Για το μυθιστόρημα της Μερσέ Ροδορέδα «Πλατεία Διαμαντιού» (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Καστανιώτη).
Της Εύας Μ. Μαθιουδάκη
Η Μερσέ Ροδορέδα, η κορυφαία εκπρόσωπος των καταλανικών γραμμάτων στον εικοστό αιώνα, παρουσιάζεται εκ νέου στην Ελλάδα με την πρόσφατη κυκλοφορία από τις εκδόσεις Καστανιώτη του πλέον εμβληματικού έργου της, του μυθιστορήματος Πλατεία Διαμαντιού, σε μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού απευθείας από τα καταλανικά. Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει παλαιότερα σε άλλη μετάφραση η οποία κατά τα φαινόμενα δεν είχε γίνει από το πρωτότυπο κείμενο, εκείνη της Ντίνας Σιδέρη, από τις εκδόσεις Δωρικός το 1987, με τον τίτλο Πλατεία Διαμαντιών.
Γεννημένη στη Βαρκελώνη το 1908, και επί μακρόν εξόριστη λόγω της δικτατορίας του Φράνκο, η συγγραφέας δημοσίευσε την Πλατεία Διαμαντιού το 1962, σε μια περίοδο κατά την οποία η καταλανική γλώσσα τελούσε υπό διωγμόν, όταν στα δημόσια κτίρια της Βαρκελώνης υπήρχαν ακόμη αναρτημένες πινακίδες που έγραφαν: «Μην γαβγίζετε, μιλάτε την γλώσσα της ισπανικής αυτοκρατορίας»!
«Η Κολομέτα κάνει αυτό που πρέπει να κάνει ζώντας τη ζωή που ζει, και το να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, και τίποτα άλλο, αποδεικνύει ότι διαθέτει ένα φυσικό ταλέντο άξιο σεβασμού. Θεωρώ πιο έξυπνη την Κολομέτα από την Μαντάμ Μποβαρύ ή την Άννα Καρένινα».
Μερσέ Ροδορέδα
Το έργο της Ροδορέδα αναγνωρίστηκε περισσότερο και αγαπήθηκε στην Ισπανία κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, στη μετά-Φράνκο εποχή. Στον πρόλογο της έκδοσης του 1982, που σύμφωνα με τα λεγόμενά της «αναγκάστηκε» να γράψει λόγω της μεγάλης επιτυχίας του βιβλίου της, απαντώντας σε σχόλιο κάποιου φίλου της περί του ανόητου –κατά την άποψή του– χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας, η συγγραφέας αναφέρει:
«…Το να βλέπεις τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού, όταν αισθάνεσαι διαρκώς συνεπαρμένη, δεν σημαίνει ότι είσαι ανόητη, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Εξάλλου η Κολομέτα κάνει αυτό που πρέπει να κάνει ζώντας τη ζωή που ζει, και το να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει, και τίποτα άλλο, αποδεικνύει ότι διαθέτει ένα φυσικό ταλέντο άξιο σεβασμού. Θεωρώ πιο έξυπνη την Κολομέτα από τη Μαντάμ Μποβαρύ ή την Άννα Καρένινα, τις οποίες κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να πει ανόητες… Ακόμα κι αν εγώ, όταν ήμουν νέα, ονειρευόμουν να είμαι η Μαντάμ Μποβαρύ ή η Άννα Καρένινα, περισσότερο η δεύτερη παρά η πρώτη, όταν χρειάστηκα έναν κεντρικό χαρακτήρα για ένα μυθιστόρημα επέλεξα την Κολομέτα, που το μόνο που έχει παρόμοιο μ’ εμένα είναι το γεγονός ότι αισθάνεται χαμένη μέσα στον κόσμο». (σελ. 14)
Η Πλατεία Διαμαντιού είναι η ιστορία της Νατάλια, μιας όμορφης νεαρής κοπέλας στη Βαρκελώνη των αρχών της δεκαετίας του ’30, που το πρώτο περαστικό αγόρι και μετέπειτα σύζυγος της, ο Κιμέτ, δεν αλλάζει μόνο το όνομα της σε Κολομέτα αλλά, σταδιακά, και τη ζωή της.
