O Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έχει λόγους να γοητεύεται, αλλά και να απογοητεύεται από ιστορίες με ντετέκτιβ και φονικά.
Αυτό, το ότι ο εγκληματίας δεν επιστρέφει μονάχα στον τόπο αλλά και στον τρόπο του εγκλήματος, θα μπορούσε να είναι η φράση-κλειδί
για τα όσα διαδραματίζονται στο καθηλωτικό μυθιστόρημα «Κρυφός κήπος» του Nigel McCrery (μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις Μεταίχμιο). Τα εγκλήματα, εν προκειμένω φόνοι ηλικιωμένων κυριών, διαπράττονται βάσει ενός σχεδίου που σε γενικές γραμμές παραμένει το ίδιο. Ο εξαιρετικός κύριος McCrery, ο οποίος για πρώτη φορά μεταφράζεται στη γλώσσα μας, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1960, εργάστηκε στην αστυνομία, τα παράτησε, σπούδασε, και διαπρέπει πια ως σεναριογράφος για τη βρετανική τηλεόραση και ως συγγραφέας αστυνομικών αφηγημάτων.
Ήρωάς του είναι ο ιδιόρρυθμος αστυνόμος-ντετέκτιβ (όπως σχεδόν όλοι, καλά δε λέω;) Μαρκ Λάπσλι, του οποίου η ζωή και η σταδιοδρομία τείνουν να ξεχαρβαλωθούν εντελώς λόγω της σπάνιας διαταραχής (η οποία είναι ευλογία για καλλιτέχνες όπως ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, αλλά όλεθρος για ανθρώπους σαν τον Λάπσλι) που λέγεται «συναισθησία» και που την έχει τραγουδήσει, μεταξύ άλλων, ο Σαρλ Μποντλέρ.
Ο Λάπσλι αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση της τυχαίας εύρεσης ενός σχεδόν αποσυντεθειμένου πτώματος. Στο πλευρό του, η υπαστυνόμος Έμμα Μπράντμπουρι και η ιατροδικαστής δρ Τζέιν Κάθεραλ. Όσο οι τρεις τους, συνεργαζόμενοι μέσα σε ένα πνεύμα ανταλλαγής αβροτήτων και χιούμορ, μοχθούν για τη διαύγαση του προβλήματος, τόσο ο αναγνώστης, με όχημα την αφηγηματική μαεστρία του ΜακΚρέρι, περιπλανιέται σε έναν αχανή λαβύρινθο εγκλημάτων και, συνάμα, στην άβυσσο της ψυχής και του νου αυτού που εγκληματεί. Το δηλητήριο, καμωμένο από κατά τα άλλα εντελώς αθώα και καρπερά φυτά που όλα ανθίζουν ακριβώς στον κρυφό κήπο του τίτλου, είναι το όπλο. Τα θύματα ‒όλα ηλικιωμένες και μοναχικές κυρίες‒ δεν έχουν κανέναν εχθρό αλλά ούτε και ζηλευτή περιουσία προς λεηλασία. Τι άραγε κινεί το χέρι του ανθρώπου που διαπράττει τους φόνους; Ο αναγνώστης έχει 389 περιπετειώδεις σελίδες να απολαύσει, ώσπου να του δοθεί η απάντηση στις ολοένα συσσωρευόμενες απορίες του. 389 σελίδες πλούσιες σε δράση, αλλά και σε ποίηση (παρελαύνουν οι ποιητές: Μποντλέρ, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γιέιτς, Τόμας Στερνς Έλιοτ, Ουίλιαμ Μπλέικ και Ρόμπερτ Μπράουνινγκ), σε ζωγραφική (Τζάσπερ Τζόουνς, Τζάκσον Πόλοκ και Χουάν Μιρό), σε μουσική (ανάμεσα στα άλλα «ακούγονται» το «Ticket to Ride» των Beatles και Αλεξάντερ Σκριάμπιν). Εύγε στον συγγραφέα ΜακΚρέρι, στον μεταφραστή Μπαρτζινόπουλο και στην λίαν ενδιαφέρουσα μαυροκίτρινη σειρά αστυνομικών των εκδόσεων Μεταίχμιο.
