χιόνι, τα ίχνη των άλλων αυτοκινήτων και τα φανάρια μού υπαγορεύουν πότε να ξεκινάω και πότε να σταματάω, απευθύνοντας προειδοποιήσεις για σοβαρούς κινδύνους. Αντί γι’ αυτό, έχεις ένα είδος θύελλας αντικρουόμενων και μπερδεμένων ιδεών, όπου, σε πείσμα της όποιας κατεύθυνσης νομίζεις ότι ενδείκνυται να πάρεις, σύντομα γίνεται σαφές ότι έχεις χάσει τον μπούσουλα και ότι όλα τα σημάδια στα οποία είχες εναποθέσει τις ελπίδες σου είναι τώρα θαμμένα κάτω απ’ το χιόνι…».
Ο Ντέιβιντ Παρκ (1953- ) γεννημένος στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας είναι ταλαντούχος συγγραφέας με πολλές περγαμηνές στο βιογραφικό του. Τα ως τώρα βιβλία του ξεπερνούν τα δέκα. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Ewart-Biggs Memorial. Το Ταξιδεύοντας σε ξένη γη τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου Ιρλανδικού Μυθιστορήματος της Χρονιάς για το 2019. |
Πριν από καιρό, ο Τομ έκανε μια επώδυνη και ανυπόφορη επιλογή ως πατέρας, η οποία αποκρύφτηκε καταλλήλως από τη σύζυγό του και η οποία συνεχίζει φυσικά να τον βασανίζει με το δικό της τρόπο. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος και η καταστροφή που έπληξε την οικογένειά του, αν και απαίσια, είναι αρκούντως συνηθισμένη στον περίγυρο. Είναι επαγγελματίας φωτογράφος, στο Μπέλφαστ, που ασχολείται κυρίως με οικογενειακές φωτογραφήσεις, εκεί όπου «όλοι προσποιούνται ότι χαμογελούν»! Έγκυες γυναίκες, νεογέννητα βρέφη και γάμους. Σε μια φωτογραφία δεν υπάρχει τίποτα, λέει, ανάμεσα σε εσένα και το θέμα, τίποτα να καθαρίσεις ή να μετριάσεις. Η αναγνώριση της ισχύος μιας εικόνας είναι σημαντική, γιατί μια συγκεκριμένη φωτογραφία ασχολείται με αυτό που βρίσκεται στην κορυφή των σκαλοπατιών του απόκεντρου σπιτιού.
Ακριβώς όπως ο Τομ ζυγίζει και υπολογίζει τη ζωή του, κοσκινίζοντας το παρελθόν για βεβαιωμένες ενδείξεις σε ό,τι πήγε στραβά, ο συγγραφέας ζυγίζει κάθε λέξη, ελέγχει και πιθανολογεί κάθε εικόνα, επιλέγοντας μόνο εκείνες που φέρουν αρκετό συναισθηματικό φορτίο για να οδηγήσουν τον αναγνώστη στον τελικό του προορισμό. Προς το τέλος αυτής της ιστορίας, ο αναγνώστης βρίσκεται πάνω στις ράγες ενός άλλου ταξιδιού. Και σε αυτό, όπως και σε άλλα μυθιστορήματα, εμφιλοχωρούν τολμηροί και ευφάνταστοι κίνδυνοι όπου οι νεκροί δεν είναι λιγότερο πραγματικοί από τους ζωντανούς. Όταν ο Τομ τελικά επιτρέπει στο μυαλό του να επιστρέψει στην κλειστή αίθουσα στην κορυφή των σκαλοπατιών, ο Ντέιβιντ Παρκ περιγράφει αυτό που τον περιμένει εκεί με τέτοια συγκρουόμενη περιέργεια και αγριότητα, ώστε κάποιος θα πρέπει να έχει το μυαλό του βουτηγμένο στον βαρύ χειμώνα για να μην νιώσει την αγωνία και την οδύνη του Τομ. «Αυτές είναι που μου ξεσκίζουν την καρδιά γιατί εκεί βρίσκεται μόνος του, όπως ακριβώς και στο τέλος, όταν θα έπρεπε να ήμουν μαζί του μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, παίρνοντας πίσω τα λόγια που του είπα μέσα στο φόβο και την οργή μου, παίρνοντας πίσω το γιο μου πίσω στην οικογένειά του», αναφωνεί ο Τομ προς το τέλος του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας παίρνει αυτό το άκρως συναισθηματικό έδαφος της γονικής μέριμνας ως κύριο θέμα του, για να δημιουργήσει με ενθουσιασμό και πίστη κάτι πραγματικά γενναίο και δυνατό.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η ανθολογία κειμένων «Ασιατικές νοσταλγίες» (εκδ. Οδός Πανός).
Ταξιδεύοντας σε ξένη γη
David Park
Μτφρ. Νίκος Μάντης
Gutenberg 2020
Σελ. 240, τιμή εκδότη €14,00