Για το μυθιστόρημα της Valeria Luiselli «Το αρχείο των χαμένων παιδιών» (μτφρ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Μεταίχμιο).
Της Ντορίνας Παπαλιού
Το μυθιστόρημα της Luiselli εκτυλίσσεται με φόντο τη μεταναστευτική κρίση στα σύνορα της Αμερικής με το Μεξικό. Ένα ζευγάρι και τα δύο παιδιά τους από τις προηγούμενες σχέσεις τους, το δεκάχρονο αγόρι του πατέρα, η πεντάχρονη κόρη της μητέρας (κανενός το όνομα δεν αναφέρεται στην αφήγηση), ξεκινούν ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο από τη Νέα Υόρκη και τελικό προορισμό την Απατσερία, κάποτε η πατρίδα των Απάτσι Τσιρικάουα, στην περιοχή της Αριζόνας στα σύνορα με το Μεξικό. Ο πατέρας, δημιουργός ηχητικών ντοκιμαντέρ, θέλει να καταγράψει για το νέο του πρότζεκτ, ακουστικά ίχνη των τελευταίων ελεύθερων Ιθαγενών Αμερικανών. Η μητέρα, αφηγήτρια στο πρώτο μισό του μυθιστορήματος, παραγωγός ηχητικών ντοκιμαντέρ κι εκείνη, έτσι άλλωστε γνωρίστηκαν οι δυο τους στη Νέα Υόρκη, λέει, μέσω της δουλειάς τους που τους έφερε κοντά, αποφασίζει να ακολουθήσει πατέρα και γιό, μαζί με την κόρη της, τουλάχιστον για το καλοκαίρι, προτού χωριστούν ως οικογένεια για το μεγαλύτερο διάστημα που θα απαιτήσει το πρότζεκτ του άντρα της και σε μια περίοδο που η σχέση τους βιώνει μια κρίση. Το μόνο που υπάρχει ανάμεσά τους είναι σιωπή, λέει.
Είναι τα ασυνόδευτα παιδιά, που με διακινητές ή μόνα τους, με τρένα, με τα πόδια, χωρίς βαλίτσες, διαβατήρια και χάρτες, διασχίζουν ποτάμια και ερήμους, βιώνοντας τη δική τους ξεχωριστή Οδύσσεια από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής προς τα ομοσπονδιακά σύνορα, για να συναντήσουν κάποιον δικό τους, μια νέα ζωή. Πολλά πεθαίνουν ή εξαφανίζονται.
Έχει όμως κι αυτή ένα δικό της πρότζεκτ κατά νου, ένα δημοσιογραφικής φύσης ηχητικό ντοκιμαντέρ για τη μεταναστευτική κρίση στα νότια σύνορα. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που την ενδιαφέρει είναι το ζήτημα με τα παιδιά πρόσφυγες, τα «χαμένα παιδιά», όπως αρχίζει να τα αποκαλεί στη διάρκεια του ταξιδιού, όρος «του οικογενειακού τους λεξικού», γιατί έτσι τα αποκαλούν τα δυο παιδιά τους, επειδή τους είναι δύσκολη η λέξη πρόσφυγας, όταν από το πίσω κάθισμα ακούν στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τις ειδήσεις, τα σχόλια και τις ιστορίες της μητέρας για τα παιδιά πρόσφυγες. Είναι τα ασυνόδευτα παιδιά, που με διακινητές ή μόνα τους, με τρένα, με τα πόδια, χωρίς βαλίτσες, διαβατήρια και χάρτες, διασχίζουν ποτάμια και ερήμους, βιώνοντας τη δική τους ξεχωριστή Οδύσσεια από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής προς τα ομοσπονδιακά σύνορα, για να συναντήσουν κάποιον δικό τους, μια νέα ζωή. Πολλά πεθαίνουν ή εξαφανίζονται. Όσα καταφέρνουν να πηδήξουν πάνω από τον φράχτη των συνόρων, τα παιδιά «εισβολείς», όπως τα αποκαλεί συχνά ο κόσμος, αγνοώντας καίρια ερωτήματα, όπως το «γιατί έφυγαν από τις πατρίδες τους» και «ποιου ακριβώς πολέμου είναι πρόσφυγες», έρχονται αντιμέτωπα με τις άγριες συνθήκες κράτησης και τον κίνδυνο της απέλασης από την αμερικανική συνοριοφυλακή. Για τη μητέρα, αυτά «τα χαμένα παιδιά», είναι και με μια άλλη έννοια χαμένα, «επειδή έχουν χάσει την παιδικότητά τους». Παράλληλα με το πρότζεκτ της, ανάμεσα στα παιδιά που πήδηξαν τον φράχτη, η μητέρα ελπίζει να εντοπίσει δύο συγκεκριμένα μικρά κορίτσια από το Μεξικό, κόρες μιας γυναίκας που γνώρισε στη Νέα Υόρκη, τα οποία έχοντας πρόσφατα φτάσει στα κέντρα κράτησης των συνόρων για να ζητήσουν άσυλο, με τον αριθμό του τηλεφώνου της μητέρας τους ραμμένο στο εσωτερικό του γιακά του φορέματός τους, χάθηκαν τα ίχνη τους.
