Για το μυθιστόρημα του Colm Tóibín «Σπίτι με ονόματα» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Ο ιρλανδός μυθιστοριογράφος Colm Tóibín (γενν. 1955) είναι εκπρόσωπος μιας χορείας ιρλανδών συγγραφέων όπου κυριαρχούν γυναίκες (η Σάλυ Ρούνεϊ, η Άννα Μπερνς και η Έιμιρ Μακ Μπράιντ).
Το κλειστοφοβικό, ψιθυριστό και στερημένο από θεούς σύμπαν του μυθιστορήματος του Τομπίν είναι ένα σύμπαν διαδρόμων, ένοχων μυστικών και εγκλήματος, όπου κυριαρχεί η ωμή οσμή της αποσύνθεσης και του χυμένου αίματος, σε βαθμό splatter.
Στο βιβλίο του Σπίτι με ονόματα (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ίκαρος) ξεκινά την περιδιάβασή του στις οικογενειακές σχέσεις από τον μονόλογο της Κλυταιμνήστρας, λίγο μετά από τη σφαγή του Αγαμέμνονα, περνώντας μας από μια «εποχή θεών» σε μιαν «εποχή εγκλήματος». Το κλειστοφοβικό, ψιθυριστό και στερημένο από θεούς σύμπαν του μυθιστορήματος του Τομπίν είναι ένα σύμπαν διαδρόμων, ένοχων μυστικών και εγκλήματος, όπου κυριαρχεί η ωμή οσμή της αποσύνθεσης και του χυμένου αίματος, σε βαθμό splatter. Ο υπαινικτικός τίτλος παραπέμπει τόσο στον «οίκο» των Ατρειδών, όσο και σε πολιτικό θρίλερ, όπου ο φαύλος κύκλος του πολέμου συνεχίζεται στα εν οίκω. To αυχμηρό τοπίο είναι φυσικά ιρλανδικό και ο μύθος επίσης παραλλάσσει: στη θέση του Πυλάδη συναντούμε τον Λέανδρο, που εκτός από σύντροφος του Ορέστη είναι και ηγέτης σωμάτων ανταρτών του βουνού. Η Κλυταιμνήστρα προσιδιάζει πολύ περισσότερο στη Γερτρούδη του σαιξπηρικού «Άμλετ» παρά στη χαροκαμένη μάνα της ομηρικής παράδοσης.
Η ανθρώπινη βούληση της Κλυταιμνήστρας
Μελετώντας τους μύθους θεμελίωσης του ελληνισμού από την αποκατάσταση του Δία στον ολύμπιο θρόνο έως το ανδρικό γένος του Αγαμέμνονα των Μυκηνών, διαπιστώνουμε, όπως και στην Παλαιά Διαθήκη, τον καθαγιασμό της ανδρικής κυριαρχίας, την ιεροποίηση της ανδρικής διαδοχής στον επίγειο θρόνο. Όπως έχει επισημάνει η ακαδημαϊκός Φρόμα Ζάιτλιν, ο Ευριπίδης στα δράματά του είχε ήδη απομακρυνθεί πολύ από την ομηρική αφήγηση για τους Ατρείδες. Το ίδιο έκαναν οι επίγονοι των αιματηρών μύθων με τους οποίους όλοι γαλουχηθήκαμε: ο Αισχύλος στην «Ορέστεια», ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του, τον 1ο αιώνα μ.Χ., ο Ευγένιος Ο' Νηλ γράφοντας μιαν «Ορέστεια» του Μεσοπολέμου στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, ο Ντέιβιντ Μαλούφ εκσυγχρονίζοντας την «Ιλιάδα» στο Ransom, η Μάργκαρετ Άτγουντ εκσυγχρονίζοντας την «Οδύσσεια» στην Πηνελοπιάδα της, η Μαντλίν Μίλερ στο Τραγούδι του Αχιλλέα, κ.ο.κ.
Στην εκδοχή του Τομπίν δεν θα υπάρξουν Ερινύες ούτε Ευμενίδες: οι θεοί δεν έχουν θέση.
Ο Τομπίν σκόπιμα δεν αναφέρει ονόματα θεών: ο Αγαμέμνονας έχει προβεί στην παιδοκτονία κινούμενος από ιδιοτελή κίνητρα και όχι από αίσθηση καθήκοντος απέναντι σε κάποια θεά Αρτέμιδα. Η Κλυταιμνήστρα αμφισβητεί, αν όχι την ύπαρξη, τουλάχιστον την παρουσία των θεών στην ανθρώπινη ζωή, και γι’ αυτό αποφασίζει να προβεί στη συζυγοκτονία χωρίς να συμβουλευθεί κανένα θεό. Η περιφρόνησή της για την υποταγή του Αγαμέμνονα στις επιταγές του στρατοπέδου είναι εξώφθαλμη. Μεθοδευμένα θα πλέξει ένα «ρούχο»-ιστό κατάλληλο για την ακινητοποίηση του συζύγου της, για τη νέκρωση της κραυγής του, για το πνίξιμο της θανατερής οδύνης που του επιφυλάσσει. Στην εκδοχή του Τομπίν δεν θα υπάρξουν Ερινύες ούτε Ευμενίδες: οι θεοί δεν έχουν θέση στο έργο ενός συγγραφέα που για χρόνια ασχολήθηκε με την ιρλανδική παιδική ηλικία, τον ιρλανδικό καθολικισμό, την ιρλανδική οικογένεια, τον ιρλανδικό εμφύλιο πόλεμο, το κλίμα της Ιρλανδίας, και που τώρα περνά σε μια νέα συγγραφική φάση κομίζοντας όλα τα παραπάνω.