Γάμος, μητρότητα, οικονομικά κεσάτια, μεγαλομανίες και παραξενιές του επίσης νεαρού Κιμέτ. Ένα σπίτι που γεμίζει περιστέρια, μια καθημερινότητα που καθορίζει τις ημέρες της. Όχι, δεν ωριμάζει αυτό το κορίτσι κι ας περνούν τα χρόνια. Δεν ωριμάζει γιατί είναι ήδη ώριμη με τον δικό της μαγικό τρόπο. Υποτάσσεται στο καθήκον, χωρίς να υποτάσσεται στη μοίρα της. Πανταχού παρούσα αλλά και πουθενά. Μόνο τα πάρκα, οι δρόμοι, οι βιτρίνες με τις κούκλες και οι μικροπωλητές της γειτονιάς αναγνωρίζουν τον ίσκιο της καθώς οι σκέψεις της διανύουν χιλιόμετρα και χιλιόμετρα.
Δεξιοτέχνις της γυναικείας ψυχοσύνθεσης η Ροδορέδα μας ξεναγεί στην μικρή καταλανική συνοικία, δίνοντας ταυτόχρονα γλωσσικά μαθήματα ποιητικής απλότητας και αλήθειας.
Η Κολομέτα ακούει, δεν επιχειρηματολογεί, δεν φέρνει αντιρρήσεις. Αντιδρά όμως αποφασιστικά, όπως το καταλαβαίνει και το αισθάνεται, άλλοτε για να προστατευθεί από την επεκτατική τάση των πουλιών του περιστερώνα, άλλοτε για να αντιμετωπίσει τη φτώχεια και την πείνα των παιδιών της, μετά το θάνατο του Κιμέτ στον πόλεμο.
Ναρκώνει γλυκά η ιστορία της, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Ναι, ναρκώνει και συνεπαίρνει η Κολομέτα και ο μικρόκοσμός της. Ένας κόσμος που σπαρταρά, πονεί και γελά. Γκροτέσκο της ζωής. Σε τι είναι καλή άραγε η Κολομέτα; Ίσως και σε τίποτα. Ίσως μόνο να ζει και να ερμηνεύει το κάθε της βήμα σαν μικρό παιδί.
Η Μερσέ Ροδορέδα στο πιο μεστό και παραγωγικό στάδιο της συγγραφικής της πορείας. Μια περιπλάνηση στη δική της παιδική ηλικία με διηγήσεις που τείνουν να ξεγυμνώσουν κάθε ρομαντική αναγωγή στο παρελθόν, που μοιάζουν σαν τις στρώσεις από τις παλιές ταπετσαρίες στο πρώτο της σπιτικό, τις οποίες προσπαθούσε απελπισμένα να ξεκολλήσει από τους τοίχους, ή σαν το ακατάπαυστο γουργουρητό των περιστεριών στην οροφή.
Εικόνες που συγκλονίζουν με μια φόρτιση που αλλού κλιμακώνεται και αλλού υποχωρεί. Αντικείμενα που λειτουργούν ως σύμβολα μιας ζωής: το σιδερένιο κρεβάτι, το φωτιστικό με τα μεταξένια κρόσσια στο χρώμα της φράουλας, τα φλιτζάνια για τη σοκολάτα. Αντικείμενα που περιγράφονται στις χαμηλές κλίμακες του θολού, του αόριστου της προσωπικότητας της ηρωίδας μας, αλλά που φωτίζονται μέσω της αφήγησης από τόσες πολλές πλευρές, πολλαπλασιάζοντας τη σημασία τους, δημιουργώντας συνδετικούς αρμούς στο μυθιστόρημα, αλλά και στο μυαλό της Κολομέτα, σε μια διαρκή αντιπαραβολή του σήμερα με το χθες.
