
Για το μυθιστόρημα του Georgi Gospodinov «Φυσικό μυθιστόρημα» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
«Στην έξοδο από κάθε όνειρο υπάρχει ένα αόρατο τελωνείο όπου κατάσχονται τα πάντα»
Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ
Οδηγοί και φυλλάδια, μπροσούρες και άρθρα σχετικά με τη μελισσοκομία, την κηπουρική, τη Βιολογία, βιβλία μαγειρικής και φυσικής ιστορίας, ακόμη και η Βίβλος φαίνεται να συνθέτουν το ιδιότυπο σύμπαν αυτής της ρηξικέλευθης σύνθεσης από κείμενα που συναπαρτίζουν το Φυσικό μυθιστόρημα του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ. Ο αφηγητής προσπαθεί να αποδεχθεί την αποτυχία του γάμου του, θεωρώντας ως δεδομένο τον άστατο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής, και αναχωρεί για το χωριό του. Εκεί διαπιστώνει τον απομαγευμένο χαρακτήρα της ζωής και την επικράτηση του παραλόγου.
Όταν το Φυσικό μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στη Βουλγαρία, το 1999, και μετά τη βράβευση που κέρδισε, πέρασε στην πιο καθαγιασμένη ζώνη της σύγχρονης βουλγαρικής πεζογραφίας. Χαρακτηρίστηκε ως «το πρώτο μυθιστόρημα της γενεάς του ‘90» και αυτόματα περιλήφθηκε σε προγράμματα σύγχρονης γραφής και στους τομείς Σλαβικών Σπουδών πολλών πανεπιστημίων. Στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος στην υποδειγματική μετάφραση της κυρίας Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.
Εκεί όπου κάποτε υπήρξε ο Άνθρωπος
Στο κενό που αφήνει η Ομιλία, εμφανίζεται ο Άνθρωπος για να μιλήσει, να ζήσει, να εργασθεί και να μετατραπεί ο ίδιος σε αντικείμενο της γνώσης. Ένα μπορχεσικού τύπου «οικουμενικό αρχείο» των αισθήσεων, των συναισθημάτων και των διαφορετικών αφηγήσεων του ατόμου και του συνόλου, που φέρει το εμμονικό, ψυχοπαθολογικό πρόσχημα της ενσυναίσθησης.
Ο όρος «φυσικό» παραπέμπει στην έννοια που ο Μισέλ Φουκώ χρησιμοποίησε στην ανάλυσή του της Φυσικής Ιστορίας του 17ου αιώνα μ.Χ: ο άνθρωπος αναγνωρίζει την ύπαρξη στη γραμματική της γλώσσας του, στην ανάλυση του γήινου πλούτου που έχει στη διάθεσή του και στη φυσική ιστορία που γνωρίζει. Φιλολογία, Πολιτική Οικονομία, Βιολογία: στο κενό που αφήνει η Ομιλία, εμφανίζεται ο Άνθρωπος για να μιλήσει, να ζήσει, να εργασθεί και να μετατραπεί ο ίδιος σε αντικείμενο της γνώσης. Ένα μπορχεσικού τύπου «οικουμενικό αρχείο» των αισθήσεων, των συναισθημάτων και των διαφορετικών αφηγήσεων του ατόμου και του συνόλου, που φέρει το εμμονικό, ψυχοπαθολογικό πρόσχημα της ενσυναίσθησης (εάν ως «ενσυναίσθηση» αντιλαμβανόμαστε το χάρισμα να μπορεί κανείς να διεισδύσει στα βιώματα τρίτων και να μετατρέψει τον κόσμο σε ένα απέραντο «εγώ»). Με οδηγό την ενσυναίσθηση, θεμελιώδη αρχή της ανάγνωσης και της συγγραφής, ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί με τον χαρακτήρα που αφηγείται τις ήττες και τις νίκες του.
Μεταξύ άλλων, το Φυσικό μυθιστόρημα μιλά για την ίδια τη διαδικασία της γραφής: πιο συγκεκριμένα, για τον τρόπο με τον οποίον αναμετρώνται η πραγματικότητα και η μυθοπλασία, για τα ύστατα κελεύσματα του Ρολάν Μπαρτ και του Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ. Κατά τη μεταμοντέρνα συνθήκη του Γκοσποντίνοφ, η γραφή είναι εξίσου κοντά στη ζωή όσο και στον θάνατο, γιατί την απαρτίζουν στοιχεία και των δυο συνθηκών. «Όταν ένας συγγραφέας δημιουργεί, βρίσκεται σε μια περίεργη, ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου» θα πει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας. Ο μαγικός ρεαλισμός του συγγενεύει με την προφορική αφήγηση, που στις «κλειστές» κοινωνίες αποτελεί το διαβατήριο για τη σφαίρα του υπερβατολογικού. Όχι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένα, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αντιγραφή ενός κλασικού διηγήματος του Μπόρχες, όπου ο γράφων συναντάται καταπρόσωπο με μιαν άλλη εκδοχή του εαυτού του:
«Παίρνοντας θάρρος από την απάντησή του, τον ρώτησα άλλη μια φορά πώς τον έλεγαν.
"Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ".
"Έτσι λένε εμένα!" έβαλα σχεδόν τις φωνές».