Ακούγοντας την προφητεία, σκοτώνοντας τη μητέρα
Ο χαμηλών τόνων, ονειροπόλος Ορέστης του Τομπίν ζει ανάμεσα στις επιρροές της μάνας του, της αδελφής του και μιας γριάς μάντισσας [...], (ενώ είναι) σε κωμικό βαθμό απληροφόρητος για το σεξ και χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται καν τη συμβολή ενός συζύγου στην αναπαραγωγή.
Ενώ στα γυναικεία μέρη η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, τα μέρη του Ορέστη γράφτηκαν σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, αυτήν του παντόπτη αφηγητή. Με συνεχές υπαινικτικό ύφος και αποσιωπήσεις περιγράφεται η απαγωγή του Ορέστη, που δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματά του για τον θάνατο της αδελφής του, του πατέρα του και της μητέρας του. Παιδί ορφανεμένο από κάθε άποψη σαν τον σαιξπηρικό Άμλετ, ο χαμηλών τόνων, ονειροπόλος Ορέστης του Τομπίν ζει ανάμεσα στις επιρροές της μάνας του, της αδελφής του και μιας γριάς μάντισσας που πενθεί πριν πεθάνει, ενώ έχει ένα ψυχισμό ανολοκλήρωτου στρατιώτη, που ωστόσο είναι στραμμένος στα όπλα και στην αφοσίωση του φίλου του Λέανδρου, σε κωμικό βαθμό απληροφόρητος για το σεξ και χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται καν τη συμβολή ενός συζύγου στην αναπαραγωγή. Σε μεγάλο μέρος της αφήγησης κινείται σαν ταξιδιώτης σε ένα γυμνό, αυχμηρό τοπίο γεμάτο ομίχλη, παραμένει για διάστημα επτά χρόνων στο «σπίτι των ονομάτων», μια φάρμα ζώων όπου ομάδες αγοριών ζουν στην απόλυτη σιωπή και κάνουν μπάνιο όλα μαζί. Στα χρόνια της παραμονής των αγοριών στο σπίτι αυτό, δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στο παρελθόν, στην οικογένεια προέλευσης, στην καταγωγή. Ο Ορέστης δεν θέτει το παραμικρό ερώτημα πάνω στο ποιος σκότωσε τον πατέρα του και κανείς δεν του κάνει νύξη για όλα αυτά. Βυθισμένος σε μοναστηριακό κώδικα σιωπής, ο Ορέστης του «σπιτιού των ονομάτων» είναι επίσης θύμα ψυχικού τραύματος βαθύτατα ριζωμένου: τα ονόματα χάνονται γιατί χάνονται και οι ψυχές και ο κοινωνικός ιστός είναι αποδιαρθρωμένος. Γι’ αυτό και η σφαγή της Κλυταιμνήστρας είναι επίπεδη, στερημένη από συναίσθημα.
Ευτυχώς, η εκ νέου εξιστόρηση του αιματηρού μύθου των Ατρειδών συμβάλλει στον εξανθρωπισμό των γυναικείων μορφών: ο συγγραφέας υιοθετεί τη φεμινιστική ματιά των τρωϊκής αναφοράς δραμάτων του Ευριπίδη, παίρνοντας ξεκάθαρα το μέρος των γυναικών. Ενώ η ροή της εξιστόρησης ακολουθεί την «Ορέστεια» του Αισχύλου, η Ηλέκτρα του βιβλίου είναι πλησιέστερη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, αν και λιγότερο θεατρική απ’ όσο τη συναντούμε στην τραγωδία: δεν είναι η γνωστή μας ιδεοληπτική έφηβη, αλλά επικοινωνεί με τους νεκρούς με τα όπλα του μαγικού ρεαλισμού και, κυρίως, κινείται από το γνωστό φροϋδικό σύμπλεγμα που θα την οδηγήσει στη μητροκτονία. Η Ηλέκτρα του Τομπίν κατά βάθος ποτέ δεν πιστεύει πως η μητέρα της προσπάθησε να σώσει την Ιφιγένεια. Η μητέρα της τής έχει στερήσει την προσοχή της και δεν δίνει σημασία στην αγορίστικη ιδιοσυγκρασία της. Εμπνευσμένος από τη σφαγή του Κίνγκσμιλ, στο Λοντόντερυ της βόρειας Ιρλανδίας, το 1976, και αξιοποιώντας τα διαβάσματά του (τη Μήδεια του Ευριπίδη, την Ηλέκτρα και την Αντιγόνη του Σοφοκλή, το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν του Βάγκνερ, διάφορους ιρλανδικούς μύθους και τον Κοριολανό και τον Άμλετ του Σαίξπηρ), με υπόρρητο πένθος και χωρίς ξεσπάσματα τραγικότητας, ο Τομπίν κατεβάζει τα τραγικά μεγέθη στην ανθρώπινη κλίμακα: είναι μια θαυμαστή περίπτωση μετάπλασης του βιώματός μας του επικού ιστού και του τραγικού ύφους σε κάτι τόσο οικείο και καθημερινό, που θαρρείς και τεκταίνεται δίπλα σου.