Πώς όμως μιλά κανείς για το προσφυγικό; Προβληματίζεται η μητέρα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Έχοντας παρακολουθήσει τις ακροαματικές διαδικασίες ασύλου στο Δικαστήριο Μετανάστευσης της Νέας Υόρκης, όταν λίγο πριν από το ταξίδι εργάστηκε ως διερμηνέας, έχοντας ακούσει και καταγράψει με ένα κρυμμένο μαγνητόφωνο τις καταθέσεις πολλών παιδιών, όπως και τις συνομιλίες με δικηγόρους και αστυνομικούς, το υλικό που συγκέντρωσε της φαίνεται μια απλή συλλογή από ήχους μιας «ωμής νομικής πραγματικότητας». «Πίστευα ότι κάποια στιγμή θα καταλάβαινα πώς να βάλω σε μια σειρά όλα τα κομμάτια που μάζευα, έτσι που να λένε μια ιστορία με νόημα», λέει στην πορεία του ταξιδιού, καθώς πνίγεται στους δισταγμούς για το πρότζεκτ της και παραλύει από τις αμφιβολίες. «Πώς μπορεί ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ να βοηθήσει περισσότερα παιδιά χωρίς χαρτιά να βρουν άσυλο;», «γιατί θα πρέπει ένα ηχητικό κομμάτι –ή μια αφήγηση οποιασδήποτε μορφής, εντέλει– να αποτελεί το μέσο για ένα συγκεκριμένο σκοπό; Θα έπρεπε να ‘χω μάθει πια ότι η χρησιμοθηρική προσέγγιση της τέχνης, κάθε μορφή τέχνης, εγγυάται πάντα άθλια αποτελέσματα: ελαφρύ παιδαγωγικό υλικό, ηθικοπλαστικά μυθιστορήματα για νέους, βαρετή τέχνη εν γένει». Κι αναρωτιέται αν αυτό όλο είναι πολιτισμικός σφετερισμός, «ποια είμαι εγώ που θα πω αυτή την ιστορία»;
Η Μεξικάνα συγγραφέας Louiselli, που σαν και τη Μεξικάνα μητέρα στο μυθιστόρημα, εργάστηκε ως εθελόντρια διερμηνέας στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης για ασυνόδευτα παιδιά που βρίσκονταν υπό κράτηση και αιτούνταν άσυλο, βασισμένη στις αφηγήσεις τους από τις συνεντεύξεις που πήρε, κατέγραψε τις τρομακτικές εμπειρίες των ταξιδιών τους στο προηγούμενο βιβλίο της δοκιμιακού χαρακτήρα «Tell me how it ends».
