Για το μυθιστόρημα του Isaac Bashevis Singer «Σώσα» (μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος, εκδ. Κίχλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Κάποτε είπα σε κάποιον που μου έπαιρνε συνέντευξη ότι οι περισσότεροι σπουδαίοι συγγραφείς έχουν μια περίεργη παιδιάστικη έκφραση στο πρόσωπό τους, κι ότι αυτό είναι ακόμα πιο έντονο σ’ όσους γράφουν φανταστικό. Είναι πιο φανερό, ίσως, στο πρόσωπο του Ρέι Μπράντμπερι, που διατηρεί πολύ έντονα την όψη του αγοριού που υπήρξε κάποτε στο Ιλινόις – το πρόσωπό του έχει ακόμη αυτή την απροσδιόριστη έκφραση, παρά τα εξήντα και βάλε χρόνια του, τα γκρίζα του μαλλιά και τα χοντρά γυαλιά του. Ο Ρόμπερτ Μπλοχ έχει πρόσωπο φαρσέρ της έκτης, του Κλόουν της Τάξης, ξέρετε, αν κι έχει περάσει τα εξήντα (πόσο, ούτε θα τολμούσα να μαντέψω, γιατί μπορεί να έστελνε τον Νόρμαν Μπέιτς να με κανονίσει)· είναι το πρόσωπο του πιτσιρικά που κάθεται στη γαλαρία στην τάξη –τουλάχιστον ώσπου να τον βάλει ο δάσκαλος μπροστά, κάτι που συνήθως δεν αργεί να συμβεί– και κάνει τσιριχτούς ήχους πάνω στο θρανίο με τις χούφτες του. Ο Χάρλαν Έλισον έχει πρόσωπο σκληρού πιτσιρικά της φτωχογειτονιάς, με αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε τις πιο πολλές φορές να είναι καλός, αλλά ικανός παρ’ όλα αυτά να σε γαμήσει άμα του τη φέρεις.
»Ίσως όμως η έκφραση που προσπαθώ να περιγράψω (ή κάπως να τη δείξω, γιατί στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να την περιγράψεις) είναι πιο φανερή στο πρόσωπο του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, που, ενώ θεωρείται “σοβαρός” λογοτέχνης από το κριτικό κατεστημένο, έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του στην απαρίθμηση διαβόλων, αγγέλων, δαιμόνων και ντιμπούκ. Πιάστε ένα βιβλίο του Σίνγκερ και ρίξτε μια καλή ματιά στη φωτογραφία του συγγραφέα (μπορείτε επίσης να διαβάσετε το βιβλίο όταν τελειώσετε με το κοίταγμα της φωτογραφίας του, εντάξει;). Είναι το πρόσωπο ενός γέρου, αλλά αυτό είναι μια επιφάνεια τόσο λεπτή που από μέσα της θα μπορούσες να διαβάσεις εφημερίδα. Το αγόρι είναι αποκάτω, αποτυπωμένο πολύ καθαρά στη φυσιογνωμία του. Στα μάτια του κυρίως, που είναι νεανικά και διαυγή».
Τάδε έφη Στήβεν Κινγκ στον Μακάβριο χορό, το βιβλίο του για το «φανταστικό» από το 1950 ως το ’80, και να δυο κουβέντες του ίδιου του Σίνγκερ για την τέχνη του, παρμένες από την έξοχα μεταφρασμένη και υπομνηματισμένη Σώσα, από το επίμετρο του μεταφραστή Μιχάλη Πάγκαλου:
«Γιατί δεν βυθίζουν το βλέμμα τους [οι μοντερνιστές συγγραφείς] στον ανθρώπινο ωκεανό που τους περιβάλλει και που αναδεύεται από εκατομμύρια ιστορίες και πράγματα εντελώς νέα; Αυτός είναι ο τόπος από όπου αντλώ τις εμπειρίες μου: το εργαστήριο της ανθρωπότητας και όχι ένα κομμάτι χαρτί […] Αυτός που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για το ύφος του δεν ανακαλύπτει τίποτε. Το χρυσωρυχείο του αληθινού συγγραφέα είναι ο εξωτερικός κόσμος, με τους μετασχηματισμούς του, τις περιπλοκές του, τα τόσο ετερόκλητα πρόσωπά του, τους ανθρώπους με τα πάθη, τις τρέλες, τα λάθη, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τους, προπαντός στο ζήτημα του έρωτα. Ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπαλζάκ, ο Ντίκενς και ο Γκόγκολ δεν περνούσαν τον χρόνο τους γράφοντας για τον εαυτό τους».
Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ γεννήθηκε το 1902 στο Leoncin της Πολωνίας, από πατέρα ραββίνο και μάνα κόρη ραββίνου. Το 1935 μετανάστευσε στην Αμερική, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1991. Το 1978 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και παιδικά βιβλία. Όλο το έργο του είναι γραμμένο στα γίντις. |
Τι ’ναι λοιπόν ο Μπάσεβις Σίνγκερ; Η απάντηση είναι η πιο απλή και η πιο σπουδαία που μπορεί κάποιος να δώσει μιλώντας για έναν συγγραφέα. Πάνω απ’ όλα είναι ένας παραμυθάς· το αποδεικνύει σε κάθε του βιβλίο, και σε τούτη δω τη Σώσα περίτρανα. Είναι μια ιστορία που διηγείται αυτό το «αγόρι αποκάτω», ζωντανεύοντας έναν κόσμο χαμένο πια, σε μια γλώσσα που πλέον ουσιαστικά δεν μιλιέται: την εβραϊκή κοινότητα της Βαρσοβίας πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον θάνατο να πλανιέται ήδη αποπάνω, γράφοντας στα γίντις, γιατί «η παγκόσμια ιστορία είναι ένα βιβλίο που δεν μπορούμε να το διαβάσουμε παρά μόνο προχωρώντας προς τα εμπρός», λέει ο Άρελε, ο φέρελπις συγγραφέας στο μυθιστόρημα, αναπτύσσοντας μια τρελή θεωρία του στην αγαπημένη του τη Σώσα· «όμως ό,τι υπήρξε κάποτε ζει ακόμα. Η Ύππε ζούσε ακόμα κάπου. Οι κότες, οι χήνες και οι πάπιες που έσφαζαν κάθε μέρα οι σφαγείς στην Αγορά του Γιάνας συνέχιζαν να ζουν, να κακαρίζουν, να πεταρίζουν και να κρώζουν στις άλλες σελίδες του βιβλίου – τις δεξιές σελίδες, εφόσον το παγκόσμιο βιβλίο ήταν γραμμένο στα γίντις, που διαβάζονται από τα δεξιά προς τα αριστερά».
Τα σχεδόν νεκρά γίντις είναι λοιπόν η μόνη γλώσσα που μπορεί να ζωντανέψει τούτον τον νεκρό κόσμο, και στο κέντρο του, αθώα ψυχή του, είναι η ίδια η Σώσα, η γυναίκα που ’χει μείνει παιδί, που δεν μπορεί να κάνει παιδιά γιατί είναι «στενή», που παίζει με τις σκιές και μιλάει με τους νεκρούς, και οι άλλοι τη νομίζουν για καθυστερημένη γιατί έχει κάθε λογής παιδιάστικες απορίες, σαν να μην μπορεί να καταλάβει ως και τα στοιχειώδη από τον κόσμο των ενηλίκων. Η Σώσα, και η βαθιά παιδιόθεν αγάπη της για τον Άρελε, στέκει άδολη στο κέντρο της ιστορίας, και γύρω από τ’ αντρόγυνο ξεπηδά ολοζώντανος ένας μικρόκοσμος: η Μπάσελε η μητέρα της Σώσας, η ηθοποιός Μπέττυ Σλόνιμ κι ο Σαμ ο πλούσιος εραστής της, ο ηδονιστής διανοούμενος Φάιτελτσον, η κομμουνίστρια Ντόρα Στόλνιτς… Και μ’ όση είναι η αγάπη της Σώσας για τον Άρελε, με άλλη τόση ζωντανεύει ο Σίνγκερ κάθε λεπτομέρεια τούτου του κόσμου, γιατί είναι αυτός του αλλοτινού αγοριού, ο μόνος εντέλει που μετρά. Δρόμοι, επαγγέλματα, τελετές, φαγητά, ρούχα, γιορτές, αναγνώσματα… Κι όσο για τους διαβόλους, τους αγγέλους, τους δαίμονες, τα ντιμπούκ, που λέει ο Κινγκ μιλώντας για τον Σίνγκερ; Κι ας είναι η Σώσα ένα ας πούμε ρεαλιστικό μυθιστόρημα, είναι γεμάτη δεκάδες τέτοιες ιστορίες. Να μία:
«Θυμήθηκα μια ιστορία που είχα ακούσει παιδί από τη μητέρα μου για μια ομάδα κακών πνευμάτων που κατέλαβε ένα χωριό και έφερε τα πάνω κάτω. Ο νερουλάς έγινε ραββίνος, ο ραββίνος φύλακας των δημόσιων λουτρών, ο αλογοκλέφτης γραφιάς, ο γραφιάς αγωγιάτης. Ένα τελώνιο παρίστανε τον διευθυντή της γεσιβά και έκανε στη συναγωγή κήρυγμα γεμάτο βλασφημίες. Ο γιατρός, που στην πραγματικότητα ήταν ένας δαίμονας, συνταγογραφούσε στους αρρώστους κουτσουλιές κατσίκας και πούπουλα από πόδι πτηνού μαζί με φεγγαρόζουμο και σπέρμα γαλοπούλας. Ένας διάβολος με πόδια πετεινού και κέρατα τράγου έγινε ιεροψάλτης και μετέτρεψε τους χαρούμενους ύμνους της Σιμχάτ Τορά σε θρήνους της Τισά β’Αβ».
Με την παγερή πνοή του επερχόμενου Ολοκαυτώματος να σαρώνει σε κάθε σελίδα του βιβλίου τον χαμένο πλέον κόσμο της Yiddishland, ο μεγάλος νομπελίστας παραμυθάς πλάθει εδώ με τα πιο λαγαρά υλικά ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
→ Η φράση του τίτλου είναι παρμένη από το πρώτο από τα δύο επίμετρα στη Σώσα, που το υπογράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Το δεύτερο είναι του μεταφραστή, Μιχάλη Πάγκαλου.
Σώσα
Isaac Bashevis Singer
Μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος
Επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης, Μιχάλης Πάγκαλος
Κίχλη 2020
Σελ. 472, τιμή εκδότη €19,00