Για το μυθιστόρημα του νομπελίστα J.M.G. Le Clézio «Άλμα» (μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Κλειδάριθμος).
Του Νίκου Ξένιου
Ο Ζερεμί Φέλσεν αναζητά τις ρίζες της οικογένειάς του στο νησί του Μαυρίκιου, ακολουθώντας τα ίχνη του χαμένου «ντοντό», ενός άπτερου άλμπατρος της ξηράς που, όπως φημολογείται, αφανίστηκε στον 17ο αιώνα. Σαν τον μυθικό φοίνικα, το «ντοντό» θα αναγεννηθεί «εκ της κόνεώς του» στο μυθιστόρημα του Ζαν-Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό Άλμα (εκδ. Κλειδάριθμος, σε μετάφραση Γιώργου Ξενάριου), ένα βιβλίο με 44 κεφάλαια χαλαρής σύνδεσης που περνά ανεπαίσθητα τον αναγνώστη στη σφαίρα του πανθεϊστικού μύθου. Οι ψυχές των νεκρών είναι παρούσες και ανακατασκευάζουν το παρελθόν εν είδει αφηγηματικού παρόντος.
Σε μια ποιητική διελκυστίνδα ανάμεσα στο οικείο και στο ανοίκειο, σε αντίθεση με τον σεβασμό που οι ντόπιοι απέδιδαν στη φύση, οι νεήλυδες Ολλανδοί εξολοθρεύουν το μυθικό «ντοντό». O άνθρωπος έχει απολέσει τον επίγειο παράδεισο, αυτόν που αναγράφεται στο δεύτερο διαβατήριο του νομπελίστα συγγραφέα.
Βρισκόμαστε στην αρχή της βιομηχανικής εποχής, στην εποχή του Ντίκενς. Το δάσος στον Άγιο Μαυρίκιο (île Maurice, που ανήκει στο συγκρότημα των νησιών Μασκαρέν) καλύπτει, ακόμη, τα εννιά δέκατα του νησιού. Eίναι η εποχή των «κουλήδων», της κοινωνικής αδικίας, όμως η φύση διαδραματίζει ακόμη καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων: σε μια ποιητική διελκυστίνδα ανάμεσα στο οικείο και στο ανοίκειο, σε αντίθεση με τον σεβασμό που οι ντόπιοι απέδιδαν στη φύση, οι νεήλυδες Ολλανδοί εξολοθρεύουν το μυθικό «ντοντό» (Raphus cucullatus, «πουλί της ναυτίας»). O άνθρωπος έχει απολέσει τον επίγειο παράδεισο, αυτόν που αναγράφεται στο δεύτερο διαβατήριο του νομπελίστα συγγραφέα.
Dodo: δυο φωνές, δυο εποχές
O ευρωπαίος αφηγητής αποκαλύπτει τη νοσταλγία του συγγραφέα, αναζητώντας τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι πρόγονοί του στην τραγική ιστορία του νησιού: μυστικές, άγνωστες τοποθεσίες, πλευρές που ο τουρισμός έχει ισοπεδώσει, η θεματική του ταξιδιού, η αναζήτηση του χαμένου ίχνους, η βουτιά στη μυστικιστική ατμόσφαιρα μιας παρωχημένης εποχής, το μοναχικό προσκύνημα στα βήματα των παππούδων και στα βήματα των πειρατών του Ινδικού Ωκεανού: ως αποτύπωμα απολεσθείσας πολιτιστικής ταυτότητας αναδύεται ο Μαυρίκιος, το νησί όπου μετανάστευσαν στον δέκατο έβδομο αιώνα οι πρόγονοι του Λε Κλεζιό.
Ο πολυφωνικός χαρακτήρας της αφήγησης προϋποθέτει την αντιπαράθεση διαφορετικών οπτικών. Ο δεύτερος αφηγητής/αντίποδας του Ζερεμί, ο Ντομινίκ Φέλσεν είναι ένας σκλάβος, ορφανός και άστεγος ιθαγενής που κατάγεται από την καταραμένη πλευρά της ίδιας γενιάς, με πρόσωπο, παρειές, φρύδια, και μύτη κατεστραμμένα από το φοβερό αφροδίσιο νόσημα που δεν κατονομάζεται («αν και το κεφαλαίο "Σίγμα" παραπέμπει σαφώς στη σίφυλη»), βγαλμένος από τη σιωπή, μουρμουρίζει σε διαρκή ενεστώτα τη γλώσσα των μαυρικιανών κρεολών: απλοϊκός «hobo» που διασώζει σαν λεκτικό φυλακτό τους θρύλους του τόπου του, εξιλαστήριο θύμα, σφάγιον της ανθρώπινης λαγνείας για την επιβολή, αλλά και σφάλμα της φύσης, προδικασμένο στην εξαφάνιση. Αυτό το πρόσωπο ψηλαφεί με τη μνήμη τα ερείπια του παρελθόντος και φέρει, επίσης, την επωνυμία «Ντοντό».