Το 2014, κοντά στις εξήντα χιλιάδες ασυνόδευτα παιδιά από χώρες τις Λατινικής Αμερικής έφτασαν στην Αμερική ζητώντας άσυλο. Η Μεξικάνα συγγραφέας Louiselli, που σαν και τη Μεξικάνα μητέρα στο μυθιστόρημα, εργάστηκε ως εθελόντρια διερμηνέας στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης για ασυνόδευτα παιδιά που βρίσκονταν υπό κράτηση και αιτούνταν άσυλο, βασισμένη στις αφηγήσεις τους από τις συνεντεύξεις που πήρε, κατέγραψε τις τρομακτικές εμπειρίες των ταξιδιών τους στο προηγούμενο βιβλίο της δοκιμιακού χαρακτήρα Tell me how it ends. Έδωσε όμως την βαρύτητα και αίσθηση του επείγοντος που τους αρμόζει; Μοιάζει να προβληματίστηκε αντίστοιχα με την ηρωίδα της, καθώς με το νέο της μυθιστόρημα επανέρχεται στο ζήτημα της μεταναστευτικής κρίσης με ένα πολύ διαφορετικό και ιδιαίτερο αφηγηματικό σχήμα, πρωτότυπο και φιλόδοξο στη δομή, τη δική της απάντηση στα ερωτήματα που θέτει η ηρωίδα της για το ρόλο που μπορεί ή καλείται να παίξει η τέχνη. Αν ο τίτλος του μυθιστορήματος δημιουργεί την εντύπωση πως ο αναγνώστης θα υποστεί έναν καταιγισμό πληροφοριών, ένα μπούκωμα από υλικό σχετικό με το ζήτημα των παιδιών στα νοτιοδυτικά σύνορα, γρήγορα θα αντιληφθεί πως «το αρχείο» των χαμένων παιδιών, αναφέρεται σε κάτι πιο σύνθετο και ευφάνταστο.
Στο πορτμπακγάζ του αυτοκινήτου που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη, συνοδεύουν την οικογένεια επτά κουτιά που φόρτωσαν μαζί με τις βαλίτσες τους. Τα πέντε που ανήκουν στο ζευγάρι, περιέχουν σημειωματάρια, βιβλία, cd, χάρτες και φακέλους με αρχειακό υλικό που θα χρησιμεύσει στη δουλειά του καθενός ξεχωριστά. Το κουτί του κάθε παιδιού είναι άδειο. Θα τα γεμίσουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Το ακριβές όμως περιεχόμενο του κάθε κουτιού, δεν είναι ένα επινοημένο υλικό που θα χρησιμεύσει μονάχα στα πρότζεκτ του ζευγαριού και που η Luiselli εκθέτει διακοσμητικά σε διάφορα στάδια της αφήγησης υπό τη μορφή ξεχωριστών καταλόγων. Μαζί με χάρτες, αποκόμματα, αναφορές θανάτων παιδιών μεταναστών που βρέθηκαν νεκρά στην έρημο της Αριζόνας, φωτογραφίες από μια κάμερα πολαρόιντ, αλλά και αποσπάσματα ή φράσεις από άλλα λογοτεχνικά έργα που περνούν μέσα στην αφήγηση και τα οποία όταν δεν αναφέρονται ξεκάθαρα, τότε παραφράζονται ή βρίσκονται διασκορπισμένα και αόρατα μες την αφήγηση, αποτελούν μέρος ενός άλλου μεγαλύτερου αρχείου. Είναι το αρχείο των πηγών της Luiselli στη συγγραφή του μυθιστορήματος, ενός βιβλίου που σαν κουτί κι αυτό, καλά οργανωμένο, έχει στριμώξει μέσα στα τοιχώματά του μια αφήγηση που βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με πολλά και διαφορετικά κείμενα και εξωκειμενικές πηγές.
Το μυθιστόρημα καλύπτει χρονικά το ταξίδι με το αυτοκίνητο μέχρι τον τελικό προορισμό. Η πλοκή είναι ελάχιστη. Καθώς η οικογένεια περιηγείται στην αμερικανική ενδοχώρα, η Luiselli δεν μοιάζει να νοιάζεται για το τι εν τέλη θα συμβεί με τα πρότζεκτ του ζευγαριού, αν θα κλείσει η ρωγμή στη σχέση τους ή θα εντοπιστούν τα δύο χαμένα κορίτσια. Με λόγο που συχνά γίνεται περισσότερο δοκιμιακός παρά μυθοπλασία, που σπάει σε πολύ μικρά κεφάλαια με αινιγματικούς τίτλους, εστιάζει στις πνευματικές αναζητήσεις, τις πολιτικές πεποιθήσεις και τους ευρύτερους στοχασμούς του ζευγαριού.
