Για το μυθιστόρημα της Ελίφ Σαφάκ «Ο μαθητευόμενος αρχιτέκτονας» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Ψυχογιός).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Την εποχή που ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής βρίσκεται στον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο δωδεκάχρονος Τζαχάν φτάνει στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από ένα μακρύ, δύσκολο κι επικίνδυνο θαλασσινό ταξίδι.
Συνταξιδεύει από το Ινδουστάν με τον Τσότα, έναν λευκό ελέφαντα, δώρο του Σάχη στον Σουλτάνο. Δηλώνει μαχούτ, δηλαδή δαμαστής του ελέφαντα και συνοδεύει το τεράστιο ζώο στο θηριοτροφείο του παλατιού.
Έχει εγκαταλείψει την πατρίδα του ύστερα από τον θάνατο της μητέρας του, αρνούμενος να δεχτεί τη συγκατοίκηση με τον πατριό και θείο του που του συμπεριφέρεται πολύ άσχημα. Συνταξιδεύει από το Ινδουστάν με τον Τσότα, έναν λευκό ελέφαντα, δώρο του Σάχη στον Σουλτάνο. Δηλώνει μαχούτ, δηλαδή δαμαστής του ελέφαντα και συνοδεύει το τεράστιο ζώο στο θηριοτροφείο του παλατιού. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια αγαπητική σχέση επικοινωνίας, αλληλοβοήθειας και κατανόησης που θα κρατήσει για μια ζωή. Φτάνοντας σε αυτή την πόλη με τις εβδομήντα δυόμιση φυλές και στο παλάτι του Σουλτάνου, ο Τζαχάν διαπιστώνει ότι πρέπει να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα γιατί παντού υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθήσουν να τον βλάψουν, ότι πρέπει να προσέχει ακόμα και την ώρα που κοιμάται και ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανέναν.
Στον κήπο του παλατιού όπου φροντίζει τον ελέφαντα γνωρίζει τη Μιχριμάχ, τη μικρή κόρη του Σουλτάνου, στην οποία χαρίζει την καρδιά και τη σκέψη του άπαξ διά παντός, γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται ποτέ να βρει ανταπόκριση στα αισθήματά του. Παράλληλα όμως γνωρίζει και τον δάσκαλο Σινάν, τον Πρώτο Βασιλικό Αρχιτέκτονα. Ο δάσκαλος διακρίνει στον Τζαχάν ιδιαίτερη εξυπνάδα, ασυνήθιστη επιμονή, λαχτάρα για ζωή συνοδευόμενη από διαρκή εγρήγορση και πείσμα που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης. Τον κάνει μαθητή του, προσφέροντάς του από τη μια ασφάλεια και από την άλλη τη δυνατότητα μόρφωσης και οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης.
Από τη ζωή του Τζαχάν και από τις σελίδες του μυθιστορήματος παρελαύνουν σουλτάνοι, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, ευνούχοι, παλλακίδες και οδαλίσκες, νταντάδες, υπηρέτες και σκλάβοι, άνθρωποι κάθε εθνικότητας, Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι, Ινδοί, Ιταλοί, Ρομά, οι περισσότεροι αγωνιζόμενοι να επιβιώσουν, κάποιοι θέλοντας να αυξήσουν τα εισοδήματά τους και μερικοί προσπαθώντας να διατηρήσουν τα ήδη κεκτημένα τους. Σε όλη την πόλη αλλά κυρίως μεταξύ των ενοίκων του παλατιού, οι δολοπλοκίες είναι καθημερινό φαινόμενο. Παντού υπάρχουν μυστικά, κίνδυνοι και ανατροπές, όσο για την απώλεια της ζωής, είναι πολύ εύκολο να συμβεί στον καθένα σε όποια κατηγορία κι αν ανήκει – και δεν εννοούμε βέβαια να προέλθει από φυσικά αίτια. Οι δεσμοί αίματος δεν αποτρέπουν τις δολοφονίες. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του καθενός είναι άμεσα συνδεδεμένες με την κοινωνική θέση στην οποία ανήκει. Ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό με τα χρώματα της Ανατολής ανοίγεται μπροστά μας. Μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα, υφάσματα, πολύτιμα αντικείμενα, κτίρια και εικόνες μιας πόλης όμορφης και σαγηνευτικής, μα ταυτόχρονα παράξενης κι επικίνδυνης.
Ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό με τα χρώματα της Ανατολής ανοίγεται μπροστά μας. Μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα, υφάσματα, πολύτιμα αντικείμενα, κτίρια και εικόνες μιας πόλης όμορφης και σαγηνευτικής, μα ταυτόχρονα παράξενης κι επικίνδυνης.
Η αφήγηση ξεκινάει με ένα δισέλιδο από το ημερολόγιο του Τζαχάν, ο οποίος το 1632 βρίσκεται πλέον στην Ινδία. Κάτι αντίστοιχο υπάρχει και στο τέλος του βιβλίου. Σε όλο το υπόλοιπο μυθιστόρημα, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και δίνεται μέσα από τη φωνή του παντογνώστη αφηγητή και συνοδευόμενη από ημερομηνίες και χρονολογίες. Το πρώτο κεφάλαιο τοποθετεί τη δράση στον Δεκέμβριο του 1574, χρονιά κατά την οποία ο Τζαχάν έχει ήδη γίνει μαθητευόμενος του δασκάλου Σινάν και συνοδεύεται από μια αναδρομή στο τι έχει προηγηθεί μέχρι να φτάσει στο σημείο αυτό η εξέλιξη της πλοκής. Η συγγραφέας έχει επιλέξει πραγματικά πρόσωπα από το παρελθόν της Τουρκίας και γύρω από αυτά έχει πλέξει την ιστορία της. Οι τρεις σουλτάνοι οι οποίοι εναλλάσσονται στον θρόνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τον καιρό που ο ήρωας του βιβλίου βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, είναι ο Σουλεϊμάν Α' ο Μεγαλοπρεπής, ο Σελίμ Β' και ο Μουράτ Γ'. Στο βιβλίο παρουσιάζονται με τα κανονικά τους ονόματα, όπως και η Μιχριμάχ, η κόρη του Σουλεϊμάν. Σε μερικές μόνο περιπτώσεις, όπως ομολογεί και η ίδια η συγγραφέας, έχει αλλάξει ελαφρώς τις χρονολογίες γέννησης ή θανάτου κάποιων ιστορικών προσώπων, για να ταιριάζουν καλύτερα στην πλοκή και στην εξέλιξη των γεγονότων του βιβλίου.
Ο δάσκαλος Σινάν, ο Πρώτος Βασιλικός Αρχιτέκτονας, είναι επίσης υπαρκτό πρόσωπο. Πρόκειται για τον Σινάν Μιμάρ (1489-1588), διάσημο αρχιτέκτονα ελληνικής καταγωγής, ο οποίος καινοτόμησε στην αρχιτεκτονική της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατασκεύασε κάστρα, γέφυρες, τζαμιά, τεμένη, μαυσωλεία, κρήνες, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, υδραγωγεία, το σύνολο των οποίων ξεπερνά τα 330 και κάποια από αυτά έμειναν στην ιστορία, όπως το Τέμενος του Σεχζαντέ, το Σουλεϊμανιέ τζαμί και το Τέμενος Σελιμιγιέ.
«Είθε ο κόσμος να κυλάει σαν το νερό, συνήθιζε να λέει ο Σινάν. Εγώ μπορώ μόνο να ελπίζω πως η ιστορία αυτή θα κυλήσει σαν νερό στις καρδιές των αναγνωστών της». Μια ευχή που κατά τη γνώμη μας πραγματοποιήθηκε. Σε αυτό συνέβαλε και η εξαιρετική μετάφραση της κυρίας Παπασταύρου.
Παρατηρούμε έντονο ρεαλισμό στην περιγραφή της ζωής σε μια πόλη που για αιώνες υπήρξε σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Στο έδαφός της ζουν μονιασμένοι –στο μέτρο του δυνατού– Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και πλείστοι άλλοι. «Κάθε φυλή έχει τη δική της θέση. Και καταφέρνουν να ζουν ειρηνικά, όσο όλοι γνωρίζουν τα όριά τους». Ζωντανές εικόνες με λεπτομερείς περιγραφές τόσο των γεγονότων όσο και του περιβάλλοντα χώρου, των κτιρίων που υπάρχουν σε αυτόν και των υλικών από τα οποία αυτά είναι φτιαγμένα.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί πλούσιο λόγο, με πολλές μεταφορές και παρομοιώσεις, που προσδίδουν στο κείμενο ποιητικότητα και κάνουν τον λόγο της να ρέει όμορφα, κελαρυστά κι ευχάριστα. Διαβάζουμε στο σημείωμα που η ίδια παραθέτει στο τέλος του βιβλίου: «Είθε ο κόσμος να κυλάει σαν το νερό, συνήθιζε να λέει ο Σινάν. Εγώ μπορώ μόνο να ελπίζω πως η ιστορία αυτή θα κυλήσει σαν νερό στις καρδιές των αναγνωστών της». Μια ευχή που κατά τη γνώμη μας πραγματοποιήθηκε. Σε αυτό συνέβαλε και η εξαιρετική μετάφραση της κυρίας Παπασταύρου.
