Για το μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι «Η έρημος των Ταρτάρων» (μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Μεταίχμιο).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Παρατηρώντας την πορεία του ανθρώπου ανά τους αιώνες, διακρίνουμε την έμφυτη ανάγκη του να ξεχωρίσει από το πλήθος, να νιώσει σημαντικός, να κάνει πράγματα που θα μείνουν στην ιστορία. Ελπίζει ότι η μοίρα τού επιφυλάσσει μία διαφορετική τύχη από εκείνη των εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων, οι οποίοι πέρασαν από τη ζωή χωρίς να αφήσουν το στίγμα τους.
Ρεαλιστής, ευρηματικός και κυρίως βαθιά ανθρώπινος, ο Μπουτζάτι παρουσιάζει το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας, το αναπόφευκτο και την ισότητα όλων μας απέναντι στη σκληρότητα του πεπρωμένου και στην ανυπαρξία ικανότητας επιρροής ή διαφοροποίησης των θεμελιωδών ζητημάτων με τα οποία η ζωή μας φέρνει αντιμέτωπους.
Γενικότερα τόσο τα μυθιστορήματα όσο και τα διηγήματα του Μπουτζάτι (Οι επτά αγγελιοφόροι, Ένας έρωτας, Ο σκύλος που είδε το θεό κ.ά), έχουν διαχρονικό και παγκόσμιο χαρακτήρα. Πραγματεύονται τη ρευστότητα του χρόνου και τις αμείλικτες προθεσμίες της ζωής, την έσχατη μοναξιά, το εφήμερο του έρωτα, την αλλοτρίωση, την αγωνία του θανάτου, ειδικά εάν γνωρίζεις τον χρόνο έλευσής του, την εγγενή τάση του ανθρώπου να επιθυμεί διακαώς να βρει το νόημα της ζωής, την πεποίθηση ότι είναι πλασμένος για μεγάλα πράγματα, για υψηλά ιδανικά, για ηρωικές πράξεις, η οποία τον ωθεί στο να θυσιάζει στο βωμό της κάθε προσωπική ευχαρίστηση, μια άνετη ζωή, ακόμα και τον έρωτα. Η ματαίωση των προσδοκιών έρχεται σε μια ηλικία κατά την οποία τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Και ο επερχόμενος θάνατος αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα. Ρεαλιστής, ευρηματικός και κυρίως βαθιά ανθρώπινος, ο Μπουτζάτι παρουσιάζει το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας, το αναπόφευκτο και την ισότητα όλων μας απέναντι στη σκληρότητα του πεπρωμένου και στην ανυπαρξία ικανότητας επιρροής ή διαφοροποίησης των θεμελιωδών ζητημάτων με τα οποία η ζωή μας φέρνει αντιμέτωπους.
Η μόνη διαφοροποίηση που ενδεχομένως υπάρχει είναι η στάση του καθενός μας απέναντί τους.
Η ιστορία του μυθιστορήματος Η έρημος των Ταρτάρων εκτυλίσσεται σε ένα παλιό οχυρό, το οποίο βρίσκεται απομονωμένο ανάμεσα σε πανύψηλα, βραχώδη, άγρια και δυσπρόσιτα βουνά και αποτελεί ένα είδος πύλης-διόδου για την αχανή έρημο των Ταρτάρων. Τα βουνά είναι το πλέον αγαπημένο θέμα του Μπουτζάτι και το συναντάμε στα περισσότερα από τα βιβλία του. Ο Τζοβάνι Ντρόγκο, αξιωματικός του στρατού, διορίζεται στο οχυρό Μπαστιάνι. Αφήνει με πίκρα το πατρικό του σπίτι και «με τους φόβους που φέρει μαζί της κάθε αλλαγή», έχει ένα αόριστο προαίσθημα «λες και ξεκινάει για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή». Ο πρώτος καιρός είναι δύσκολος, «τον εντυπωσιάζει η απεραντοσύνη της σιωπής» και «καταλαβαίνει καλά τι θα πει μοναξιά». Περιμένει υπομονετικά να περάσουν οι τέσσερις μήνες, η προθεσμία που έχει δεχθεί από τους ανωτέρους του ως ελάχιστο χρόνο παραμονής του στο οχυρό. Και ξαφνικά ένα βράδυ «αρχίζει γι’ αυτόν η αναπόδραστη φυγή του χρόνου». Διανύοντας τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, εκτιμά ότι τα περιθώριά του είναι απεριόριστα και ανεξάντλητα.