Η Valeria Luiselli αφού έκανε το μεταπτυχιακό της στη Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Μεξικού, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ασχοληθεί με τον χορό. Τελικά, έκανε σπουδές συγκριτικής λογοτεχνίας στο Columbia, καθώς και ένα διδακτορικό εκεί. Πλέον διδάσκει λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Hofstra University, ενώ έχει συνεργαστεί και με το New York City Ballet, γράφοντας το λιμπρέτο στην παράσταση "Estancia" (2010). |
Το ταξίδι ξεκινά με την αφήγηση της μητέρας, η οποία ολοκληρώνεται με μια σκηνή όπου η οικογένεια πίσω από τα συρματοπλέγματα ενός αεροδιαδρόμου, κοιτάζει την απέλαση μιας ομάδας παιδιών μέσα από τα κιάλια. Οι ματιές των γονιών και των παιδιών συναντιούνται πάνω στο αεροπλάνο που σβήνει στον ορίζοντα. «Τι βλέπεις;» ρωτά η μητέρα το αγόρι και η συγγραφέας περνά στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου η αφήγηση είναι του αγοριού, που κάνει σχέδια να το σκάσει μαζί με την αδερφή του, μήπως κι έτσι, ως χαμένα παιδιά κι αυτά ή σαν τους τελευταίους Απάτσι πολεμιστές, εμπνευσμένα από τις ηρωικές ιστορίες που διηγείται στο αυτοκίνητο ο πατέρας, αναζητώντας εκείνα τώρα τα δύο χαμένα κορίτσια, αυτά τα τόσο σημαντικά χαμένα παιδιά, γίνουν οι ήρωες που θα τραβήξουν τη ματιά των γονιών τους που είναι στραμμένη αλλού, μακριά από εκείνα αλλά και του ενός από τον άλλο, καθώς η «σιωπή» του ζευγαριού έχει γίνει αντιληπτή στα παιδιά. Με λόγο που καθόλου δεν θυμίζει δεκάχρονο αγόρι κι όπου το αληθινό και το φανταστικό δεν είναι καθόλου ξεκάθαρα, το αγόρι απευθυνόμενο στο κορίτσι, καταγράφει όσα της αφηγείται σε ένα μαγνητόφωνο, φτιάχνοντας ένα δικό του ηχητικό ντοκιμαντέρ, την περιπέτειά τους που έχει προηγηθεί της αφήγησής του, όταν μαζί με το κορίτσι τελικά το έσκασαν από τους γονείς τους και σαν τα χαμένα παιδιά, ξεκίνησαν για ένα δικό τους ταξίδι με τα πόδια και με τρένο, μέχρι στο τέλος να βρεθούν μες την έρημο—ένα ταξίδι εν τέλη για να βρεθούν, όχι μονάχα ως φυσικές οντότητες αλλά και ψυχικά και ως οικογένεια. Μέσα όμως στο κουτί της Luiselli, υπάρχει και μια ακόμη ιστορία, τα αποσπάσματα από μια τριτοπρόσωπη αυτή τη φορά αφήγηση, από ένα βιβλίο που διαβάζεται από τη μητέρα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ή περιλαμβάνεται ξέχωρα και ανεξάρτητα από τις άλλες δυο κεντρικές αφηγήσεις, με τον τίτλο Ελεγείες για χαμένα παιδιά, κάποιας ανύπαρκτης συγγραφέως, αλλά που είναι γραμμένο από την Luiselli. Η Luiselli, σε ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, με συνεχείς αναφορές σε άλλα λογοτεχνικά έργα που έχουν να κάνουν κι αυτά με ταξίδια και περιπλανήσεις, όπως του Τζόζεφ Κόνραντ, του Τζακ Κέρουακ ή το «Κάντο Ι» του Έζρα Πάουντ, που κι αυτό με τη σειρά του είναι εμπνευσμένο από μια άλλη αφήγηση, τη ραψωδία λ της Οδύσσειας, αλλά και υλικό από τις συνεντεύξεις της με τα παιδιά που διέσχισαν τα σύνορα και συνάντησε ως διερμηνέας στο Δικαστήριο Μετανάστευσης της Νέας Υόρκης, τις αφηγήσεις τους από τα αληθινά ταξίδια, διηγείται την ιστορία μιας φανταστικής μικρής ομάδας παιδιών που προσπαθούν να διασχίσουν τα σύνορα του Μεξικού στην Αμερική.