Η Ελίφ Σαφάκ γεννήθηκε το 1971 στη Γαλλία, αλλά κατάγεται από την Τουρκία. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Έχει γράψει δεκαεπτά βιβλία από τα οποία τα έντεκα είναι μυθιστορήματα. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει διδάξει σε πανεπιστήμια της Τουρκίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου. Αρθρογραφεί σε έντυπα σε όλο τον κόσμο. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία για τα έργα της. |
Η Ελίφ Σαφάκ μελέτησε πολύ καλά τις συνθήκες και τον τρόπο ζωής στην Κωνσταντινούπολη κατά την εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο της, και κατάφερε να μας κάνει κοινωνούς αυτού του ιδιαίτερου κλίματος της πόλης, με την εξαιρετική μυθοπλαστική της ικανότητα. Μας έκανε να αφουγκραστούμε τους ήχους της, να μυρίσουμε τις ευχάριστες και δυσάρεστες οσμές της, να απολαύσουμε τις γεύσεις της, να θαυμάσουμε τις ομορφιές της, να σαγηνευτούμε από τις ιδιαιτερότητές της. Στόχος της βέβαια δεν ήταν μόνο να μας προσφέρει την τέρψη της ανάγνωσης. Στο βιβλίο συναντάμε πληθώρα αποφθεγματικών φράσεων. Μέσα από τα λόγια του Τζαχάν αλλά κυρίως από τα λόγια του δασκάλου του, τονίζεται η αξία της φιλίας, η αγάπη για τα ζώα, η πολυτιμότητα των βιβλίων, η διεύρυνση της γνώσης ως πρωταρχικός σκοπός του ανθρώπου, η συλλογική προσπάθεια που πάντα είναι πιο αποτελεσματική από την ατομική, η μοναξιά που συνοδεύει τη διαφορετικότητα, η ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις ως προϋπόθεση επιβίωσης, η ευκολία στην αλλαγή της διάθεσης του όχλου, η συνειδητοποίηση της φθαρτότητας του ανθρώπινου είδους, ο φόβος και οι δεισιδαιμονίες ως κύρια χαρακτηριστικά των ανθρώπων με έλλειψη γνώσεων, η τάση καταστροφής που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, παράλληλα με την ανάγκη έκφρασης και δημιουργίας κτισμάτων ανθεκτικών στον χρόνο, εντυπωσιακών στην εμφάνιση και με χρησιμότητα στο κοινωνικό σύνολο, η δίψα της ανθρώπινης ύπαρξης για αγάπη και τέλος η ελευθερία των επιλογών και η ισότητα, αξίες για τις οποίες η συγγραφέας μάχεται με κείμενα και ομιλίες της. Διαβάζουμε στο κλείσιμο του βιβλίου, από τη σελίδα του ημερολογίου του Τζαχάν:
«Έφτασα να πιστεύω πως, αν υπάρχει ένα σχήμα που εκτείνεται πάνω απ’ όλους μας, αυτό είναι ο θόλος. Εκεί όλες οι διακρίσεις εξαφανίζονται και κάθε ήχος, είτε χαράς είτε λύπης, συγχωνεύεται σε μία απέραντη σιγή της αγάπης που περικλείει τα πάντα. Όταν σκέφτομαι αυτόν τον κόσμο με τέτοιο τρόπο, νιώθω σαστισμένος και αποπροσανατολισμένος και δεν μπορώ πια να πω πού αρχίζει το μέλλον και πού τελειώνει το παρόν· πού καταρρέει η Δύση και πού ανατέλλει η Ανατολή».
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι νηπιαγωγός.