Για το μυθιστόρημα του Γκιλ Σκοτ Χέρον «Το αρπακτικό» (μτφρ. Βασίλης Κοντόπουλος, εκδ. Βακχικόν).
Του Απόστολου Θηβαίου
Ο Τζόκερ που φτάνει από κάθε πλευρά αυτής της λαμπρής, διαφημιστικής βιομηχανίας είναι γέννημα θρέμμα των δύσκολων καιρών. Είναι τόσο μόνος, δεν αγαπιέται, δεν αγαπά και η απελπισία μοιάζει γραμμένη στο πρόσωπό του, όπως η ηδονή στα μάτια της γυναίκας. Κατεβαίνει την τσιμεντένια σκάλα, στεγνός από φίλους και αντοχή, με το κατακόκκινο κοστούμι του, κουβαλώντας ξωπίσω του μια ολόκληρη, δυστοπική Αμερική, τύπου USA, δίχως καμία σχέση με τα παιδιά που κοιμούνται στο Άρλιγκτον, κανένα μεγαλείο. Χορεύει σπασμωδικά, όπως γελά, θυμίζει τον αινιγματικό άγγελο με τα δεμένα φτερά που κοιτάζει στο μέλλον. Στους ώμους του κουβαλά ένα ολόκληρο φορτίο. Μια χώρα, ένας ολόκληρος πολιτισμός που λοξοδρόμησε και τώρα καίγεται. Οι τελευταίες του στιγμές θα είναι φαντασμαγορικές. Ο Τζόκερ είναι γέννημα θρέμμα του.
Είναι αρπακτικό, όπως ο λαμπρός αιώνας της ξέφρενης, αμερικανικής εποποιίας, με τα χιλιάδες δικαιώματα αραδιασμένα στους δρόμους, σκόνη, γκέτο, πορείες ειρήνης, δριμύ κατηγορώ, μολυβένιους χειμώνες, το ίδιο χερούλι Φορντ, το ίδιο πρεσάρισμα, λίγο στον τόρνο και έπειτα ξανά το καινούργιο σασί. Ο δικός μας Κωνσταντίνος Τζούμας παραχώρησε μια δόση της σε μια περίκλειστη εποχή για τα ελληνικά γράμματα.
Το Μπρονξ παλεύει να ζήσει, μες στην καρδιά των θρυλικών ’70s, τα αγόρια του σκοτώνονται με έναν μορφασμό, με μια ολόκληρη, παράταιρη συνείδηση. Με μια ενοχή. Υπόγειες συνομιλίες με την καταστροφή, ναυάγια, αμαρτωλές πόλεις, αγωγοί του πάθους, φλέβες της πόλης που δεν κοιμάται.
Ω, τι θαύμα, πατέρα, αυτές οι ταξιδιάρικες Φορντ που πεθαίνουν στην έρημο. Ω, ρίζες απέραντα τραγουδισμένες από τόσους και τόσους πένθιμους ήρωες. Σε αυτούς ανήκει ο Γκιλ Σκοτ Χέρον που συστήνεται στο ελληνικό κοινό σε μετάφραση του εξαιρετικού Βασίλη Κοντόπουλου. Είναι τόσο κοντά μας ο αμερικανικός τρόπος ζωής ώστε μπορούμε να νιώσουμε πότε μιλά αληθινά. Ο μεταφραστής κατορθώνει ύφος και ατμόσφαιρα σε μια σπάνια συγκυρία για την εγχώρια βιβλιοπαραγωγή.
Τώρα πέφτουν βροχή στίχοι, εραστής του μεσονυχτίου, πρεζάκι, διαλυμένο κορμί, με πενήντα τόσα άστρα στα στήθη. Το Μπρονξ παλεύει να ζήσει, μες στην καρδιά των θρυλικών ’70s, τα αγόρια του σκοτώνονται με έναν μορφασμό, με μια ολόκληρη, παράταιρη συνείδηση. Με μια ενοχή. Υπόγειες συνομιλίες με την καταστροφή, ναυάγια, αμαρτωλές πόλεις, αγωγοί του πάθους, φλέβες της πόλης που δεν κοιμάται. Πάρτι με κουβέντες για το κίνημα, γρήγορους έρωτες, σιωπηλά δωμάτια, ποιήματα, ποιήματα, ποιήματα με μαύρα αγόρια που κοντράρουν στα ίσια την πνιγμένη στο χιόνι ζωή τους. Σαν αγριοπούλια οι χαρακτήρες του Χέρον, που σήμερα συνιστά μία από τις εμβληματικότερες μορφές της μαύρης μουσικής, πηδούν απ’ τις γέφυρες. Γκρεμός, ποταμίσια ησυχία, στο Μπρονξ οι φίλοι μου πεθαίνουν. Και αν σταθούν άτυχοι, κοπιάζουν να ζήσουν με κάτι, λιγοστά υπάρχοντα. Σκληρή, αγαπημένη Αμερική, τρία μόνο γράμματα, ο Ντος Πάσος στο βάθος του μαγαζιού. Ο τίτλος εκλεκτικές συγγένειες ταιριάζει γάντι στον συγγραφέα που κουβαλά αρκετές δόσεις αμερικανικού ρεαλισμού και έναν πετυχημένο αντικατοπτρισμό του λούμπεν στοιχείου, ενός ετερόκλητου συνόλου που ποτέ άλλοτε δεν διεκδίκησε με τόση πληθωρικότητα την πραγμάτωση κάθε είδος ονείρου και ευκαιρίας.
