Για το μυθιστόρημα του Patrick Hamilton «Πλατεία Χανγκόβερ» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, επίμ. Νίκος Α. Μάντης, εκδ. Στερέωμα).
Της Νίκης Κώτσιου
Γνωστός κυρίως από τη θρυλική Θηλιά που σκηνοθέτησε ο Χίτσκοκ, ο βρετανός Πάτρικ Χάμιλτον (1904-1962) παρέδωσε σπουδαίο έργο με πολύ ιδιαίτερο στίγμα και ξεχωριστή ματιά. Η μακρά θητεία του στον αλκοολισμό αλλά και τον μαρξισμό, έστρεψε από νωρίς το βλέμμα του σε ειδικές περιοχές ενδιαφέροντος και σε ανθρώπους, με τους οποίους ένιωθε ίσως ότι μοιραζόταν μια κοινή μοίρα κακοδαιμονίας και αλλοτρίωσης, λόγω συνθηκών αλλά και χαρακτήρα. Στο Πλατεία Χανγκόβερ (σε ωραία μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, με άκρως ενδιαφέρον επίμετρο του Νίκου Μάντη, από τις εκδόσεις Στερέωμα) παρακολουθούμε τα πάθη ενός πότη, στις παραμονές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, σε μια Αγγλία που προσπαθεί να ξεχάσει τα αδιέξοδά της πνίγοντάς τα στο ποτό. Η υπόθεση ξετυλίγεται σα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ με άφθονη δόση σασπένς και αγωνίας, ενώ τα έμμεσα κοινωνιολογικά συμπεράσματα που μπορεί κανείς να εξαγάγει αβίαστα για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και την κουλτούρα του περιθωρίου φτιάχνουν μια ανάγλυφη εικόνα της εποχής με έντονα και ανεξίτηλα χρώματα. Σημειωτέον ότι το Πλατεία Χανγκόβερ κυκλοφόρησε το 1941, ενώ λίγο αργότερα, το 1944, άρχισε να γράφεται ο Πότης του Χανς Φάλαντα (εκδ. Κίχλη).
Ως φαμ φατάλ της ιστορίας, η Νέττα εκπέμπει έναν ισχυρό μαγνητισμό και περιβάλλεται από μια σεξουαλική αύρα, που υποδουλώνει τον Μπόουν και τον μετατρέπει σε θλιβερό υποχείριό της.
Ο Τζορτζ Χάρβεϊ Μπόουν, που πρωταγωνιστεί στο Πλατεία Χανγκόβερ, είναι ένας άνεργος τριαντατετράχρονος άνδρας, αδέξιος και μελαγχολικός. Απελπισμένα ερωτευμένος με μια νεαρή ατάλαντη στάρλετ, την όμορφη Νέττα, ο Μπόουν εισπράττει μόνο χλεύη και σαρκασμό από την ίδια και την παρέα της. Ωστόσο, ακολουθεί πιστά τη Νέττα και τη «συμμορία» της από παμπ σε παμπ πληρώνοντας ποτά και χρέη από το γλίσχρο εισόδημά του, που βαίνει ολοένα μειούμενο. Η Νέττα μαζί με τον Πήτερ, τον φασίστα φίλο της, εμπαίζουν κι εκμεταλλεύονται τον Μπόουν ξεδιάντροπα και ανελέητα απομυζώντας τον οικονομικά κι εξουθενώνοντάς τον συναισθηματικά. Ως φαμ φατάλ της ιστορίας, η Νέττα εκπέμπει έναν ισχυρό μαγνητισμό και περιβάλλεται από μια σεξουαλική αύρα, που υποδουλώνει τον Μπόουν και τον μετατρέπει σε θλιβερό υποχείριό της. Βαθιά ανήθικη και κυνική, μολυσμένη από μια μοχθηρία και κακεντρέχεια σχεδόν κυτταρική, τον περιπαίζει και τον βασανίζει με μια ωμότητα απερίγραπτη, αφού πρώτα τον παγιδεύσει στον δηλητηριώδη ιστό της.