Μέρα με τη μέρα μπαίνει στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Συνηθίζει τη ζωή στο οχυρό και τους ρυθμούς της. Νιώθει ασφαλής ανάμεσα στους συναδέλφους του, στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του τις οποίες πλέον γνωρίζει πολύ καλά. Οι μέρες είναι όλες ίδιες και ο χρόνος κυλά χωρίς να το καταλαβαίνει. Αποφασίζει να παρατείνει την παραμονή του στο οχυρό γιατί έχει «ένα προαίσθημα για πράγματα ευγενή και μεγάλα» και ταυτόχρονα πιστεύει «ότι έχει πολύ καιρό μπροστά του και η ζωή του είναι ανεξάντλητη». Όμως ο καιρός περνά και η «καλότυχη μοίρα που θα τον έβαζε πάνω από τους άλλους ανθρώπους» δεν κάνει την εμφάνισή της. «Τώρα νιώθει μια υποψία θαμπής πικρίας, όπως όταν οι μεγάλες ώρες της μοίρας περνούν από κοντά μας χωρίς να μας αγγίξουν κι εμείς μένουμε μόνοι να νοσταλγούμε την τρομερή μα χαμένη σπουδαία ευκαιρία».
«Συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι, όσο κι αν τρέφουν συναισθήματα αγάπης ο ένας για τον άλλο, παραμένουν αποξενωμένοι, ότι αν κάποιος υποφέρει, ο πόνος είναι αποκλειστικά δικός του, κανένας άλλος δεν μπορεί να νιώσει έστω και ελάχιστα αυτόν τον πόνο, ότι αν κάποιος υποφέρει, οι άλλοι δεν αισθάνονται άσχημα γι' αυτό, ακόμα κι αν η αγάπη είναι μεγάλη, κι αυτό προκαλεί τη μοναξιά στη ζωή».
Ο διορισμός του στο οχυρό, δεν αποτελεί για τον αξιωματικό μόνο ένα μέσο επιβίωσης, μια δουλειά που θα του παρέχει τα προς το ζην, χαρίζοντάς του ταυτόχρονα ένα αίσθημα σιγουριάς και ασφάλειας. Είναι μια απασχόληση η οποία θα καλύψει την έντονη ανάγκη του για αυτοπραγμάτωση. Ψάχνει απεγνωσμένα κάτι να δώσει νόημα στη ζωή του. Παρουσιάζει μια παθητική στάση αναμονής της επέλασης των βαρβάρων, σαν να περιμένει από το σύμπαν την αναγνώριση της θυσίας του να απαρνηθεί τις χαρές της ζωής και την επιβράβευσή του με μια μοναδική, ένδοξη, ηρωική πράξη, η οποία θα τον εξυψώσει στα μάτια των άλλων και θα τον περάσει αυτόματα στην αθανασία.
Πολλοί βλέπουν έναν παραλληλισμό της ζωής του αξιωματικού στο οχυρό, με την πραγματική ζωή του δημοσιογράφου Μπουτζάτι στην εφημερίδα που εργαζόταν.
Πολλοί βλέπουν έναν παραλληλισμό της ζωής του αξιωματικού στο οχυρό, με την πραγματική ζωή του δημοσιογράφου Μπουτζάτι στην εφημερίδα που εργαζόταν. Κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο περίμενε την είδηση, το σημαντικό γεγονός, το οποίο θα ταράξει τα νερά, θα κεντρίσει το ενδιαφέρον, θα δώσει νόημα στη μέρα και θα κάνει γνωστό το όνομα του δημοσιογράφου που θα το φέρει στο φως.