![]() |
Ο συγγραφέας δίδαξε στο Πρόγραμμα Δημιουργικής
|
Η φυσικότητα ως απουσία προσποίησης
Επιπλέον, το μυθιστόρημα του Γκοσποντίνοφ είναι «φυσικό» γιατί δεν υποδύεται κανένα απολύτως στιλ, δεν έχει πόζα ούτε επιτήδευση. Βεβαίως, πολλοί κριτικοί άφησαν να εννοηθεί πως ο όρος είναι οξύμωρος, γιατί σαρκάζει την έλλειψη «φυσικότητας» της λογοτεχνίας, καθώς οι φίκοι και τα σπαράγγια παρακολουθούν τον άνθρωπο και τον σχολιάζουν. Υπάρχει, λοιπόν, ένα παράδοξο στον τίτλο του βιβλίου, εφόσον κανένα είδος γραφής δεν είναι αυτοδημιούργητο. Αναμειγνύοντας τις φράσεις εκκίνησης κάποιων κλασικών μυθιστορημάτων, ο Γκοσποντίνοφ επιδιώκει να πετύχει το άφατο, αλχημικό μυστικό της ιδεατής «φυσικότητας» ενός κειμένου που θα αναδυθεί αυτοφυώς, πηγαία, αφ’ εαυτού.
Θραύσματα της καθημερινότητας και σπαράγματα από προσωπικές εμπειρίες βάζουν τον πρωταγωνιστή στη διαδικασία αναζήτησης νοήματος και κινήτρων χάριν των οποίων θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει μετά την ερωτική εξαπάτηση που βιώνει: αυτό το ζήτημα είναι κεντρική υπαρξιακή αναζήτηση στον κόσμο μοναξιάς όπου ζούμε, στον κόσμο όπου τα πράγματα δεν αντιστοιχούν στις ονομασίες τους. Οι φόβοι, όπως και η μελαγχολία και η δυστυχία, είναι σε θέση να περιγράψουν τις εποχές και τις κοινωνίες. Η παιγνιώδης, σαρκαστική διάθεση, καλά κρυμμένη πίσω από τις λέξεις του, ίσως δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα να μπορέσει να αποδεχτεί τη μελαγχολία που κυριεύει την ύπαρξή του με την αφορμή μιας εγκυμοσύνης της οποίας δεν μπορεί να διεκδικήσει την πατρότητα. Η διέξοδός του είναι να προσδώσει βαρύτητα στο ασήμαντο και στο θνησιγενές. Την ίδια βαρύτητα προσδίδει και στις χαρούμενες στιγμές:
«Η χαρά της ζεστασιάς και της υγρασίας... του καθαρού και στεγνού... η χαρά από τα στήθη της μαμάς... από το κούνημα στην κούνια... από το πέταγμα πάνω από το κεφάλι του μπαμπά...»
Το ανείπωτο μυστικό της θλίψης
Τέλος, το μυθιστόρημα είναι «φυσικό» με τη νοηματοδότηση που η αρχαία ελληνική φυσική φιλοσοφία δίνει στο «φυσικό»: ο πρωταγωνιστής αναζητά στο σύμπαν το ίδιο μοτίβο με αυτό από το οποίο διέπεται η προσωπική του ζωή και το οποίο δεσπόζει στις αποτυχίες της: «Είναι συλλέκτης ιστοριών, αλλά δική του ιστορία δεν έχει». Σε μεγάλη εγγύτητα με τον συγγραφέα, αλλά όχι αρκετά κοντά για να συνιστά βίωμά του, η ζωή κυλά κανονικά. Ωστόσο, ο ίδιος λειτουργεί ως «λαθραναγνώστης» της ζωής των άλλων, κρυφακούει τις συζητήσεις τους στα καφενεία, «υποκλέπτει» τα συναισθήματά τους, μέσω των εκφάνσεων της δικής τους λίμπιντο κατανοεί την αποξένωση στον γάμο του. Κρίνει πως μοναχά μια λεπτομερής καταγραφή «αυτού που συμβαίνει» θα επιδράσει στον μηχανισμό του, «θα αποτελέσει τον πυροκροτητή και θα δώσει τη φόρμουλα σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να εξελιχθούν κάποια πράγματα». Αντιλαμβάνεται πως η μοναδική καθαρή χρήση του Λόγου βρίσκεται στη Σκέψη. Γι’ αυτό, επιλέγει τη γλώσσα των φυτών, τις σκέψεις μιας κοινής οικιακής μύγας, τις εμπειρίες άλλων ανθρώπων, ώστε, μέσω μιας μη ανθρωποκεντρικής προσέγγισης, να φιλοτεχνήσει ένα διάγραμμα των κυριότερων γεγονότων που διέπονται από αυτόν τον ιδιάζοντα «βουλγαρικό» ή «βαλκανικό» τόνο θλίψης.
Έχοντας αρχίσει τη συγγραφική του καριέρα ως ποιητής, ο Γκοσποντίνοφ έγραψε το δεύτερο πεζό του, Περί φυσικής της μελαγχολίας (Ίκαρος, 2018) όπου πραγματεύεται την έννοια της tuga, που στα Βουλγαρικά σημαίνει «λύπη» ή «μελαγχολία» (έννοια παρεμφερή με την πορτογαλική sodade, με το spleen του γαλλικού συμβολισμού, με την τουρκική hüzün ή την ελληνική νοσταλγία). Και αυτό είχε θερμή υποδοχή από τη διεθνή κριτική, κέρδισε πολλά λογοτεχνικά βραβεία στην κατηγορία Καλύτερου Μυθιστορήματος, μεταξύ άλλων το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στη Βουλγαρία (2013), το ελβετικό διεθνές βραβείο Jan Michalski Preis (2016) και το πολωνικό βραβείο Angelus (2019), ενώ συμπεριλήφθηκε στη long list τεσσάρων διεθνών λογοτεχνικών βραβείων της Ευρώπης: Premio Strega Europeo, Premio Gregor von Rezzori, Brueke Berlin Preisκαι Haus der Kulturen der Welt Preis.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Φυσικό μυθιστόρημα
Georgi Gospodinov
Μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Ίκαρος 2020
Σελ. 184, τιμή εκδότη €13,30