Για το μυθιστόρημα της Maja Lunde «Η ιστορία των μελισσών» (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Κλειδάριθμος).
Του Μιχάλη Πιτένη
Πολλά απ’ όσα υπάρχουν στη ζωή μας θεωρούμε ότι θα υπάρχουν για πάντα. Και μετά από μας. Πως τίποτα δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξή τους, να την τερματίσει. Για κάποια απ’ αυτά ξέρουμε ακριβώς τι κάνουν, σε τι χρησιμεύουν, αλλά πολλοί από μας ίσως να μη συνειδητοποιούμε την πραγματική τους αξία και το ότι μπορεί να είναι σημαντικοί κρίκοι για την ίδια τη ζωή. Πάρτε, για παράδειγμα, μια μέλισσα. Με πόση ευκολία τις σκοτώνουμε τρέμοντας το επώδυνο –και για όσους έχουν αλλεργία πολύ επικίνδυνο– τσίμπημά της; Γιατί όχι; Υπάρχουν τόσες πολλές. Εκατομμύρια, δισεκατομμύρια… Παντού. Και από πάντα; Ναι, από πάντα, αλλά για πάντα;
Για λόγους που δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς οι μέλισσες εγκαταλείπουν τις κυψέλες τους και εξαφανίζονται, αφήνοντας πίσω τις Βασίλισσες, τα νεογνά τους, λίγες μέλισσες νοσοκόμους και πολλή τροφή.
Εδώ σταματάμε. Ο κίνδυνος να εξαφανιστούν οι μέλισσες είναι πια υπαρκτός και όχι επειδή όλοι όσοι ζούμε σ’ αυτόν τον πλανήτη θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και θα τις πάρουμε στο κυνήγι εξολοθρεύοντάς τες. Για την ακρίβεια το έχουμε δρομολογήσει ήδη, με όλα αυτά τα χημικά που χρησιμοποιούμε για να αυξήσουμε και να προστατεύσουμε τις καλλιέργειες που μας τρέφουν. Τις καλλιέργειες που υπάρχουν επειδή πολλές απ’ αυτές τις γονιμοποιούν με την καθημερινή τους δράση οι μέλισσες! Σας φαίνεται οξύμωρο; Κι όμως, δεν είναι.
Οι μέλισσες μπορεί να εξαφανιστούν. Δεν πρόκειται για ρητορικό σχήμα. Μια απλή υπόθεση εργασίας. Συνέβη ήδη σε κάποιες περιοχές πριν από δώδεκα δεκατρία χρόνια και ονομάστηκε από τους επιστήμονες «Διαταραχή Κατάρρευσης Αποικίας» (Colony Collapse Disorder – CCD). Για λόγους που δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς οι μέλισσες εγκαταλείπουν τις κυψέλες τους και εξαφανίζονται, αφήνοντας πίσω τις Βασίλισσες, τα νεογνά τους, λίγες μέλισσες νοσοκόμους και πολλή τροφή. Τις αφήνουν, δηλαδή, να πεθάνουν. Με τη φυγή των μελισσών δεν δημιουργείται απλώς ένα κενό. Σπάει η αλυσίδα της ζωής στον πλανήτη, αφαιρείται ένας κρίσιμος κρίκος. Και μπορεί πολλοί να υποστηρίζουν ότι η φύση φροντίζει πάντα να καλύπτει τα κενά, αλλά πόσα κενά πια να καλύψει απ’ τα τόσα που δημιούργησαν και θα δημιουργήσουν οι δραστηριότητες των ανθρώπων;
Ομολογώ πως ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο της Νορβηγίδας Μάγια Λούντε αμέριμνος και ανυποψίαστος. Το έκλεισα νιώθοντας σαν να ’χα δεχτεί γροθιά στο στομάχι. Μέσα από τις τρεις ιστορίες του βιβλίου –που τρέχουν παράλληλα και, ενώ φαίνεται να μην έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, στην πραγματικότητα τις συνδέουν ορισμένα κοινά στοιχεία–, είδα να ξετυλίγεται η απληστία του ανθρώπου, η έγνοια του μόνο για τη δική του επιβίωση και ένα εφιαλτικό σενάριο για το μέλλον που όμως δεν μοιάζει καθόλου εξωπραγματικό και παράλογο.
Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, τρεις διαφορετικές εποχές, που, ουσιαστικά, η μια διαδέχεται την άλλη, με τον κόσμο όμως να κάνει βήματα προς τα πίσω, να μετρά σοβαρές απώλειες.