«Η Νέττα δημιουργούσε γύρω της, κι αυτός το είχε νιώσει καλά στο πετσί του, έναν κύκλο σεξουαλικής έλξης, μια άλω, ένα πεδίο σωματικής, μαγνητικής επίδρασης. Κέντρο και πηγή αυτής της αόρατης αλλά απτής επίδρασης, ήταν το κορμί της, γι' αυτό και η σαγήνη της εξασθενούσε με την απόσταση. Αν λοιπόν κατάφερνε να μείνει εκτός της εμβέλειάς της, ήταν προστατευμένος από τις επιπτώσεις της. Αν όμως πήγαινε κοντά της κι έμπαινε σ' εκείνο τον κύκλο της σαγήνης, [...] ο Μπόουν υπέφερε απερίγραπτα δεινά».
Το Hangover Square μεταφέρθηκε επίσης
στον κινηματογράφο, το 1945,
σε σκηνοθεσία John Brahm.
|
Δέσμιος του ανεκπλήρωτου έρωτά του κι εμμονικά κολλημένος με τη Νέττα που τον ποδοπατά, ο Μπόουν υφίσταται αδιαμαρτύρητα τον εξευτελισμό αλλά όταν η ψυχοπιεστική συνθήκη οξύνεται, τότε περνά στις λεγόμενες «νεκρές φάσεις» του, που τον τοποθετούν στον χώρο μιας βαριάς ψυχοπαθολογίας. Σε καθε «νεκρή φάση», ο Μπόουν βιώνει μια έντονη αμφιθυμία απέναντι στη Νέττα και κυριαρχείται από την ακατανίκητη επιθυμία να τη σκοτώσει, παρά την αδιαφιλονίκητη λατρεία που κανονικά τρέφει γι' αυτήν. Κάθε «νεκρή φάση», που μοιάζει μ' ένα είδος επαναλαμβανόμενης καταληψίας και πάντα συνοδεύεται από μικρή αμνησία, τον φέρνει όλο και πιο κοντά στην προοπτική να φονεύσει το απόλυτο αντικείμενο του πόθου του.
Ανίκανος ν' αλλάξει τη ζωή του, παγιδευμένος στο σπιράλ μιας αποτυχίας χωρίς τέλος, δαπανά όλη του την ενέργεια σε μια χαμένη υπόθεση και υπομένει αγόγγυστα την πλήρη ταπείνωση.
Διχασμένος μέχρι το τέλος ανάμεσα στον απόλυτο έρωτα και το αβυσσαλέο μίσος για τη Νέττα, που ενσαρκώνει συγχρόνως το όνειρο και τον εφιάλτη, ο Μπόουν διανύει όλη τη διαδρομή μεθυσμένος από το ποτό κι από τα παροξυσμικά αισθήματα που τον παρασύρουν στη δίνη μιας οδυνηρής παραφροσύνης. Αναποφάσιστος, μπερδεμένος και δίβουλος μοιάζει να υπνοβατεί μέσα σε μια γριφώδη και ακατανόητη πραγματικότητα, που τον υπερβαίνει και τον καταδυναστεύει. Ανίκανος ν' αλλάξει τη ζωή του, παγιδευμένος στο σπιράλ μιας αποτυχίας χωρίς τέλος, δαπανά όλη του την ενέργεια σε μια χαμένη υπόθεση και υπομένει αγόγγυστα την πλήρη ταπείνωση. Τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχεται σε όλα τα πεδία (ανεργία, ερωτική αποτυχία, ψυχική διαταραχή) καθιστούν διάτρητη την ανδρική του ταυτότητα και τον απομακρύνουν από τα ιδεώδη που τον εμπνέεουν και αποτελούν σημεία αναφοράς.
