Για το μυθιστόρημα της Djuna Barnes «Νυχτοδάσος» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Gutenberg).
Της Νίκης Κώτσιου
Το Νυχτοδάσος της Τζούνα Μπαρνς (1892-1982) κινείται γύρω από την απατηλή και άπιαστη φύση της ερωτικής επιθυμίας και διαθέτει μια σπάνια ονειρική υφή, που το κάνει εντελώς ξεχωριστό. Τοποθετημένο στο Παρίσι των μποέμ και στη Βιέννη των αριστοκρατών κατά την εποχή του μεσοπολέμου, το Νυχτοδάσος φέρει την ανεξίτηλη σφραγίδα μιας συγγραφέα που έζησε αντι-κομφορμιστική και ταραχώδη ζωή σε όλα τα επίπεδα, κυνήγησε εμμονικά την περιπέτεια και αμφισβήτησε με τρόπο σαρωτικό και οξύ κάθε είδους κατεστημένο.
Αρνούμενη τους ρόλους της μητέρας και της συζύγου, επειδή αυτοί αντιστρατεύονται τη βαθύτερη φύση της, η Ρόμπιν κάνει μια τυχοδιωκτική και άστατη ζωή, μακριά από κάθε στερεότυπο και σύμβαση. Δεν υπόκειται σε περιορισμούς και κανόνες, δεν αναγνωρίζει δεσμεύσεις και όρια.
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ένα μυστηριώδες κι αινιγματικό πλάσμα, η Ρόμπιν Βόουτ, που ίσως ενσαρκώνει την ίδια την επιθυμία. Διαρκώς φεύγουσα και διαφεύγουσα, η Ρόμπιν εγκαταλείπει τον αριστοκράτη σύζυγό της Φέλιξ, με τον οποίο έχει ένα παιδί, και αφήνεται στη δίνη του τυχαίου και του πεπρωμένου. Αρνούμενη τους ρόλους της μητέρας και της συζύγου, επειδή αυτοί αντιστρατεύονται τη βαθύτερη φύση της, η Ρόμπιν κάνει μια τυχοδιωκτική και άστατη ζωή, μακριά από κάθε στερεότυπο και σύμβαση. Δεν υπόκειται σε περιορισμούς και κανόνες, δεν αναγνωρίζει δεσμεύσεις και όρια. Οι προσπάθειες των κατά καιρούς συντρόφων της να τη δαμάσουν και να την τιθασεύσουν πέφτουν όλες στο κενό. Η Ρόμπιν βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση φυγής και αποχωρισμού, που δεν της επιτρέπει να ριζώσει πουθενά.
Η ταυτότητά της είναι ρευστή και συγκεχυμένη, δεν αποκρυσταλλώνεται ποτέ σε κάποια συμπαγή μορφή και παρουσιάζει συνάφειες με αυτή του αγριμιού. Τη συναντούμε σχεδόν πάντα σιωπηλή, αναίσθητη ή κοιμισμένη, διαρκώς συνδεμένη με το ασυνείδητο και με το όνειρο. Είναι παράφορη και παθιασμένη, ενίοτε άγρια σαν θηρίο, χωρίς να παύει να είναι εύθραυστη. Η Ρόμπιν «έχει κροτάφους που μοιάζουν με των νεαρών ζώων που ετοιμάζονται να βγάλουν κέρατα σα να ήταν βλέφαρα κλειστά» ή είναι «όραμα μιας αντιλόπης που πλησιάζει μέσα από ένα μονοπάτι, στεφανωμένη με άνθη πορτοκαλιάς και νυφικό πέπλο, και την οπλή ανασηκωμένη σε ένδειξη φόβου».
Για τον σύζυγό της βαρόνο Φέλιξ, η Ρόμπιν, «ένα ψηλό κορίτσι με σώμα αγοριού», παραμένει πάντα ανεξιχνίαστη και απροσπέλαστη. «Πατριαρχικός» και συντηρητικός, λάτρης της ιεραρχίας και της καθεστηκυίας τάξης, ο Φέλιξ δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να κατανοήσει τις αλλόκοτες διαθέσεις της συζύγου του, που διαρκώς ανθίσταται σε κάθε απόπειρα χειραγώγησης αντιδρώντας με τη φυγή. Για τον Φέλιξ, που εμφορείται από τις ιδέες ενός παλαιού κόσμου και ομνύει στον Θεό και στους κανόνες, όλα πρέπει να συντονίζονται με τα κοινωνικά ιδεώδη και τις απαράγραπτες πάγιες αξίες. Στα μάτια του, η Ρόμπιν έχει την ομορφιά ενός στατικού ιδεατού αγάλματος, μολονότι η ίδια η Ρόμπιν κινείται στους φρενήρεις ρυθμούς μιας αέναης φυγής, μακριά από ιδεώδη και πρότυπα.
