Για το μυθιστόρημα του Νταβίντ Γκρόσμαν «Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
«Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει».
Ο Ντόβαλε Γκρίνσταϊν, ο κεντρικός ώρας του Νταβίντ Γκρόσμαν στο βιβλίο Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ, είναι αυτός που βρίσκεται στη σκηνή ενός καταγώγιου μιας μικρής πόλης του Ισραήλ, πρωταγωνιστής μιας βραδιάς, υποτίθεται, σταντ απ κωμωδίας. Σταδιακά όμως μετεξελίσσεται σ’ έναν άνθρωπο που πασχίζει να βγάλει από μέσα του ό,τι τον βαραίνει, ό,τι συσσώρευσε η ψυχή του στα πενήντα και πλέον χρόνια της ζωής του. Κι όλα αυτά μόνο αστεία δεν είναι· είναι κομμάτια της προσωπικής του κόλασης, αυτής της κόλασης που, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο παραπάνω απόσπασμα, οδηγεί ορισμένους από τους θεατές του στο να παραμείνουν εκεί, απέναντί του, καρφωμένοι στις θέσεις τους, ενδίδοντας στον πειρασμό του «να κρυφοκοιτάζεις την κόλαση του άλλου».
Ο υπόγειος χώρος, το μισοσκόταδο, η θολή ατμόσφαιρα απ’ τα τσιγάρα μοιάζουν να είναι το κατάλληλο σκηνικό για μια ιστορία που ξεκινά κάπως υποτονικά, χωρίς να σε προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει. Το προσωπικό τραύμα του Ντόβαλε Γκρίνσταϊν δεν είναι από μόνο του αρκετό για να σε συγκινήσει τόσο, να σε τραβήξει μέχρι το τέλος του βιβλίου. Ωστόσο ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί μόνο ως αφορμή για να μιλήσει μέσω του Ντόβαλε για τα συλλογικά τραύματα του λαού του, για τις εμμονές και τις προκαταλήψεις του, για το πώς το παρελθόν εξακολουθεί να επηρεάζει και να καθορίζει το παρόν και το μέλλον του. Ένα παρελθόν που στοιχειώνει όσους το έζησαν αλλά καταδυναστεύει και τους νεότερους. Και το κάνει αυτοσαρκαζόμενος. «Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε πόσο αγχωτικό είναι να σε υποχρεώνει ο πατέρας σου στα τρία σου να πηγαίνεις στην παιδική χαρά κάθε μέρα από άλλο δρόμο για να μπερδέψεις τον εχθρό;» Οι θεατές του Ντόβαλε γελάνε μ’ αυτή του την ατάκα, αλλά δεν αντέχουν κι οι περισσότεροι αποχωρούν όταν το πράγμα «χοντραίνει», και ο κωμικός μέσω του σκληρού –και άγαρμπου, είναι η αλήθεια– χιούμορ που σε πολλά σημεία επιλέγει, δεν αφήνει τίποτα όρθιο, περνώντας από κόσκινο τους πάντες και τα πάντα σε μια κοινωνία που βλέπει παντού εχθρούς και εκπαιδεύει τα παιδιά της στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, αγόρια και κορίτσια, στον χειρισμό της χειροβομβίδας και στο καμουφλάζ!
«O κωμικός πρέπει να μας συγκλονίζει, να μας κάνει να αισθανόμαστε πως φεύγει η γη κάτω από τα πόδια μας». Η άποψη του ίδιου του Γκρόσμαν, όπως την διατύπωσε στη συνέντευξή του στον Διονύση Μαρίνο (bookpress.gr 18/01/2020), πραγματώνεται στο βιβλίο του καθώς ο ήρωάς του δεν περιορίζεται στο να «ξεγυμνωθεί» και να «αυτομαστιγωθεί», αλλά στρέφει το «μαστίγιό» του και προς τους θεατές του, αναγκάζοντάς τους να «δουν» εικόνες που μόνο ευχάριστες δεν τους είναι. Γιατί, ποιος αντέχει την αλήθεια, ακόμα και αν αυτή δεν χωρά καμιά αμφισβήτηση; Η φυγή των περισσοτέρων, με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία, αναπόφευκτη. Η «κόλαση του άλλου» τους αφορά πια, είναι, ως ένα σημείο, και δική τους κόλαση.