Ο Ζερεμί και ο Ντομινίκ δεν συναντιούνται, παρόλο που οι πορείες τους διασταυρώνονται, παρά μόνο στην Alma, την ιδιοκτησία των προγόνων τους, το αγρόκτημα/υποστατικό που θα γίνει σκηνικό ανάκλησης της ιστορίας του νησιού. Όμως, κάποια άλλα πρόσωπα-φαντάσματα ή ασήμαντες υπάρξεις στοιχειώνουν το βιβλίο και αποκτούν φωνή, μέσα στον περίπλοκο αφηγηματικό ιστό του βιβλίου: νεκροί με τους οποίους επικοινωνεί ο Ντοντό, αφρικανοί σκλάβοι, πόρνες, σιωπηλά κορίτσια με μπλε μαλλιά. από τα λόγια τους.
Το dodo ήταν ενδημικό πουλί που ζούσε στον Ινδικό ωκεανό και ειδικότερα στο νησί του Μαυρίκιου. Ήταν συγγενικό είδος με τα περιστέρια. Το ύψος του ανερχόταν περίπου στο ένα μέτρο και το βάρος του περίπου στα 20 κιλά. Τρεφόταν κυρίως με φρούτα που φύτρωναν στο έδαφος. Το ντόντο δεν φοβόταν καθόλου τους ανθρώπους, και αυτό, σε συνδυασμό με έλλειψη μαχητικότητάς του, το έκανε εύκολη λεία για τους κυνηγούς. |
Υπάρξεις βγαλμένες από τη γη
Υπάρχει διάκριση κλασικού και μοντέρνου; Αν υφίσταται μια κατηγορία λογοτεχνίας που θα μπορούσε να αποκληθεί «πρωτόγονη», τότε ο ρεαλισμός πρέπει να αποκτήσει μια νέα νοηματοδότηση. «Η δυτική τέχνη», λέει σε μια διάλεξή του ο Λε Κλεζιό, «βασίζεται στην επανάληψη και στην ανασυγκρότηση του "πραγματικού"». Εμπλουτισμένη με στοιχεία περιπλάνησης, μύθου και ψευδαίσθησης, η δική του, «μεταδοτική» λογοτεχνία είναι από τις πιο πολυμεταφρασμένες της Ευρώπης (τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γερμανικά, στα Ιταλικά, στα Ισπανικά, στα Καταλανικά, στα Πορτογαλικά, στα Ρωσικά, στα Κινεζικά, στα Ιαπωνικά, στα Κορεατικά, στα Δανικά, στα Σουηδικά, στα Ελληνικά και στα Τουρκικά). Ο νομπελίστας συγγραφέας επιχειρεί τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας στο κείμενό του, επιστρατεύοντας ποικιλία «φωνών» και αποφεύγοντας τα πολλά επίθετα. Με τα ρήματα και τα ονόματα ως όπλα του, ξεκίνησε τη συγγραφή του Άλμα πριν από τριάντα χρόνια, αναδιφώντας στα αρχεία της Outre-mer, στην οδό Oudinot, στο Παρίσι, όπου διάβασε τη λίστα των πιστοποιητικών βάπτισης δεκάδων σκλάβων.
[Στον σύγχρονο Μαυρίκιο] συναντά κανείς και τους μύθους των κρεολών του νησιού, τα ήθη και τη βαθύτατη θλίψη τους: αυτή εκφράζεται είτε με μια μάσκα βίας και υποταγής, είτε με τη μελέτη της «κρυφής» ιστορίας των οικογενειών των αποικιοκρατών, είτε, ακόμη, με την ποιητική ματιά στους θρύλους που γεφυρώνουν τα δύο.