Ο Ντίνο Μπουτζάτι ήταν μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ζωγράφος, ποιητής και δημοσιογράφος. Υποστήριζε ότι «η μυθοπλασία θα έπρεπε να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στη δημοσιογραφία». |
Ο Μπουτζάτι, μοναχικός κι ονειροπόλος, εξερευνά διάφορους χώρους και μέσα έκφρασης. Μπορεί το όνομά του να έγινε γνωστό μέσα από τα βιβλία του, εκείνος όμως ασχολείται με την ίδια αγάπη και σοβαρότητα, τόσο με την ποίηση, το θέατρο και τη ζωγραφική, όσο και με τη δημοσιογραφία, η οποία αποτελεί και το επάγγελμα βιοπορισμού του. Στο έργο του διακρίνουμε στοιχεία μοντέρνα και πρωτοποριακά, στοιχεία ρεαλιστικά, στοιχεία συμβολικά αλλά και στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού, του ιδιαίτερου αυτού φιλολογικού είδους, το οποίο βοηθάει τον αναγνώστη να δει την πραγματικότητα μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Παρουσιάζει γεγονότα, φαινόμενα, καταστάσεις που δεν συνηθίζονται ή είναι αδύνατο να συμβούν δίνοντας έτσι έμφαση στην πάλη του κανονικού με το πρωτοφανές, στην αντιδιαστολή του συνηθισμένου με το περίεργο, το αφύσικο, το σπάνιο, το τερατώδες.
Μια τέτοια εικόνα με φανταστικά στοιχεία συναντάμε στο όνειρο του αξιωματικού, στο οποίο κάνουν την εμφάνισή τους νεράιδες και πνεύματα, τα οποία μας προϊδεάζουν για το τι θα επακολουθήσει: «πάνω από την πλατεία, προχωρούσε στον αέρα μια μικρή πομπή από πνεύματα… Ο Ανγκουστίνα τα έβλεπε να πλησιάζουν. Ήταν φανερό ότι ερχόταν γι’ αυτόν».
Η γλώσσα του είναι απλή, καθαρή και άμεση, αποδίδοντας ρεαλιστικά τα συναισθήματα του ήρωα σε κάθε φάση της ζωής του. Χρησιμοποιεί τεχνικές της δημοσιογραφίας, έτσι ώστε ο λόγος του να είναι απλός, κατανοητός και να δημιουργεί στον αναγνώστη την επιθυμία να διαβάσει τη συνέχεια.
Δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη φύση, με την οποία τον δένει μια σχέση πάθους και συνδυάζοντας ευρηματικότητα, ευαισθησία, προβληματισμό και εμπειρία τόσο στη λογοτεχνία, όσο στη ζωγραφική, στην ποίηση και στη μουσική, καταφέρνει να μας φέρει αντιμέτωπους με ένα αποτέλεσμα ολοκληρωμένο, λειτουργικό και τέλειο από κάθε πλευρά.
Το 1970 τιμήθηκε με το δημοσιογραφικό βραβείο Mario Massai για τα άρθρα του σχετικά με την προσεδάφιση του ανθρώπου στη σελήνη.
Και μπορεί το έργο του να μην αναγνωρίστηκε έγκαιρα στη χώρα του, είτε γιατί δεν πίστεψαν οι σύγχρονοί του στην σπουδαιότητά του, είτε γιατί ο ίδιος αρνήθηκε να μπει σε κάποιο ρεύμα ή λογοτεχνική ομάδα, είτε γιατί θεωρήθηκε μιμητής του Κάφκα, όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και αποκαταστάθηκε η λογοτεχνική αξία των βιβλίων του. Έτσι έγινε ένας από τους αγαπημένους ευρωπαίους λογοτέχνες των ανά τον κόσμο βιβλιόφιλων.
Ο Ντίνο Μπουτζάτι, γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1906. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δημοσιογράφος της Corriere della Sera για σαράντα χρόνια. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση και θεατρικά έργα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πολεμικός ανταποκριτής στην Αντίς Αμπέμπα. Το 1970 τιμήθηκε με το δημοσιογραφικό βραβείο Mario Massai για τα άρθρα του σχετικά με την προσεδάφιση του ανθρώπου στη σελήνη. Πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 1972 από καρκίνο στο πάγκρεας, όπως και ο πατέρας του.
Η Έρημος των Ταρτάρων (1940) είναι το τρίτο βιβλίο του Ντίνο Μπουτζάτι και το πιο γνωστό από τα έργα του. Είχαν προηγηθεί Ο Μπαρναμπό των βουνών (1933) και Το μυστικό του γέρικου δάσους (1935).
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι νηπιαγωγός.
→ Στην κεντρική εικόνα, ο Jacques Perrin, από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, το 1976, σε σκηνοθεσία Valerio Zurlini.
Η έρημος των Ταρτάρων
Ντίνο Μπουτζάτι
Μτφρ. Μαρία Οικονομίδου
Μεταίχμιο 2019
Σελ. 296, τιμή εκδότη €15,50