Με τον Ντόβαλε, τον κωμικό, τον γελωτοποιό, τον αποδιοπομπαίο τράγο, σε μια παράσταση ζωής που κινείται μεταξύ ιλαρότητας και οίκτου, να τραβά μια γραμμή με την κόκκινη κιμωλία του στον πίνακα που έχει μαζί του κάθε φορά που φεύγει κάποιος απ’ τους θεατές του, μέχρι που σχεδόν ξέπνοος θα σωριαστεί στην πολυθρόνα του, έχοντας πια απέναντι του μόνο δύο παιδικούς φίλους, έναν άνδρα και μια γυναίκα.
«Αυτό που κατάλαβα γράφοντας είναι ότι υπάρχει μια δύναμη στο να μπορείς να πεις μια ιστορία με διαφορετικό τρόπο. Όλοι έχουμε μια επίσημη ιστορία μέσα μας για τον εαυτό μας και το παρελθόν μας. Είναι σαν τη διαπιστευτήρια κάρτα μας. Γινόμαστε τόσο εξπέρ να τη λέμε και να τη λουστράρουμε και κάποια στιγμή συνειδητοποιούμε πως αυτή η ιστορία δεν έχει σχέση με εμάς, δεν είμαστε εμείς αυτοί που λέμε. Κάπως έτσι γινόμαστε φυλακισμένοι της ιστορίας μας. Αυτό συμβαίνει και στις κοινωνίες και τα κράτη. Βρίσκονται παγιδευμένοι στα βασικά τους αφηγήματα» λέει πάλι ο Ισραηλινός συγγραφέας στην ίδια συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο. Κλείνοντας το βιβλίο του αναζητούσα τον τρόπο να εκφράσω αυτό που ένιωσα διαβάζοντάς το – και το βρήκα χάρη στις δικές του λέξεις. «Φυλακισμένοι της ιστορίας μας». Μεγάλη κουβέντα. Και πόσο μας ταιριάζει. Σε όλους. Ανεξαρτήτως εθνότητας, καταγωγής, τόπου διαμονής. Όσο κι αν πλαταίνει ο νους και το βλέμμα ταξιδεύει πιο πέρα απ’ τη γραμμή των οριζόντων, είναι στιγμές, κι ας μην το καταλαβαίνουμε ή ας μην το παραδεχόμαστε, που την ίδια εικόνα κοιτάμε, τα ίδια σχήματα και τα ίδια χρώματα βλέπουμε. «Αυτό συμβαίνει και στις κοινωνίες και τα κράτη. Βρίσκονται παγιδευμένοι στα βασικά τους αφηγήματα» υποστηρίζει ο Γκρόσμαν και παίρνει το θάρρος –ή μήπως το ρίσκο;– να σχολιάσει και να ραγίσει το αφήγημα του δικού του κράτους, της δικιάς του κοινωνίας. Με τον Ντόβαλε, τον κωμικό, τον γελωτοποιό, τον αποδιοπομπαίο τράγο, σε μια παράσταση ζωής που κινείται μεταξύ ιλαρότητας και οίκτου, να τραβά μια γραμμή με την κόκκινη κιμωλία του στον πίνακα που έχει μαζί του κάθε φορά που φεύγει κάποιος απ’ τους θεατές του, μέχρι που σχεδόν ξέπνοος θα σωριαστεί στην πολυθρόνα του, έχοντας πια απέναντι του μόνο δύο παιδικούς φίλους, έναν άνδρα και μια γυναίκα.