«Έγραφα κάθε μέρα από τότε που ήμουν 12 χρόνων μέχρι
που έγινα 20 και σταμάτησα, γιατί πήγα στη Βαρκελώνη, όπου η ζωή εκεί ήταν πολύ συναρπαστική για να συνεχίσω να γράφω». Guardian, 25.04.2009 |
Δοκιμιογράφος και συγγραφέας
Ο Κολμ Τομπίν σπούδασε Ιστορία και Αγγλική Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Δουλβίνου και, επηρεασμένος από την πολιτική κατάσταση στην Ιρλανδία και την εμπλοκή μελών της οικογενείας του στον I.R.A., μετακινήθηκε στη Βαρκελώνη, που την κατέγραψε στο Αφιέρωμα στη Βαρκελώνη του (1990). Εργάστηκε, επίσης, ως δημοσιογράφος στην Ιρλανδία και στην Αργεντινή. Το πρώτο του μυθιστόρημα, The South (1990), τοποθετείται στην Ισπανία και στην αγροτική Ιρλανδία στη δεκαετία του '50. Έγραψε επίσης έργα μη μυθοπλαστικά και επιμελήθηκε της συλλογής των εκδόσεων Penguin «Ιρλανδική Λογοτεχνία» (1999). Το 1995 η Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων του απένειμε το Βραβείο E.M. Forster. Ως επίτιμο μέλος του Κέντρου Έρευνας των Ιρλανδικών Γραμμάτων της βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης, μελέτησε το έργο της Lady Augusta Gregory και συνέγραψε τη μελέτη Η οδοντόβουρτσα της Λαίδης Γκρέγκορι (2002), ενώ το 2012 δημοσιεύθηκαν τα δοκίμιά του: Νέοι τρόποι για να σκοτώσεις τη μητέρα σου – Συγγραφείς και οι οικογένειές τους.
Σήμερα ο Τομπίν ζει στην Ιρλανδία, ενώ διδάσκει δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Μητέρες, γιαγιάδες και γενικά γυναίκες με δύσκολη ζωή περιβάλλονται, στα βιβλία του, μιαν αχλή μυθικής γοητείας. Μεταφρασμένα από την Αθηνά Δημητριάδου είναι όσα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά: Μπρούκλιν (μια ανατομία της ιρλανδικής επαρχιακής κοινωνίας στην μεταπολεμική εποχή ειδωμένη από τη σκοπιά των γυναικών), Καραβοφάναρο σε Μαύρο Νερό (όπου και πάλι πρωταγωνιστούν γυναίκες, παρά το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ένας γκέι φορέας του AIDS), Η διαθήκη της Μαρίας (υποψήφιο για το Man Booker), Νόρα Γουέμπστερ (μια ακόμη διεισδυτική ματιά στον γυναικείο ψυχισμό) και το πρόσφατο Σπίτι με ονόματα.
Σε κείμενό της για τη στήλη μας «Στο εργαστήρι», η μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου είχε σημειώσει για τον Κολμ Τομπίν: «Μεταφράζοντάς τον συνειδητοποίησα ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να μεταφέρω τον υπόθερμο λόγο, που συνοδεύεται από τη διαπεραστική ματιά και που σπάνια ξεφεύγει από τα όρια της αγγλοσαξονικής ευγένειας και υπαινικτικότητας. Όταν η υπαινικτικότητα αυτή έδινε τη θέση της στην απερίφραστη, δηκτική ιρλανδέζικη αργκό, επιβαλλόταν να περάσει και στη μετάφραση με την ανάλογη ένταση, αλλιώς θα χανόταν ένα μεγάλο κομμάτι από την ιδιοσυγκρασία των ηρώων».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδ. Κριτική.
→ Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας του Pierre-Narcisse Guérin «Κλυταιμνήστρα και Αγαμέμνων» (1822).
Σπίτι με ονόματα
Colm Tóibín
Μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου
Ίκαρος 2019
Σελ. 352, τιμή εκδότη €16,00