Για το μυθιστόρημα της Jacqueline Woodson «Ένα άλλο Μπρούκλιν» (μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις).
Της Διώνης Δημητριάδου
«Τι σημαίνει να είσαι ένα δραστήριο, ξεχωριστό και λατρεμένο κορίτσι με σκουρόχρωμη επιδερμίδα; Τι σημαίνει να γαντζώνεσαι από αυτή την αγάπη κι ύστερα, εξίσου γρήγορα να την απαρνιέσαι;» Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στη συγγραφέα του βιβλίου, που νιώθει την ανάγκη ολοκληρώνοντάς το να μιλήσει για το πώς το έγραψε. Τι την οδήγησε, ύστερα από περισσότερα από είκοσι παιδικά και εφηβικά βιβλία (βραβευμένη για ένα από αυτά με το National Book Award το 2014) να γράψει ένα βιβλίο για ενήλικες; Έχει άραγε ενσωματώσει στην ιστορία των τεσσάρων κοριτσιών που μεγαλώνουν στο Μπρούκλιν κάποια δικά της αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Επειδή, όπως λέει η ίδια, «από πολλές απόψεις οι χαρακτήρες που πλάθουν οι συγγραφείς πάντα προϋπάρχουν κάπου», σκέφτομαι πως ο αρχικός τους «τόπος» δεν μπορεί παρά να είναι τα δικά της βιώματα σ’ αυτή την ίδια συνοικία του Μπρούκλιν όπου τοποθέτησε τους ήρωές της.
Ξεκινώ το κριτικό αυτό σημείωμα από το Επίμετρο (όπου και το αυτοαναφορικό της κείμενο), γιατί διαβάζοντας αναρωτήθηκα πόση από την προσωπική της ιστορία είχε χωρέσει πίσω από τη μυθοπλασία της. Επειδή, όπως λέει η ίδια, «από πολλές απόψεις οι χαρακτήρες που πλάθουν οι συγγραφείς πάντα προϋπάρχουν κάπου», σκέφτομαι πως ο αρχικός τους «τόπος» δεν μπορεί παρά να είναι τα δικά της βιώματα σ’ αυτή την ίδια συνοικία του Μπρούκλιν όπου τοποθέτησε τους ήρωές της – άλλωστε γράφει και την αφιέρωση: Για τη συνοικία Μπούσγουικ (1970-1990) Εις μνήμην. Μόνο που, φυσικά, η ίδια υπάρχει πίσω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα, όχι όμως ως αυτοβιογραφούμενη ηρωίδα αλλά ως μνήμη βιωματική που επιστρέφει και έχει ανάγκη καταγραφής. Έχει ζήσει στη συνοικία Μπούσγουικ (είναι ο τόπος των δικών της νεανικών χρόνων), ξέρει τις ανάσες του κόσμου εκεί, αναγνωρίζει πίσω από τους ήρωές της κάποια πρόσωπα χαμένα μέσα στον χρόνο – η λογοτεχνική γραφή θα τους δώσει νέα πνοή. Έτσι προέκυψε το Ένα άλλο Μπρούκλιν (στην πολύ καλή μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη, η οποία γράφει και τις κατατοπιστικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου) και σύστησε την ως τότε συγγραφέα παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας στο ενήλικο κοινό με τον καλύτερο τρόπο χαρίζοντάς της μια υποψηφιότητα για το National Book Award το 2016.
Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης (Bildungsroman), καθώς παρακολουθεί την πορεία, από τη δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία ως την ενηλικίωση, των τεσσάρων κοριτσιών (Όγκοστ, Σύλβια, Άντζελα, Τζίτζι) που συναντήθηκαν «σαν σε αυτοσχεδιασμό τζαζ».
«Στις σφιγμένες γροθιές της Άντζελας, η Μπίλι Χόλιντέϊ περνούσε τρεκλίζοντας από δίπλα μας κι εμείς δεν ξέραμε το όνομά της. Η Νίνα Σιμόν μάς έλεγε πόσο όμορφες ήμασταν κι εμείς δεν ακούγαμε τη φωνή της».
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη με εστίαση στην οπτική της Όγκοστ, η οποία αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ιστορία τους. Να μιλήσει για το βάρος που μοιραζόντουσαν σε μια γειτονιά όλο κινδύνους, «σαν ένα σακί γεμάτο πέτρες που το δίναμε η μία στην άλλη λέγοντας, Έλα βοήθησέ με να το κουβαλήσω».
Μια από τις πιο ζωντανές περιοχές της Νέα Υόρκης, κυρίως τόπος μεταναστών, μεγαλώνει και εξελίσσεται μέσα στα χρόνια, αλλάζει πρόσωπο, ακολουθεί τα νέα ήθη, διαμορφώνεται.
Το Μπρούκλιν της δεκαετίας του ’70 –χρονικό πλαίσιο για την ιστορία του βιβλίου– δεν είναι το σημερινό αλλά ούτε κι εκείνο το μακρινό των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, που απέδωσε λογοτεχνικά η Betty Smith στο μυθιστόρημά της Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν. Μια από τις πιο ζωντανές περιοχές της Νέα Υόρκης, κυρίως τόπος μεταναστών, μεγαλώνει και εξελίσσεται μέσα στα χρόνια, αλλάζει πρόσωπο, ακολουθεί τα νέα ήθη, διαμορφώνεται. Πάντα, όμως, εμπνέει όσους έζησαν εκεί και θέλουν να μεταφέρουν μέσα από τη λογοτεχνική γραφή το πρόσωπο του Μπρούκλιν που γνώρισαν.