Ο Ντάβιντ Γκρόσμαν γεννήθηκε το 1954 στην Ιερουσαλήμ. Σπούδασε φιλοσοφία και δραματουργία στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και ξεκίνησε την καριέρα του γράφοντας παιδικές εκπομπές για τη δημόσια ραδιοφωνία του Ισραήλ. Το 2006, και ενώ είχε αρχίσει να γράφει το Στο τέλος της γης, σκοτώθηκε ο γιος του Ούρι σε μάχες στα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου. Το βιβλίο, που θεωρείται το αριστούργημά του, είναι αφιερωμένο στη μνήμη του. Το 2017 του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Μπούκερ για το έργο του Ένα άλογο μπαίνει σ' ένα μπαρ. Λογοτέχνης και διανοούμενος, είναι μαζί με τον Οζ και τον Γεοσούα από τις πιο γνωστές φιλειρηνικές φωνές του Ισραήλ. |
Τι πετυχαίνει; «Τουλάχιστον θα μείνουν κάμποσες λέξεις από μένα. Σαν τα πριονίδια, όταν κόβουν το ξύλο…» λέει ο Ντόβαλε στο τέλος απευθυνόμενος στον άνδρα, αποκαμωμένος. Δεν φαίνεται να αποζητά τίποτα άλλο. Η δική του παράσταση τελείωσε. Οι λέξεις του μπορεί να μείνουν. Ίσως, βέβαια, και να τις πάρει ο αέρας όπως συμβαίνει με τα πριονίδια. Σημασία έχει πως το ξύλο κόπηκε και φάνηκε το σαράκι.
Ο τίτλος Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ είναι ένα από τα λίγα ανέκδοτα του βιβλίου. Ένα ανέκδοτο μισοτελειωμένο. Ο ήρωας το ξεκινάει μα δεν το τελειώνει ποτέ. Δεν σε νοιάζει. Έχεις συνειδητοποιήσει καθώς προχωρούν οι σελίδες του βιβλίου πως σ’ αυτό το ιδιόμορφο σταντ απ κωμωδίας τα ανέκδοτα μάλλον ως παραφωνία εμφανίζονται. Απαραίτητες ανάσες μιας αφήγησης που σε καθηλώνει. Ενδιαφέρεσαι να δεις που καταλήγει η ιστορία που αφηγείται ο Ντόβαλε. Μια προσωπική ιστορία ενός 15χρονου παιδιού που φεύγει απ’ το στρατόπεδο εκπαίδευσης για να πάει στην κηδεία ενός απ’ τους γονείς του χωρίς να ξέρει ποιος απ’ τους δύο έχει πεθάνει, επειδή πολύ απλά δεν του το λέει κανείς. Μια μαρτυρική διαδρομή όχι επειδή την κάνει μ’ ένα στρατιωτικό όχημα που τραντάζεται ολόκληρο διασχίζοντας κακοτράχαλους δρόμους, αλλά επειδή πρόκειται ουσιαστικά για τη διαδρομή ενός ανθρώπου μεγαλωμένου σ’ ένα σκληρό περιβάλλον που συνθλίβει από τα πρώτα του βήματα την όποια αθωότητα και αμεριμνησία θα μπορούσε να έχει ένα παιδί. Αυτό το παιδί που μεγαλώνει απότομα για να συνειδητοποιήσει πως ουσιαστικά δεν ήταν ποτέ του παιδί, αλλά το αποκούμπι των δικών του γονιών, και της κοινωνίας που αυτοί εξέφραζαν, που πάνω του απέθεταν τους δικούς τους εφιάλτες και τα δικά τους απωθημένα. Αυτό το παιδί, μεγάλος πια, πασχίζει να ξαναγίνει επί σκηνής ο Ντόβαλε, πετώντας ό,τι τον βαραίνει κι ας προκαλεί αγανάκτηση και λύπηση αντί για ευθυμία. Για να σταθεί, επιτέλους, στα πόδια του, χωρίς να κοιτάζει πίσω, χωρίς να φοβάται, χωρίς να λυπάται, χωρίς να απολογείται για κάτι. Χωρίς να αναγκάζεται να περπατά με τα χέρια, όπως έκανε μικρός. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο δεν είσαι σίγουρος πως το πέτυχε. Δεν έχεις όμως καμιά αμφιβολία πως το προσπάθησε, το πάλεψε.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μετέωρη γυναίκα» (εκδ. Διάπλαση).