«Τα ονόματα εμφανίζονται κι εξαφανίζονται ως δια μαγείας […] Είναι η κοσμική σκόνη που καλύπτει το δέρμα μου». Αυτοί οι σκλάβοι, «που εγκαταλείφθηκαν στο έλεος του καυτού ήλιου και του μαστιγίου», κατά τη βάπτισή τους έπαιρναν ένα εύκολο όνομα, ως επώνυμο όμως τους δινόταν το όνομα του καραβιού που τους έφερε αλυσοδεμένους. Μοναδική τους έγγεια ιδιοκτησία ήταν οι σωροί από πέτρες που βρίσκονταν κατά μήκος ενός συγκεκριμένου δρόμου, σε μια συγκεκριμένη γωνιά αυτού του νησιού που ολόγυρα το δέρνει ο ωκεανός. Σήμερα σώζονται μόνο τα κάτεργα όπου κρατούνταν, δίπλα σε εξωτικές πλαζ για σέρφινγκ και υποβρύχιες καταδύσεις. Στον σύγχρονο Μαυρίκιο συναντά κανείς τον χαμογελαστό απόηχο του «Paul et Virginie», της νουβέλας του Μπερναρντέν ντε Σαιν Πιερ. Αλλά συναντά και τους μύθους των κρεολών του νησιού, τα ήθη και τη βαθύτατη θλίψη τους: αυτή εκφράζεται είτε με μια μάσκα βίας και υποταγής, είτε με τη μελέτη της «κρυφής» ιστορίας των οικογενειών των αποικιοκρατών, είτε, ακόμη, με την ποιητική ματιά στους θρύλους που γεφυρώνουν τα δύο.
Η αποικιοκρατική ηθική αφανίζει συστηματικά τη μνήμη του δουλεμπορίου, σβήνοντας από τα αρχεία της μνήμης τα ονόματα και τις καταβολές των πληθυσμών που μετεμφυτεύθηκαν εκεί βίαια, διασκορπίζοντας τα πιστοποιητικά βαφτίσεως, κατακαίοντας τους τίτλους ιδιοκτησίας. Η βιομηχανική εποχή ασκεί λογοκρισία, συνθλίβει τα εργατικά συνδικάτα και αγνοεί τις διαφορές θρησκεύματος και κουλτούρας. Η σύγχρονη κοινωνία παράγει με φρενήρη ρυθμό πλαστές ταυτότητες και ιδιοκτησίες «δεύτερου βαθμού» που εξ ορισμού δεν είναι συναγωνίσιμες στην αγορά αγαθών, μετατρέποντας τον πληθυσμό του νησιού σε υπηρέτη στον ίδιο του τον τόπο.
Από το 1970 μεχρι το 1974 ο Λε Κλεζιό έζησε με τη φυλή των ιθαγενών Εμπέρα στον Παναμά. Είναι παντρεμένος από το 1975 με τη μαροκινή Ζεμιά και έχει τρεις κόρες. Από το 1990 μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο Αλμπουκέρκι του Νέου Μεξικού των Η.Π.Α, τον Άγιο Μαυρίκιο και τη Νις. Τον Οκτώβριο του 2008 τού απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία του χαρακτηρίστηκε ως «κριτική στους πολιτισμούς του κόσμου». |
Καθιερώνοντας μια νέα αισθητική αρχή
Ο J.M.G. Le Clézio, ο γαλλόφωνος συγγραφέας με το βρετόνικο επίθετο και την καταγωγή από τον Μαυρίκιο, γεννήθηκε στη Νίκαια της νότιας Γαλλίας το 1940 (τότε ο Άγιος Μαυρίκιος ανήκε στους Βρετανούς, στα χέρια των οποίων είχε περιέλθει με τους ναπολεόντειους πολέμους). Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Roquebillière, ένα μικρό χωριό κοντά στη Νίκαια μέχρι το 1948, όταν επιβιβάστηκε με τη μητέρα και τον αδελφό του σε πλοίο για να συναντήσουν τον πατέρα τους στη Νιγηρία. Αφού σπούδασε Αγγλικά στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Φιλολογικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νις. Το μυθιστόρημά του «L’interrogation» (1963) εκδόθηκε από τον Gallimard όταν ήταν μόλις είκοσι τριών χρονών. Το 1964 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αιξ-αν-Προβάνς και τελικά μετακόμισε στις ΗΠΑ για να εργαστεί ως καθηγητής. Το 1967 υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό στην Ταϊλάνδη, αλλά γρήγορα απελάθηκε από τη χώρα για τη διαμαρτυρία του ενάντια στην παιδική πορνεία και στάλθηκε στο Μεξικό για να ολοκληρώσει τη θητεία του. Το 1968 το νησί Μαυρίκιος απέκτησε την ανεξαρτησία του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Άλμα
J.M.G. Le Clézio
Μτφρ. Γιώργος Ξενάριος
Κλειδάριθμνος 2019
Σελ. 328, τιμή εκδότη €14,40