Για το μυθιστόρημα της Toni Morrison «Αγαπημένη» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Παπαδόπουλος).
Της Νίκης Κώτσιου
Εμβληματικό μυθιστόρημα της αφρο-αμερικάνικης λογοτεχνίας, η Αγαπημένη (βραβείο Πούλιτζερ 1988) είναι το αριστούργημα της Τόνι Μόρισον (1931-2019, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1993) και συγκαταλέγεται πλέον στα κλασικά έργα αποτελώντας ένα διαρκές σημείο αναφοράς. Πέρα από την προφανή και δριμύτατη καταγγελία της δουλείας, η Αγαπημένη παρέχει, εκτός των άλλων, μια εκτενή και συγκλονιστική χαρτογράφηση του πιο βαθύ και ακατάλυτου ανθρώπινου δεσμού, εκείνου που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί. Η κεντρική ηρωίδα και δεσπόζουσα μορφή είναι μια τραγική μαύρη μητέρα, η Σιθ, που αντιπροσωπεύει ανάγλυφα τις πολλές και διαφορετικές όψεις της μητρότητας, άλλοτε αγαθές και φωτεινές, άλλοτε αμφιλεγόμενες και σκοτεινές.
Όταν τα παιδιά της απειληθούν με μια εκ νέου υποδούλωση, η Σιθ δεν θα διστάσει να φονεύσει τη μικρότερη κόρη της, που είναι βρέφος, για να τη γλιτώσει προκαταβολικά από τη μαρτυρική ζωή, που θα της επιφυλάξει η μοίρα της σκλαβιάς. Διεκδικώντας ένα απόλυτο δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στο παιδί της, του αφαιρεί τη ζωή.
Η Σιθ έχει καταφέρει να αποδράσει και να κερδίσει την ελευθερία της καταφεύγοντας σε μια κοινότητα πρώην σκλάβων, που ζουν πια ελεύθεροι στο Οχάιο (1873). Ωστόσο, όταν τα παιδιά της απειληθούν με μια εκ νέου υποδούλωση, η Σιθ δεν θα διστάσει να φονεύσει τη μικρότερη κόρη της, που είναι βρέφος, για να τη γλιτώσει προκαταβολικά από τη μαρτυρική ζωή, που θα της επιφυλάξει η μοίρα της σκλαβιάς. Διεκδικώντας ένα απόλυτο δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στο παιδί της, του αφαιρεί τη ζωή. Το φονευμένο βρέφος, για το οποίο υπάρχει μόνο μια ταφόπλακα με την επιγραφή «Αγαπημένη», χωρίς άλλο όνομα, επιστρέφει στην εστία του, αρχικά ως εκδικητικό φάντασμα και, μετά από χρόνια, ως ενσώματη ανθρώπινη παρουσία, με τη μορφή ενός μυστηριώδους κοριτσιού που ονομάζεται Αγαπημένη. Εκτός από την Αγαπημένη, υπάρχει μία ακόμη κόρη, η Ντένβερ, που θα υποδεχθεί με ανακούφιση τη νεκραναστημένη αδελφή της και θα τη λατρέψει. Τα δύο άρρενα τέκνα έχουν ήδη εγκαταλείψει τη Σιθ, ενώ ο πατέρας της οικογένειας αγνοείται, έπειτα από μια περιπετειώδη απόδραση αβέβαιης έκβασης.
Η Σιθ αντιλαμβάνεται και ορίζει τον εαυτό της αποκλειστικά μέσα από τη μητρότητα. Η στάση της αυτή διαμορφώνεται προοδευτικά μέσ' από βιώματα που σφυρηλατούν την ταυτότητά της, όπως η συναισθηματική απόσταση και η εγκατάλειψη που εισπράττει από τη δική της μητέρα αλλά και η εκτεταμένη σεξουαλική εκμετάλλευση των μαύρων γυναικών του περιβάλλοντός της. Για τη Σιθ και τις ομόφυλές της, η δουλεία είναι διπλά δυσβάσταχτη εξαιτίας και του φύλου, ενώ η μητρότητα αναπόφευκτα στρεβλώνεται και χάνει το νόημά της, επειδή υπεισέρχονται βάρβαροι σεξουαλικοί καταναγκασμοί, που οδηγούν σε ανεπιθύμητα παιδιά, έναντι των οποίων οι μαύρες μητέρες τρέφουν έντονα αρνητικά ή αμφιθυμικά αισθήματα. Όμως, η Σιθ επιλέγει η ίδια τον σύζυγό της και αγαπά τα παιδιά της με όλη της την καρδιά. Γι' αυτό και η τραυματική ανάμνηση της βρεφοκτονίας είναι επίμονα βασανιστική και δεν απωθείται ποτέ αλλά είναι διαρκώς παρούσα στοιχειώνοντας μαζί με τη Σιθ και ολόκληρη τη μαύρη κοινότητα.