Γιατί αν φωνάξεις αρκετά δυνατά, αρκεί ένας άνθρωπος που νοιάζεται να βρίσκεται εκεί για να ακουστείς.
Το αρχείο των χαμένων παιδιών είναι ένα μυθιστόρημα για την αφήγηση, για εκείνους που λένε τις ιστορίες, αλλά και το ζήτημα των χαμένων παιδιών. Είναι ένα μυθιστόρημα που άλλοτε γοητεύει, απαιτητικό αν θες να εντοπίσεις όλες του τις αναφορές, ενώ σε σημεία νιώθεις να κουράζει, ιδιαίτερα στην αφήγηση του αγοριού. Αναρωτιέσαι στην αρχή του δεύτερου μέρους γιατί αλλάζει ο αφηγητής, τι προσπαθεί να πετύχει η συγγραφέας προσθέτοντας άλλο ένα ταξίδι μέσα στο ταξίδι. Αν τα δικά της παιδιά βρίσκονταν αντίστοιχα μόνα τους, θα τα κατάφερναν; Έχει αναρωτηθεί η μητέρα στην πρώτη αφήγηση. Θέλει να παρουσιάσει η Luiselli στους αναγνώστες της ένα αντίστοιχο και επικίνδυνο ταξίδι, αλλά μέσα από δυο μικρά Αμερικανάκια, που τους είναι πιο οικεία και ίσως ευκολότερο να ταυτιστούν συναισθηματικά μαζί τους; Πόσο εύκολα όμως μπορείς να ταυτιστείς με τον γεμάτο φιλοσοφικά ερωτήματα και χωνεμένους ενήλικους προβληματισμούς λόγο του αγοριού, σαν διανοούμενου, σαν της μητέρας, για να νιώσεις βαθύτερα την αγωνία των ασυνόδευτων παιδιών, να καταλάβεις καλύτερα τις διαστάσεις της ανθρωπιστικής αυτής κρίσης, που ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικανικού πληθυσμού εναντιώνεται και εκλαμβάνει πάνω απ’ όλα ως απειλή;
Οι τρεις ξεχωριστές αφηγήσεις που μοιάζουν ασύνδετες δραματουργικά, θα συναντηθούν μέσα στην έρημο, στην καρδιά του Έκο Κάνιον. Τα δυο παιδιά-μυθιστορηματικοί ήρωες της πραγματικής ιστορίας της αφήγησης, χαμένα στην έρημο της Αριζόνας διασταυρώνονται ή φαντάζονται πως διασταυρώνονται σε ένα εγκαταλειμμένο βαγόνι τρένου, με τα παιδιά της φανταστικής ιστορίας από τις Ελεγείες των χαμένων παιδιών, το φανταστικό μυθιστόρημα που όμως βασίζεται στις ιστορίες από τα αληθινά παιδιά. Οι κραυγές των δυο παιδιών του ζευγαριού που φωνάζουν τα ονόματά τους δυνατά, για να ακουστούν από τους γονείς που τα ψάχνουν, αντιλαλούν πάνω στα βράχια του βουνού ενώ τη ίδια στιγμή νιώθει κανείς να δημιουργούν κι έναν άλλο αντίλαλο, μέσα στα τοιχώματα του κουτιού της Luiselli, σαν να φωνάζουν τα ονόματα όλων εκείνων των άλλων, αληθινών χαμένων παιδιών, που οι δικές τους φωνές είναι φευγαλέες σαν τους ήχους που δεν θα καταγραφούν. Γιατί αν φωνάξεις αρκετά δυνατά, αρκεί ένας άνθρωπος που νοιάζεται να βρίσκεται εκεί για να ακουστείς.
* Η ΝΤΟΡΙΝΑ ΠΑΛΑΛΙΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Το απαραίτητο φως» (εκδ. Ίκαρος).
Το αρχείο των χαμένων παιδιών
Valeria Luiselli
Μτφρ. Βασιλική Κνήτου
Μεταίχμιο 2019
Σελ. 502, τιμή εκδότη €18,80