Το 1970 ο Gil Scott-Heron κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο Small Talk at 125th and Lenox. Η κριτική τον δέχτηκε με διθυράμβους σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι «ο δίσκος αποτελεί ένα εκρηκτικό μίγμα υψηλού διανοουμενικού λόγου και αιχμηρής κοινωνικής κριτικής». |
«Κύριε, θα ήθελα να σας εκμυστηρευτώ κάτι. Έκανα χιλιάδες φορές λάθος που το πίστεψα. Συγχωρήστε με, κύριε». Η Αμερική είναι οι συμμορίες της που λυμαίνονται το κρακ και τα λυπημένα κορίτσια, η Αμερική είναι το Μπρονξ με τα παιδιά των παλιών εργατών, με ένα σημάδι αλυσίδας βαθιά στην ψυχή τους, η Αμερική είναι τα δικαιώματα και ο καταδικασμένος πόλεμος –τι άλλαξε μέχρι σήμερα και όλα δικαιολογούνται;– η Αμερική είναι τα παιδιά της που σκοτώνονται σε ένα αδιέξοδο, που δουλεύουν υπερωρίες στο εικοσιτετράωρο βενζινάδικο, μες στο στόμα τους γεύονται σούπερ οκτάνια, στο όνειρό τους μπορούν να ταξιδέψουν ως το Σικάγο παρέα με τον λευκό τους φίλο… Η Αμερική είναι το Χάρλεμ των Πορτορικανών που κάνουν θέατρο και χορεύουν, είναι ο Μιγκέλ Πινέρο στα κλειστά του μάτια, με σκηνές από την απελπιστική σκλαβιά των φυλακών. Πλάι στο χρηματιστηριακό κέντρο και στα δισ. των δολαρίων τα παιδιά εκτίουν την ποινή τους αγόγγυστα, μερικά χρόνια ακόμη, η ζωή σαν αρπακτικό κατατρώει τα καλύτερά τους χρόνια. Κρύβουν μαχαίρια στο προσκέφαλό τους και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή σκοτώνονται δίχως λόγο, τραγουδώντας τα σκληρά σημάδια. Η Αμερική είναι ο προσωπικός αγώνας όλων αυτών των παιδιών, πνιγμένων στην σκόνη στην 17η οδό, δίχως μέλλον και προοπτική που γράφουν μουσική με λέξεις ασπαίρουσες, σκληρές, τίμιες, λυτρωτικές. Λέξεις που ο κύριος Κοντόπουλος μεταφέρει κατάλληλα σε ένα άλλο γλωσσικό σκεύος έχοντας διαφυλάξει τον ρυθμό των μπλουζ, αυτόν που οδηγεί τον Γκιλ Σκοτ Χέρον στην καταγραφή μιας πληθωρικής Αμερικής, ανοιχτής στο θαύμα και την αμαρτία.
Η ακτιβιστική, πολύπλευρη καλλιτεχνικά, πορεία του συγγραφέα Γκιλ Σκοτ Χέρον διαμορφώνει το βιωματικό υλικό του «Αρπακτικού».
Οι εκδόσεις Βακχικόν φέρνουν στο προσκήνιο ένα ξεχωριστό έργο. Η ακτιβιστική, πολύπλευρη καλλιτεχνικά, πορεία του συγγραφέα Γκιλ Σκοτ Χέρον διαμορφώνει το βιωματικό υλικό του Αρπακτικού. Η Αμερική του ισοδυναμεί με μια αληθινή θρησκεία, που δεν έχει ναούς, δεν έχει τίποτε δικό της, παρά μόνο αυτά τα αλύτρωτα παιδιά της. Η Αμερική του Χέρον διαθέτει μονάχα πιστούς. Ο θεός της λατρεύεται παντού, είναι η καινούρια Ρώμη που πέφτει με βοή, μες στους θρύλους της αυγής του 21ου αιώνα. Που διασώζει ένα αυθεντικό μερίδιο του εαυτού της στο έργο του Χέρον. Ένα μυθιστόρημα που επιτυγχάνει μια σπάνια συνέργεια σε όλα τα επίπεδα και αξίζει να διαβαστεί. Μια αφορμή για τη στροφή στο έργο ενός σπουδαίου συγγραφέα που αναγνώρισε τον παραπλανητικό, τον αρπακτικό ρόλο της Αμερικής που γέρασε και σήμερα πεθαίνει.
* Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ είναι λογοτέχνης.