
Για το μυθιστόρημα του Σινάν Αντούν «Η ροδιά μονάχα ξέρει» (μτφρ. από τα αραβικά Ελένη Καπετανάκη, εκδ. Καστανιώτη).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Βρισκόμαστε στην πρωτεύουσα του Ιράκ, τη Βαγδάτη. Εκεί ζει ο Τζαουάντ Κάζιμ με την οικογένειά του, τα μέλη της οποίας είναι σιίτες μουσουλμάνοι. Ο πατέρας του είναι ιδιοκτήτης ενός μγέσιλ. Το μγέσιλ είναι ένας χώρος όπου, ακολουθώντας μια πολύ συγκεκριμένη ιεροτελεστία, γίνεται το πλύσιμο των νεκρών πριν από την ταφή. Ο μικρός Τζαουάντ εξαναγκάζεται να μαθητεύσει κοντά στον πατέρα του, καθώς η παράδοση θέλει να παραδίδεται η εργασία από τον πατέρα στον γιο. Μαθαίνει, λοιπόν, την τέχνη του πλυσίματος των νεκρών, κάτι που είναι εντελώς αντίθετο με την ιδιοσυγκρασία του και την καλλιτεχνική του φύση. Εκείνος θέλει να γίνει γλύπτης ή ζωγράφος. Πείθει τον πατέρα του να τον αφήσει να δώσει εξετάσεις στη Ακαδημία Καλών Τεχνών και καταφέρνει να εισαχθεί. «Όμως» –διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου– «τα ιστορικά γεγονότα δεν εξελίσσονται με βάση τις επιθυμίες των απλών ανθρώπων. Η δικτατορία του Σαντάμ Χουσεΐν, ο μακροχρόνιος πόλεμος με το Ιράν και οι οικονομικές κυρώσεις της δεκαετίας του 1990, καταστρέφουν την κοινωνική δομή του Ιράκ. Από το 2003, με την εισβολή και τη στρατιωτική κατοχή των Αμερικανών στη χώρα, η σεκταριστική βία εκτραχύνεται».
Αναγκάζεται να ζήσει σε μια πόλη στην οποία νιώθει ξένος όπως κι όλοι οι υπόλοιποι. Σε μια πόλη η οποία «τις μέρες του Σαντάμ ήταν μια φυλακή μυθικών διαστάσεων. Τώρα όμως η φυλακή μοιράστηκε σε πολλά κελιά σεκταριστικών διαστάσεων, που τα χωρίζουν ψηλοί συμπαγείς τοίχοι και τα ματώνουν συρματοπλέγματα...»
Ο νεαρός Τζαουάντ λοιπόν, έπειτα από όλα αυτά και αφού έχει πεθάνει ο αδελφός του και ο πατέρας του, πρέπει να βρει τρόπο να συντηρήσει τη μητέρα του και τον εαυτό του. Δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Ασχολείται ξανά για ένα διάστημα με την οικογενειακή επιχείρηση, αργότερα δοκιμάζει να εργαστεί βάφοντας σπίτια. Επιχειρεί να διαφύγει στο εξωτερικό με την ελπίδα να συνεχίσει τις σπουδές του, γιατί καταλαβαίνει ότι «αν δεν φύγει, ο καθημερινός θάνατος θα τον δηλητηριάσει», αλλά δεν τα καταφέρνει. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στη Βαγδάτη και να λειτουργήσει ξανά το μγέσιλ, όπου «λες κι ο θάνατος ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης» και τα ίχνη του ήταν ορατά σε κάθε γωνιά και σε κάθε λεπτομέρεια του χώρου. Αναγκάζεται να ζήσει σε μια πόλη στην οποία νιώθει ξένος όπως κι όλοι οι υπόλοιποι. Σε μια πόλη η οποία «τις μέρες του Σαντάμ ήταν μια φυλακή μυθικών διαστάσεων. Τώρα όμως η φυλακή μοιράστηκε σε πολλά κελιά σεκταριστικών διαστάσεων, που τα χωρίζουν ψηλοί συμπαγείς τοίχοι και τα ματώνουν συρματοπλέγματα. Λες και υπήρχε ένας γιγάντιος πέλεκυς που κάθε νιόφερτο καθεστώς άρπαζε από τους προκατόχους του για να συνεχίσει την καταστροφή και να σκάψει ακόμα πιο βαθιά τον τάφο».
Ο Τζαουάντ ένιωθε τον θάνατο να τον καταδυναστεύει συστηματικά από όταν ήταν παιδί και διατηρούσε την παιδιάστικη άποψη ότι ήταν ικανός να ξεφύγει από τα νύχια του. Ίσως κυρίως γι’ αυτό. «Όμως ο θάνατος εκείνα τα χρόνια τα παλιά, ήταν μαζεμένος κι αμήχανος, σχεδόν ντροπαλός αν τον συγκρίνεις με τον θάνατο στις μέρες μας, που μας κυνηγάει με λύσσα σαν στερημένος, λες και τον έχει καταλάβει μανία». Κι ενώ από τη μια θέλει να αποδείξει τόσο στον πατέρα του όσο και στον εαυτό του ότι είναι ικανός να αντιμετωπίσει τον θάνατο σαν άντρας, από την άλλη του είναι αδύνατον να αντέξει όλα αυτά που φέρνει ο θάνατος μαζί του. Δεν μπορεί να αποδεχτεί τη μοίρα του. «Δεν πιστεύω στη μοίρα. Υπάρχει η ιστορία και οι άνθρωποι που καλούν την ιστορία πεπρωμένο, εκείνοι που την ονομάζουν μοίρα. Δεν γνωρίζω, ωστόσο, ποια ακριβώς είναι αυτή η μοίρα. Αλληλουχία γεγονότων τα οποία, στην πλειοψηφία τους, αφήνουν ξοπίσω σωρούς από πτώματα».