Πάμε από τη Γηραιά Αλβιόνα του ΜακΚρέρι στην Ελλάδα του Αποστολίδη. Μετρ του είδους, δεινός μεταφραστής άλλων μετρ, όπως οι Raymond Chandler, James Ellroy, Patricia Highsmith, μεταξύ πολλών άλλων, ο Ανδρέας Αποστολίδης κερνάει δώδεκα αστυνομικές, λίαν ζουμερές, ιστορίες που αποτελούν παράλληλα και μια κοινωνική-ανθρωπολογική και κοινωνιολογική ματιά στην τελευταία ελλαδική τριακονταετία. Στον τόμο «Είσαι ο Παπαδόπουλος!» (εκδόσεις Άγρα) συναντάμε ξανά, αλλά κάτω από «αποστολιδιακές» συνθήκες, παλαιούς μας γνώριμους που έγραψαν λερή και βρόμικη ιστορία στις ελεεινές σελίδες του ντόπιου κουλουβάχατου: νονούς της νύχτας, ρασοφόρους με ταλέντο golden-boy, δικηγόρους με ύποπτες διασυνδέσεις, Ζορό της μεταμοντέρνας επαναστατικής τρομοκρατίας, λαμόγια και άλλα αγγελούδια! Επίσης, συναντάμε και χώρους που αγαπάμε, χώρους που ξέρουν πολύ καλά να ζωντανεύουν στην τυπωμένη σελίδα οι συγγραφείς αστυνομικών, ιδίως οι προερχόμενοι από την ρομαντική αριστερά (ας θυμηθούμε πρόχειρα τη Μασσαλία του Izzo και το Παρίσι του Manchette), συναντάμε το ζαχαροπλαστείο «Χαρά» στα Άνω Πατήσια, συναντάμε και τα Εξάρχεια. Γράφει ο Αποστολίδης: «Τα γραφεία της Μεγαλόχαρης ήταν σε ένα στενάκι της οδού Γραβιάς, μεταξύ Σόλωνος και Ακαδημίας, σε ένα από τα εκατοντάδες κτίρια γραφείων στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, όπου στοιβάζονται σύλλογοι, σωματεία, δικηγορικά γραφεία, συμβολαιογραφεία, ιδιωτικοί ντετέκτιβ, παραγωγοί ταινιών, βίντεο, πορνό και DVD γενικά, εμπορικοί αντιπρόσωποι, εισαγωγείς, νταβατζήδες, ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί, ξυλουργοί, λογιστές, μπούκμεηκερ, έμποροι τέχνης και λαθρέμποροι τσιγάρων».
Παρέα με το «Είσαι ο Παπαδόπουλος!» πηγαίνει αβάδιστα και ο 379 σελίδων, υψηλής θερμοκρασίας, γερής κράσης και οπάλινης αγάπης για το είδος, τόμος «Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος – Δοκίμια για την ιστορία και τις σύγχρονες τάσεις του», όπου στο πρώτο μέρος του ο Αποστολίδης μιλάει για κορυφαίους ρέκτες, όπως η Highsmith, o Dashiell Hammett, ο William R. Burnett και ο Jerome Charyn, μεταξύ άλλων, ενώ στο δεύτερο προβαίνει σε μιαν ιστορική αναδρομή και μιαν ανατομία του αστυνομικού αφηγήματος, όπως αυτό αρχίζει να μπουσουλάει με τον Edgar Allan Poe και εν συνεχεία «έτσι προχωρεί και αναπτύσσεται», σύμφωνα με τη φράση του Ανδρέα Εμπειρίκου. Την εισαγωγή υπογράφει ο καθηγητής στη Σορβόννη Henri Tonnet, ο οποίος τονίζει πόσο σημαντική είναι η προσφορά του Αποστολίδη, τριπλή μάλιστα: ως συγγραφέα, ως μεταφραστή και ως δοκιμιογράφου.