Οι ήρωες της Λούντε, η Κινέζα Τάο που ζει το 2098 στην Περιφέρεια 242 στο Σιρόγκ του Σετσουάν της Κίνας, ο Άγγλος Γουίλιαμ που τον συναντάμε το 1852 στο Μέριβιλ του Χερτφορντσάιντ της Αγγλίας και ο Αμερικανός Τζορτζ που τον βρίσκουμε το 2007 στο Ότομ Χιλ του Οχάιο των ΗΠΑ, φαίνεται αμέσως πως έχουν δύο κοινά στοιχεία. Το πρώτο είναι οι μέλισσες. Ο Γουίλιαμ προσπαθεί να κατασκευάσει την καλύτερη δυνατή κυψέλη φιλοδοξώντας να φέρει την επανάσταση στην μελισσοκομία, ο Τζορτζ πασχίζει να διασώσει τις δικές του μέλισσες από την «Διαταραχή Κατάρρευσης Αποικίας» και η Τάο αντικαθιστά τις εξαφανισμένες από χρόνια μέλισσες δουλεύοντας μαζί με εκατομμύρια άλλους εργάτες στην επικονίαση των δένδρων και των φυτών στην πατρίδα της. Η δίψα του ανθρώπου για κάτι καινούργιο, πιο αποδοτικό, η πάλη του να διατηρήσει τα κεκτημένα, ο αγώνας να αντικαταστήσει ο ίδιος έναν απ’ τους χαμένους βασικούς κρίκους της ζωής. Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, τρεις διαφορετικές εποχές, που, ουσιαστικά, η μια διαδέχεται την άλλη, με τον κόσμο όμως να κάνει βήματα προς τα πίσω, να μετρά σοβαρές απώλειες.
Διαβάστε τη συνέντευξη της Maja Lunde στην Ελένη Κορόβηλα, από την πρόσφατη επίσκεψη της Νορβηγίδας συγγραφέως στην Αθήνα: «Υπάρχουν τόσες εκδοχές ενός βιβλίου όσες και οι αναγνώστες του» |
Το δεύτερο κοινό στοιχείο είναι ότι οι τρεις ήρωες έχουν από έναν γιο, προς τον οποίο τρέφουν μεγάλη αδυναμία. Έναν γιο που ενσαρκώνει την επιθυμία και την ελπίδα τους για συνέχεια. Αυτόν που βλέπουν ως τον δικό τους κηφήνα. Όχι με τη γνωστή, παρεξηγημένη, έννοια, αλλά με την έννοια και την αξία που του αποδίδουν όσοι ασχολούνται με τη μελισσοκομία. Της αρσενικής μέλισσας, δηλαδή, που χωρίς αυτή και το γονιμοποιητικό της έργο δεν θα υπήρχε μελίσσι, δεν θα υπήρχε συνέχεια. Ένα στοιχείο ισχυρού συμβολισμού που εύστοχα επέλεξε η συγγραφέας συνδέοντας έτσι τις κοινωνίες των ανθρώπων μ’ αυτές των μελισσών.
Είναι ένα καμπανάκι, ένα σήμα κινδύνου που στέλνει ένας άνθρωπος ευαισθητοποιημένος σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος.
Η Ιστορία των μελισσών δεν είναι, τελικά, η ιστορία αυτών των τόσων χρήσιμων και σημαντικών εντόμων. Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια την ιστορία των ανθρώπων. Δεν είναι ένα διδακτικό βιβλίο και είναι ξεκάθαρη η πρόθεση της συγγραφέα πως δεν θέλει να μας κουνήσει το δάχτυλο μέσα από τις σελίδες του και να μας μαλώσει για τα ατοπήματά μας. Είναι ένα καμπανάκι, ένα σήμα κινδύνου που στέλνει ένας άνθρωπος ευαισθητοποιημένος σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Ένας άνθρωπος που ανησύχησε σοβαρά με ένα γεγονός που για τους περισσότερους από μας πέρασε απαρατήρητο, τη «Διαταραχή Κατάρρευσης Αποικίας», εντρύφησε και ασχολήθηκε πάρα πολύ με το θέμα και κατέληξε σ’ ένα κείμενο που είναι αδύνατον να μην σε προβληματίσει, να μην σε ανησυχήσει.
Η συγγραφέας, λοιπόν, εκφράζει την αγωνία της, αλλά μας δίνει και την απαραίτητη νότα αισιοδοξίας, καθώς στο έργο της οι μέλισσες επιστρέφουν. Και γι’ αυτό γράφει: «Ο ήχος αυτός ήταν αλλιώτικος απ’ οτιδήποτε είχα ακούσει ως τότε. Οι μέλισσες μπαινόβγαιναν στην κυψέλη. Έφερναν μαζί τους νέκταρ και γύρη, τροφές για τον γόνο, αλλά όχι μόνο για τις λίγες δικές τους προνύμφες. Κάθε μέλισσα δούλευε για όλη την οικογένεια, για όλους, για τον οργανισμό που αποτελούσαν όλες μαζί». Τι γίνεται όμως στην πραγματική ζωή; Αν κάποτε φύγουν στ’ αλήθεια, θα επιστρέψουν ποτέ;
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μετέωρη γυναίκα» (εκδ. Διάπλαση).