Το Μπρούκλιν της Woodson κατά έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Τέσσερις νεανικές φιγούρες (θα μπορούσαν να είναι τα τέσσερα κορίτσια της ιστορίας) τρέχουν, με έντονη την ανεμελιά της ηλικίας τους και την προσδοκία για μια καλύτερη ζωή μεγαλώνοντας. Από πάνω τους, όμως, επικρέμαται απειλητικό το Μπρούκλιν (ακόμη κι αν πρόκειται μόνο για το όνομά του), που φαίνεται να δεσπόζει στην εικόνα και να αποφασίζει για τα όρια που έχει η καθεμία τους να υπερβεί· ένα περιβάλλον που σε κάθε βήμα τούς στήνει παγίδες: ηρωινομανείς, βετεράνοι του Βιετνάμ χαμένοι στον δικό τους κόσμο, θρησκόληπτοι κ.α.
«Το Μπρούκλιν όμως είχε μακρύτερα νύχια και πιο κοφτερά ξυράφια. Μπορούσε να μας το επιβεβαιώσει οποιοσδήποτε στρατιώτης κολλημένος στην πρέζα, οποιοδήποτε λιγδιάρικο και λιμασμένο παιδί».
Η Jacqueline Woodson έχει γράψει περισσότερα από τριάντα βιβλία για παιδιά και εφήβους και έχει πάρει το βραβείο Newberry δύο φορές. Το δεύτερό της μυθιστόρημα ενηλίκων, με τίτλο Red at the Bone κυκλοφόρησε πριν από έναν μήνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Woodson ζει με τη σύντροφό της στο Μπρούκλιν και έχουν δύο παιδιά. |
Το βιβλίο, όμως, δεν μιλά μόνο για τους κινδύνους που έτσι κι αλλιώς σε κάθε μέρος του κόσμου παραμονεύουν για να εγκλωβίσουν την άπειρη εφηβική ηλικία. Ανοίγει το τοπίο του και αφορά πλέον τη ζωή στο σύνολό της. Ο παράξενος όσο και επικίνδυνος κόσμος του Μπρούκλιν είναι μια ανοιχτή παγίδα και για τους ενήλικες, καθώς η ζωή τους αδυνατεί να τους δώσει μια υγιή διέξοδο κατευθύνοντάς τους σε λανθασμένες επιλογές. Αυτοί, με τη σειρά τους, θέτουν τα όρια και για τα παιδιά τους σε ένα κύκλο ζωής φαύλο και τραγικό. Αυτονόητο πως το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα μυθιστόρημα για τα όρια που θέτει στους ανθρώπους ο τόπος όπου, τυχαία ή με επιλογή τους, βρέθηκαν να ζουν – θέμα διαχρονικό που δεν αφορά μόνο την πορεία προς την ενηλικίωση. Είναι, λοιπόν, ο τόπος που διεκδικεί τα πρωτεία στο μυθιστόρημα. Αυτός υψώνεται πάνω από τις τέσσερις ηρωίδες, κυρίαρχος και απειλητικός, δεσμευτικός και οριακός. Δύσκολο να τον ξεπεράσεις, κι αν ναι, τότε έχεις να αναμετρηθείς με τα κομμάτια του εαυτού σου που έχουν μείνει πίσω.
«Όπου και αν κοιτάζαμε, βλέπαμε ανθρώπους να ονειρεύονται τη στιγμή που θα φύγουν. Σαν να υπήρχαν κι άλλα μέρη εκτός από αυτό εδώ. Σαν να υπήρχε και ένα άλλο Μπρούκλιν».
Η Όγκοστ είκοσι χρόνια μετά, όταν θα έχει ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό –που ζωή λογίζεται αλλά ζωή δεν είναι– θα συναντήσει την παλιά της φίλη, τη Σύλβια στο Μετρό. Σύντομη και τυπική σχεδόν η συνάντηση, ενδιαφέρει ακριβώς γιατί θα κινητοποιήσει τις θαμμένες (σκόπιμα) μνήμες στο μυαλό της Όγκοστ και θα φέρει στην επιφάνεια όσα καλά φυλαγμένα τόσα χρόνια περίμεναν να μιλήσουν. Ένα ένα τα πρόσωπα θα ξεθωριάσουν αφήνοντας παλιές εικόνες-αναμνήσεις εκεί που ήταν κάποτε η κοινή τους ζωή. Αυτή η σωρεία αναμνήσεων συνιστά και το περιεχόμενο του βιβλίου. Έτσι όπως άτακτα επιστρέφουν, χωρίς ευθύγραμμη χρονική ακολουθία, φέρουν μέσα τους το βάρος μιας ζωής που ξεχασμένη περίμενε την αφορμή για να έρθει ξανά στην επιφάνεια. Όταν θα τελειώσει η αφήγηση, θα εννοήσουμε τα λόγια της: «Τώρα ξέρω πως τραγική δεν είναι η μία ή η άλλη στιγμή· είναι η ανάμνηση».
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία © Meryl Meisler, Palmetto Street, Bushwick, Brooklyn, NY, May 1982
Ένα άλλο Μπρούκλιν
Jacqueline Woodson
Μτφρ. Άννα Μαραγκάκη
Πόλις 2019
Σελ. 168, τιμή εκδότη €14,00