![]() |
Ο Σινάν Αντούν γεννήθηκε στη Βαγδάτη το 1967. Σπούδασε στο εκεί πανεπιστήμιο και στη συνέχεια πήγε στις ΗΠΑ όπου συνέχισε τις σπουδές του. Διδάσκει ως αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης αραβόφωνης λογοτεχνίας. Έχει γράψει μυθιστορήματα, δοκίμια, μελέτες, μεταφράσεις και ποιητικές συλλογές. Έχει εκφράσει δημοσίως την αντίθεσή του στην αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Η ροδιά μονάχα ξέρει, γράφτηκε το 2010 και είναι το πρώτο του βιβλίο που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. |
Αναζητά διεξόδους «για να ξεχνιέμαι και να δραπετεύω από τον θάνατο τρέχοντας». Μια τέτοια διέξοδος είναι γι’ αυτόν ο έρωτας. Ερωτεύεται βαθιά και ουσιαστικά, αρνείται όμως να φυλακιστεί σε στερεότυπα και τυπικές δεσμεύσεις. Και βέβαια, ευτυχώς γι’ αυτόν, υπάρχει η τέχνη, η οποία έχει ως αιώνιο θέμα της τη ζωή. «Η τέχνη είναι ένας καθρέφτης της ζωής και ο άνθρωπος βλέπει μέσα σε αυτόν τον καθρέφτη τον εαυτό του και τον κόσμο του: τους εφιάλτες και τα όνειρά του, τις χίμαιρες και την αλήθεια του, κι όλες οι αυταπάτες του αναπαρίστανται μες στον καθρέφτη της τέχνης. Η τέχνη ουσιαστικά είναι ένα πάθος. Είναι σφιχτοδεμένη με την αθανασία, τη μεγάλη εμμονή του ανθρώπου του περαστικού από τούτο τον κόσμο, που λαχταρά να αφήσει τα χνάρια του προτού πεθάνει».
Όσο όμως κι αν προσπαθήσει, τίποτα δεν μπορεί να τον σώσει από τους νυχτερινούς του εφιάλτες. Είναι πάντα εκεί, απειλώντας και τρομοκρατώντας τον, στερώντας του κάθε πιθανότητα ξεκούρασης, χαλάρωσης και ηρεμίας που τόσο επιθυμεί να νιώσει την ώρα του ύπνου. Ο θάνατος στοιχειώνει τα πάντα στη ζωή του, την ημέρα και τη νύχτα του, τη δουλειά και την ξεκούρασή του, τον ύπνο και τα όνειρά του.
Όλη η αφήγηση του μυθιστορήματος, με πολλές και συχνές αναδρομικές περιγραφές γεγονότων, γίνεται μέσα από τη φωνή του Τζαουάντ, ο οποίος γεννιέται, αναπτύσσεται, ενηλικιώνεται και ωριμάζει, σε μια χώρα που χειμάζεται από πολέμους, εσωτερικές συγκρούσεις, θρησκευτικό φανατισμό και ποταμούς αίματος. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει στο κείμενο εξομολογητικό και έντονα συγκινησιακό χαρακτήρα, κάνοντας τον αναγνώστη κοινωνό και μέτοχο των συναισθημάτων του ήρωα και της οικογένειάς του.
Πόνος, οργή, απελπισία, εκμηδενισμός της αξίας της ανθρώπινης ζωής, βομβαρδισμοί, αίμα, θάνατος. Στην άλλη πλευρά, έρωτας, τέχνη, φως, χαρά της ζωής, ομορφιά, ειρήνη. Η λαχτάρα για αθανασία σε διαρκή διαμάχη με το αναπόφευκτο του θανάτου. Ο οποίος αποτελεί την κυρίαρχη παρουσία σε όλο το βιβλίο. Έτσι κι αλλιώς «ο Παράδεισος, κάθε παράδεισος, είναι πάντα κάπου αλλού. Ωστόσο η Κόλαση είναι εδώ, ολόκληρη και μεγαλώνει μέρα με τη μέρα».
Και η ροδιά, που είναι φυτεμένη στην αυλή του μγέσιλ και ποτισμένη από τα νερά της πλύσης των νεκρών, ξέρει. Ξέρει «ότι η ζωή και ο θάνατος δεν είναι δυο κόσμοι διαφορετικοί, με σαφή σύνορα ανάμεσά τους. Είναι αξεδιάλυτα πλεγμένοι μεταξύ τους. Οι ζωντανοί πεθαίνουν και οι νεκροί δεν σταματούν να έρχονται».
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι είναι νηπιαγωγός.
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από το Tacuinum Sanitatis, αραβικό βιβλίο του 11ου αιώνα.
Η ροδιά μονάχα ξέρει
Σινάν Αντούν
Μτφρ. Ελένη Καπετανάκη
Καστανιώτης 2019
Σελ. 290, τιμή εκδότη €17,00