Στο παραλήρημα του Ο’ Κόνορ, που βρίθει από υπερβολές και φαντασιοκοπίες, υπάρχει έντονη αμφισημία, που τον κάνει να ηχεί σαν προφήτης ή μάντης αλλά και γενναίες δόσεις χιούμορ, ανάκατου με σπαραγμό κι απαισιοδοξία για την ανθρώπινη κατάσταση.
Για τη Νόρα και την Τζένυ, η Ρόμπιν αποτελεί το απόλυτο αντικείμενο του πόθου. Θέλουν να την εγκλωβίσουν στον μικρόκοσμό τους στερώντας της την ελευθερία και την αυτοδιάθεση, θέλουν να την κάνουν η καθεμία κτήμα της. Η επιθυμία τους είναι κτητική και σαρωτική, σκοπεύει να απορροφήσει τη Ρόμπιν και να συγχωνευθεί μαζί της. Η Νόρα είναι μια ματαιωμένη μητέρα που βλέπει πάνω στη Ρόμπιν το παιδί που δεν απέκτησε ποτέ αλλά θα ήθελε να έχει. Την κανακεύει με τρυφερότητα αλλά και δεν διστάζει να τη χτυπήσει, όταν αυτή δεν συμμορφώνεται. Σκοπός της είναι να την εξημερώσει και να την οδηγήσει σ’ έναν δεσμό υποταγής ώστε η ίδια να θεραπεύσει τα ναρκισσιστικά της τραύματα.
Ο γιατρός Ο’ Κόνορ, γυναικολόγος και αυτοδίδακτος ψυχοθεραπευτής, είναι ένας παρενδυτικός τσαρλατάνος στον οποίο προσφεύγει ο Φέλιξ και η Νόρα ζητώντας συμβουλή και παρηγοριά. Η φλυαρία του Ο’ Κόνορ είναι παροιμιώδης και ακαταπόνητη. Οι μονόλογοί του, που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της αφήγησης, ξετυλίγονται σαν χείμαρροι, όπου σοφίες και αδιανόητες ανοησίες συμφύρονται και φτιάχνουν ένα αξεδιάλυτο κράμα αποφθεγμάτων, παροιμιών, αφορισμών και ψευδο-θεωριών, πέρα από κάθε φαντασία. Μέσα από τους αλλόκοτους, υστερικούς αλλά εμπνευσμένους λόγους που ακούραστα αρθρώνει, με τις πλήθος αναφορές επί παντός επιστητού, ο Ο’ Κόνορ προσπαθεί να διαφωτίσει αλλά μάλλον συσκοτίζει και περιπλέκει ακόμη περισσότερο. Στο παραλήρημα του Ο’ Κόνορ, που βρίθει από υπερβολές και φαντασιοκοπίες, υπάρχει έντονη αμφισημία, που τον κάνει να ηχεί σαν προφήτης ή μάντης αλλά και γενναίες δόσεις χιούμορ, ανάκατου με σπαραγμό κι απαισιοδοξία για την ανθρώπινη κατάσταση. Ο ίδιος αυτοσαρκάζεται ανελέητα και δεν διστάζει να σχολιάσει την κρυφή του φύση με δηκτική ειλικρίνεια αλλά και τρυφερότητα.
Η Djuna Barnes ξεκίνησε την καριέρα της ως εικαστικός και δημοσιογράφος. Ταξίδεψε πολύ και έζησε πολλά χρόνια στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Devon της Αγγλίας. Παράλληλα με τα γραπτά της συνέχισε να δίνει «κομμάτια» σε περιοδικά της εποχής. Η συνέντευξη που πήρε από τον James Joyce το 1922 για το Vanity Fair ήταν η αρχή μιας φιλίας που κράτησε χρόνια. |
Στην Εισαγωγή του στην πρώτη έκδοση (1937), ο T.S. Eliot σημειώνει πως «μαζί με τον εγωκεντρισμό και την καυχησιολογία του, ο γιατρός Ο’ Κόνορ διαθέτει μια απεγνωσμένη ανιδιοτέλεια και μια βαθιά ταπεινοφροσύνη. Η ταπεινοφροσύνη του [...] είναι αυτή που του προσδίδει, από την αρχή έως το τέλος, την αδύναμη εξουσία του ανάμεσα στους αδύναμους. Οι μονόλογοί του, ιδιοφυείς και πνευματώδεις, δεν υπαγορεύονται από αδιαφορία απέναντι στα ανθρώπινα πλάσματα, αντιθέτως, από την υπερευαίσθητη επίγνωση της ύπαρξής τους». Ωστόσο, ο Ο’ Κόνορ δεν παύει να είναι ένας εντελώς αναξιόπιστος και κατ’ εξακολούθηση ψεύτης αφηγητής που διαρκώς παραπλανά και αποπροσανατολίζει.