«Τίποτα πιο άδειο από μιαν άδεια πισίνα» είχαμε διαβάσει σε κάποιο αστυνομικό μυθιστόρημα. Άλλοι διατείνονται: «Τίποτα πιο θλιβερό από ένα άδειο ψυγείο». Τέλος, κάποιοι επιμένουν: «Τίποτα πιο απογοητευτικό από ένα νουάρ που δεν καταφέρνει ν’ απογειωθεί και να σε απογειώσει». Yair Lapid ο συγγραφέας. «Διπλό παιχνίδι» το μυθιστόρημα (μτφρ. Στεργία Καββάλου, εκδόσεις Πόλις). Το σκηνικό είναι τα σοκάκια και οι πλατείες του Τελ Αβίβ, όπου άλλωστε γεννήθηκε ο Lapid το 1963. Άριστες οι προθέσεις, πολύ πράμα το υλικό, γερή επινοητικότητα, άνεση στο γράψιμο, ευπρόσδεκτες οι μουσικές αναφορές –κλασικό πια ίδιον του νεο-νουάρ–, εν προκειμένω: Ότις Ρέντινγκ, Μπίλι Χόλιντεϊ, Ρέι Τσαρλς, Τζίμι Χέντριξ, Τζον Λένον, Γιαν Γκαρμπάρεκ, Εγκμπέρτο Γκισμόντι (αν δεν κάνω τρελό λάθος, πρώτη φορά παίζει ο μέγας Γκισμόντι σε νουάρ μυθιστόρημα). Και επιπροσθέτως: φίνα περάσματα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, του Άλφρεντ Χίτσκοκ, του Ανρί-Καρτιέ Μπρεσόν, ακόμα και του θρυλικού Τζέιμς Φέρνιμορ Κούπερ. Επίσης, καλοχτισμένος ο κεντρικός ήρωας, ο ντετέκτιβ Τζος Σίρμαν, ο οποίος, παρακαλώ, πίνει ελληνικότατο ουζάκι, καπνίζει σιγαρέτα Νέλσον και οδηγεί με πείσμα αυτό το ανόλεθρο αριστούργημα που λεγόταν Ford Capri, μοντέλο του 1971!
Όλα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να συνθέσουν ένα συγκλονιστικό νουάρ. Αλλά όχι, δεν συμβαίνει το ευκταίο – και αναμενόμενο, άλλωστε. Απεναντίας, ο εξυπνακισμός υπερτερεί, το αψυχολόγητο δεσπόζει, η αληθοφάνεια απουσιάζει, ο συγγραφικός ναρκισσισμός καλπάζει. Ενώ είναι page turner, το «Διπλό παιχνίδι» στο τέλος αφήνει ελάχιστες καλές αναμνήσεις στο μυαλό του αναγνώστη. Κρίμα! Σώζεται πάντως η αγάπη του Lapid για το χάος του Τελ Αβίβ, το οποίο καταγράφεται με ακρίβεια. Υποψιάζομαι ότι φταίει ενδεχομένως το νεαρόν της ηλικίας του συγγραφέα, που ήταν μόλις είκοσι πέντε ετών όταν έγραφε το «Διπλό παιχνίδι», και φαντάζομαι ότι ωρίμασε δεόντως από το 1989. Τέλος, είμαι βέβαιος ότι θα αποζημιωθώ σπεύδοντας ν’ αρχίσω το διάβασμα του πολυσέλιδου νουάρ «Ο καιρός της μάγισσας» του γεννημένου το 1950 Ισλανδού Árni Thórarinsson (Τι όνομα! Άρνι Θοράρινσον!), που κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με το «Διπλό παιχνίδι» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και που θα παρουσιάσω σε προσεχές τεύχος.