Μετά τη βρεφοκτονία, οι δυο γιοι της Σιθ εγκαταλείπουν το σπίτι. Στα μάτια τους, η μητέρα φαντάζει πλέον απειλητική και τρομακτική. Δεν είναι η δύναμη που εγγυάται την ασφάλεια και την προστασία, δεν είναι πια εκείνη που ηρεμεί και κατευνάζει αλλά γίνεται μια μόνιμη πηγή ανησυχίας και άγχους. Για τα άρρενα τέκνα της, η Σιθ είναι τώρα μια αναξιόπιστη και επικίνδυνη μητέρα, που δεν εμπνέει εμμπιστοσύνη αλλά καχυποψία και φόβο.
Μητέρα και κόρες μοιάζουν να παλινδρομούν σε μια πολύ πρώιμη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, στην οποία τα όρια στη σχέση μητέρας-παιδιού είναι ακόμα ασαφή και αδιευκρίνιστα καθώς το παιδί τείνει να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως προέκταση της μητέρας χωρίς αυτοτελή ύπαρξη.
Όταν εμφανίζεται η Αγαπημένη, έχει τη νεαρή ηλικία που θα είχε εάν ζούσε και μεγάλωνε κανονικά. Ωστόσο, τα φερσίματά της γίνονται κατά καιρούς εντελώς παιδιάστικα, σα να διεκδικεί να ζήσει από την αρχή τη βρεφική και παιδική ηλικία που στερήθηκε. Η Σιθ και η Ντένβερ προσχωρούν χωρίς κανένα ενδοιασμό στην επικράτεια της Αγαπημένης. Η Σιθ συναπαρτίζει εφεξής με τις δυο κόρες της μια αχώριστη και κραταιά τριάδα, απρόσβλητη από κάθε εξωγενές στοιχείο. Οι τρεις τους συζούν αρμονικά, σε συνθήκες άφατης μακαριότητας που τίποτα δεν μπορεί να κλονίσει. Δοκιμάζουν πρωτόγνωρα συναισθήματα πληρότητας κι ευδαιμονίας και είναι διατεθειμένες να εξοστρακίσουν μακριά απ' τον μικρόκοσμό τους κάθε ξένο σώμα ικανό να διαταράξει την ευτυχία τους. Οδηγούνται έτσι σε ένα είδος ψυχικής συγχώνευσης καθώς η μία απορροφάται από την άλλη και οι επιμέρους ατομικότητες σχεδόν εξαλείφονται στον βωμό μιας ενιαίας, αδιαίρετης οντότητας. Μητέρα και κόρες μοιάζουν να παλινδρομούν σε μια πολύ πρώιμη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, στην οποία τα όρια στη σχέση μητέρας-παιδιού είναι ακόμα ασαφή και αδιευκρίνιστα καθώς το παιδί τείνει να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως προέκταση της μητέρας χωρίς αυτοτελή ύπαρξη. Για ένα μεγάλο διάστημα, η Σιθ, η Ντένβερ και η Αγαπημένη μετέχουν θαυμαστά σε μια τέτοιου τύπου μυσταγωγική ολότητα, σ' ένα περίκλειστο σύστημα, που αποβάλλει με συνοπτικές διαδικασίες κάθε επίδοξο εισβολέα, προκειμένου να διατηρηθεί αλώβητο και αύταρκες.
Με τη νεκρανάσταση και την επάνοδό της, η Αγαπημένη γίνεται η ζωντανή γέφυρα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Ενσαρκώνει και συνοψίζει όχι μόνο μια προσωπική οδυνηρή ιστορία αλλά τον μαρτυρικό βίο μιας ολόκληρης φυλής. Η «αναγέννησή» της δίνει την ευκαιρία για μια συνολική εκ νέου επεξεργασία της μνήμης. Με την επιστροφή της, το τραύμα αρχίζει να επουλώνεται και η Σιθ δε διστάζει να αναπλάσει από την αρχή την οικογενειακή της ιστορία, που άλλοτε αποσιωπούσε επίμονα. Η μαύρη κοινότητα αρχίζει κι αυτή να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό και τη λειτουργία της διηγούμενη και αναδιηγούμενη, υπό νέο φως, οδυνηρές ιστορίες σκλαβιάς που όμως απελευθερώνουν οδηγώντας σε μια νέα μορφή αυτογνωσίας. Ο πόνος μοιράζεται και μετατρέπεται σε αφήγηση που λυτρώνει.