Από τις σελίδες του Νυχτοδάσους περνά μια φαντασμαγορική ποικιλία από περιθωριοποιημένες υποκειμενικότητες, που αποκλίνουν και ξεχωρίζουν. «Αν δούμε αυτούς τους ανθρώπους ως μια απωθητική παρέλαση τεράτων, απλώς χάνουμε το νόημα». Λεσβίες, παρενδυτικοί, άνθρωποι του τσίρκου αρθρώνουν τη δική τους, εκτός νόρμας, αλήθεια και γίνονται η εξαίρεση του κανόνα. Ωστόσο, η προσέγγιση και η ανάδειξή τους γίνεται μέσα από τη ολοδική τους οπτική γωνία και όχι με τους ίσως απαξιωτικούς όρους που θα χρησιμοποιούσε μια αφηγηματική φωνή από τη μεριά του φαλλοκεντρικού λόγου και της ετεροκανονικότητας. Όλα όσα συμβαίνουν στο Νυχτοδάσος, όσο ανοίκεια και παράδοξα κι αν φαίνονται, εκτυλίσσονται ως μία ακόμη παραλλαγή του ανθρώπινου. Αυτό που εξετάζεται είναι οι παρενέργειες του έρωτα, που (παρεμπιπτόντως) ξετυλίγονται μέσα σε ένα σκηνικό ομοφυλοφιλίας. Το μείζον δεν είναι όμως η ομοφυλοφιλία ως εκτροπή αλλά τα ποικίλα φανερώματα και οι εκδηλώσεις της ερωτικής επιθυμίας, ασχέτως σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας.
Το «Νυχτοδάσος» εμπνέεται από τη λογοτεχνία της Παρακμής και συνάπτει την ομορφιά με το κακό και την απελπισία, μέσα σε μια ζοφερή, αγωνιώδη ατμόσφαιρα που περιγράφεται με έντονα ποιητικά χρώματα και υψηλό θεατρικό ύφος.
Σκοτεινό και παράξενο, το Νυχτοδάσος ενσωματώνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία της Τζούνα Μπαρνς απηχώντας τη θυελλώδη ερωτική σχέση της με τη γλύπτρια Θέλμα Γουντ. Πάνω στη Ρόμπιν αποτυπώνονται τα χνάρια από τις συμπεριφορές και τα γνωρίσματα της Γουντ, αλλά η Ρόμπιν είναι κάτι πολύ περισσότερο από το απείκασμα ενός υπαρκτού προσώπου. Το Νυχτοδάσος εμπνέεται από τη λογοτεχνία της Παρακμής και συνάπτει την ομορφιά με το κακό και την απελπισία, μέσα σε μια ζοφερή, αγωνιώδη ατμόσφαιρα που περιγράφεται με έντονα ποιητικά χρώματα και υψηλό θεατρικό ύφος. Ωστόσο, χρησιμοποιεί τους αφηγηματικούς τρόπους του μοντερνισμού σπάζοντας τη γραμμικότητα και αμφισβητώντας όχι μόνο τις μέχρι τότε παγιωμένες κειμενικές μορφές αλλά και ολόκληρο το σύστημα των κοινωνικών αξιών. Η χαλαρή δομή του και η εσκεμμένη έλλειψη συνεκτικότητας κάνουν το κείμενο να φαντάζει ακραία πειραματικό και κρυπτικό, έτοιμο να διαρρήξει κάθε δεσμό με την όποια λογοτεχνική παράδοση αλλά και με τον ίδιο τον Λόγο.
Μεταφρασμένο υποδειγματικά με φροντίδα και προσοχή από την Αργυρώ Μαντόγλου που υπογράφει και το διαφωτιστικό Επίμετρο, το Νυχτοδάσος συνοδεύεται επίσης από την Εισαγωγή του Τ.S. Eliot στην πρώτη έκδοση (1937) και την Εισαγωγή της Jeannette Winterson για την έκδοση Faber & Faber (2007).
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.