Δύο από τα θεατρικά έργα του Patrick Hamilton έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο με απόλυτη επιτυχία. Η Θηλιά από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1948, ενώ μερικά χρόνια πριν, το 1944, ο George Cukor σκηνοθέτησε την ταινία Gaslight, με τον Charles Boyer, την Ingrid Bergman και τον Joseph Cotten. Η ταινία είχε αποσπάσει επτά υποψηφιότητες στα βραβεία Όσκαρ, ενώ τελικά κέρδισε δύο. Α' Γυναικείου Ρόλου για την Ingrid Bergman και Σκηνικών. Η Ingrid Bergman για τον ίδιο ρόλο είχε κερδίσει εκείνη τη χρονιά και τη Χρυσή Σφαίρα. |
Κατά τα άλλα, ο Μπόουν είναι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, με έμφυτη ευγένεια και αίσθημα αξιοπρέπειας, μολονότι ο αλκοολισμός αναπόφευκτα τον αποξενώνει από τις φυσικές του κλίσεις και ποιότητες. Βαριά εθισμένος στη Νέττα, το ποτό και την απελπισία, αθεράπευτα ερωτευμένος με μια γυναίκα που τον περιφρονεί ανοιχτά και ξεκάθαρα, ο Μπόουν ζει μια άδεια ζωή, γεμάτη όμως πόνο και οδύνη. Σε κάποιες ευκαιριακές αναλαμπές νηφαλιότητας, σχεδιάζει ένα κάποιο μέλλον και κάνει όνειρα, που σύντομα όμως σβήνουν μέσα στο επόμενο μεθύσι. Μαζί με την «παρέα» του, που είναι πάντα οι κατά καιρούς ακόλουθοι τής επίσης αλκοολικής Νέττα, περιφέρεται στα άχρωμα και θλιβερά στέκια του Ερλ'ς Κόρτ πνίγοντας τη θλίψη του στο ποτό. Μαζί με τους υπόλοιπους απελπισμένους φτωχοδιαβόλους, ροκανίζει τη μέρα του αργά και βασανιστικά σε παμπ και φθηνές πανσιόν, ενώ το φάσμα του Β' Παγκόσμιου πλανάται ήδη απειλητικά πάνω από το Λονδίνο σκορπίζοντας αβεβαιότητα και φόβο. Η Πλατεία Χανγκόβερ αρχίζει τα Χριστούγεννα του 1938 και τελειώνει στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, με την κήρυξη του πολέμου στη Γερμανία.
Εγκλωβισμένος στο Ερλ'ς Κορτ της πλήξης, της θλίψης και των αδιεξόδων, μόνιμα αντιμέτωπος με το αίσθημα μιας πολλαπλής αδυναμίας που κάνει το παρόν του αβάσταχτο και το μέλλον του αμετάκλητα δυσοίωνο, ο Μπόουν συχνά αναπολεί το Μέιντενχεντ των παιδικών του χρόνων και μεταθέτει εκεί όλες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του για μια υπέρβαση, που θα τον απελευθερώσει. Απέναντι στη διαρκή κόλαση του Ερλ'ς Κορτ, το Μέιντενχεντ αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός ουτοπικού παραδείσου, ενός τόπου ανάνηψης και αναβάπτισης, που θα τον απαλλάξει από το μίασμα και θα τον παραδώσει, λυτρωμένο και καθαρμένο, σε μια καινούρια αθωότητα. Το Μέιντενχεντ γίνεται η εστία που εναγωνίως αναζητά και δεν βρίσκει, καθώς παραδέρνει περίλυπος στις παμπ, τα τρένα και τις πανσιόν.
Η αφήγηση είναι ατμοσφαιρική, ενίοτε τρομώδης σαν τα παραληρήματα του πρωταγωνιστή, και αποδίδει μέχρι κεραίας τον ζόφο του αντι-ήρωα. Μέσα από τον ελεύθερο πλάγιο λόγο και τους μονολόγους γινόμαστε κοινωνοί του ψυχικού εξανδραποδισμού που βιώνει ο Μπόουν καθώς και της απελπισμένης του προσπάθειας να ξεφύγει από τους δαίμονες που τυραννούν το μυαλό του. Μόνος και αλλοτριωμένος μέσα στην αφιλόξενη μεγαλούπολη, βυθισμένος στην παράνοια και την απελπισία ενός ατέρμονου τρόμου, ενώ τα σύννεφα του πολέμου συνεχώς πυκνώνουν, εκτελεί μια αυτο-καταστροφική διαδρομή, που τον οδηγεί σε ένα προδιαγεγραμμένο τέλος.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
Πλατεία Χανγκόβερ
Patrick Hamilton
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Επίμετρο Νίκος Α. Μάντης
Στερέωμα 2019
Σελ. 432, τιμή εκδότη €22,00