Η Αγαπημένη από το 2007 μέχρι σήμερα έχει αποσυρθεί
από τις βιβλιοθήκες πέντε δημόσιων αμερικανικών σχολείων, έπειτα από καταγγελίες γονέων για αποσπάσματα σχετικά με τους σκλάβους, τον ρατσισμό καθώς και για ανάρμοστες περιγραφές σκηνών σεξ. Το φαινόμενο της λογοκρισίας βιβλίων με αστήρικτες καταγγελίες είναι ένα ζήτημα που κάθε άλλο παρά έχει ελαττωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. |
Προηγουμένως η Μπέμπα Σαγκς, πεθερά της Σιθ και εμβληματική μορφή πνευματικής καθοδηγήτριας, έχει διδάξει τους μαύρους να μην αυτο-οικτίρονται αλλά να είναι περήφανοι και χαρούμενοι για τον εαυτό τους. Μέσα από την ψυχική ενδυνάμωση που τους παρέχει με τα εμπνευσμένα και γεμάτα παλμό κηρύγματά της, η Μπέμπα Σαγκς προσπαθεί να τους απαλλάξει από την οπτική των λευκών δουλοκτητών, που αντικειμενοποιεί και αλλοτριώνει τον μαύρο πληθυσμό. Οργανώνει γιορτές αλληλεγγγύης και κηρύττει την απόλυτη κατάφαση στον αυτοπροσδιορισμό και την υιοθέτηση ενός συστήματος αξιών έξω και πέρα από τη λογική του λευκού. Η Μπέμπα Σαγκς είναι κι αυτή με τη σειρά της μια βασανισμένη μητέρα. Έζησε σκλαβωμένη μέχρι που ο σκλάβος γιος της την απελευθέρωσε εξαγοράζοντάς την με χρήματα που έβγαλε ματώνοντας. Δοτική και γενναιόδωρη, η Μπέμπα περιθάλπει τη Σιθ και την περιβάλλει με αδιάλειπτη μητρική φροντίδα. Η Σιθ βλέπει πάνω της τη μητέρα που δεν είχε ποτέ. Συγχρόνως η Μπέμπα γίνεται πνευματική μητέρα για ολόκληρη την κοινότητα και δεν παύει να εμπνέει σεβασμό κι εμπιστοσύνη.
Η γλωσσική αποτύπωση της μαύρης εμπειρίας και του σπαραγμού, που αυτή περιέχει, γίνεται μέσ' από ένα βαθιά ποιητικό ιδίωμα ασύλληπτης εκφραστικής δύναμης. Υπάρχει ρυθμός και ενέργεια, υπάρχει ένας ζωντανός παλμός που διατρέχει ολόκληρο το κείμενο και το απογειώνει. Υπάρχουν μουσικές ποιότητες σ' αυτή τη γραφή αντλημένες από τη μαύρη παράδοση των μπλουζ και των γκόσπελ. Ο πόνος της απώλειας, της ματαίωσης και της διάψευσης γίνεται τραγούδι που αναβλύζει κατευθείαν από την ψυχή, με τους ειδικούς όρους που επιβάλλει η βασανισμένη ψυχή του κατατρεγμένου, εντελώς αδιαμεσολάβητα και πηγαία.
Η ατμόσφαιρα είναι εξόχως υποβλητική, καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σ' ένα κλίμα μαγικού ρεαλισμού, με έντονη την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου.
Ο γραμμικός χρόνος καταργείται και σπάει σε κομμάτια, ενώ από τις αλλεπάλληλες ρωγμές εισβάλλει το παρελθόν για να ανακατευτεί αξεδιάλυτα με το παρόν της αφήγησης. Τα χρονικά πισωγυρίσματα γίνονται με συνεχόμενα φλάσμπακ, που αναδύονται με κάθε ευκαιρία επιβάλλοντας την παρουσία τους και φωτίζοντας αλλιώς πρόσωπα και πράγματα. Η ατμόσφαιρα είναι εξόχως υποβλητική, καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σ' ένα κλίμα μαγικού ρεαλισμού, με έντονη την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου. Ωστόσο, η Αγαπημένη πολύ απέχει από το να είναι μια τυπική ιστορία φαντασμάτων. Δεν υπάρχει γοτθικός τρόμος και ημίφως, το φάντασμα γίνεται η ενσάρκωση μιας ιστορικής αλήθειας και η αφήγηση καταυγάζεται από φως.
Η Αγαπημένη ευτύχησε να μεταφραστεί έξοχα στη γλώσσα μας από δύο δεινές μεταφράστριες, το 1989 από την αείμνηστη Έφη Καλλιφατίδη για τις εκδόσεις Νεφέλη, και τώρα από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Στην καινούρια μετάφραση, η Κατερίνα Σχινά μεταφέρει ατόφιο το υψηλό ποιητικό αίσθημα και την πνοή που διατρέχει την Αγαπημένη, ενώ συγχρόνως αποδίδει αριστοτεχνικά τον ρυθμό και το νεύρο που διέπει το κείμενο από την αρχή έως το τέλος.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
→ Στην κεντρική εικόνα η Oprah Winfrey, από την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Morrison το 1998, σε σκηνοθεσία του Jonathan Demme.
Αγαπημένη
Toni Morrison
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Παπαδόπουλος 2019
Σελ. 432, τιμή εκδότη €18,00