Ακολουθώντας τη νεορεαλιστική τεχνική, τα ιστορικά γεγονότα δεν στρώνονται σαν χαλί για να πατήσει η ηρωίδα, αλλά μέσα από την πλοκή του μυθιστορήματος ο αναγνώστης προσεγγίζει το κοινωνικοπολιτικό περίγραμμα: εμφύλιος πόλεμος, θάνατος, πείνα, συνθηκολόγηση. Και όλα αυτά με τα μάτια της Κολομέτα που διατηρεί αγνή την όρασή της. Και ενώ ο αναγνώστης διατρέχοντας το βιβλίο διακατέχεται από το αλλόκοτο αίσθημα του εξωπραγματικού, στα ξαφνικά μια δυναμική και ανήσυχη πρωταγωνίστρια σχίζει αυτό το λευκό πέπλο της ίδιας της ύπαρξής της και ωθεί την ιστορία παρακάτω.
«Η Πλατεία Διαμαντιού είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο όμορφο μυθιστόρημα απ’ όσα έχουν εκδοθεί στην Ισπανία μετά τον Εμφύλιο».
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η αίσθηση ότι μέσα από την απλοϊκή σκέψη της Κολομέτα διαισθανόμαστε κι εμείς μαζί της, το κακό ή και το καλό που θα ακολουθήσει.
Δεξιοτέχνις της γυναικείας ψυχοσύνθεσης η Ροδορέδα μας ξεναγεί στην μικρή καταλανική συνοικία, δίνοντας ταυτόχρονα γλωσσικά μαθήματα ποιητικής απλότητας και αλήθειας. Συγκλονιστική η αποτύπωση της ηρωίδας τα χρόνια της κατάθλιψης, συγκλονιστικό και το τέλος με το αγκάλιασμα του ανήμπορου σεξουαλικά δεύτερου συζύγου της, με την περιγραφή του ομφαλού, του δάκτυλου της που σφραγίζει τον ομφαλό του. Εικόνες αλληγορικές για την αποδοχή και την αγάπη.
«Πριν με πάρει ο ύπνος, ενώ περνούσα το χέρι μου από την κοιλιά του, βρήκα τον αφαλό του κι έβαλα το δάκτυλο μέσα για να τον βουλώσω, για να μη μου αδειάσει όλος από κει… Όλοι, όταν γεννιόμαστε, είμαστε σαν αχλάδια… για να μην γλιστρήσει όλος σαν κάλτσα. Για να μην τον ρουφήξει καμιά κακιά μάγισσα απ' τον αφαλό και με αφήσει χωρίς Αντόνι…». (σελ. 230)
Η Ροδορέδα στον πρόλογο ενός άλλου σημαντικού μυθιστορήματος της, του Σπασμένου καθρέφτη, που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά σύντομα, επίσης από τις εκδ. Καστανιώτη, αναφέρει ότι τα γραπτά της της αρέσουν και ότι αν και μπορεί να φανεί στους τρίτους υπερβολικό, γράφει αποκλειστικά και μόνο αυτά που θα χαρακτήριζαν και την ίδια. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και στην προσωπική της ζωή είχε βιώσει ένα διαζύγιο και μια μεγάλη ιστορία προσωπικής απώλειας και «προδοσίας», εφόσον με τον θάνατο του συντρόφου της ανακάλυψε ότι εκείνος διατηρούσε μακροχρόνια σχέση και με μια άλλη γυναίκα.
Και κάπως έτσι κλώθεται το νήμα της προσωπικής αθωότητας της συγγραφέως που συνδέεται άρρηκτα με αυτό των ηρώων της, εν προκειμένω με αυτό της Κολομέτα. Η Ροδορέδα δήλωνε ότι γεννήθηκε καθαρή, αγνή, και ότι με τα χρόνια, μέσα από τη γραφή της, ακούμπησε σχεδόν την αθωότητα. Τόσο αθώα σαν όλα αυτά που πίστευε: τη δύναμη των λουλουδιών, την υπομονή της πέτρας, την καθαρότητα της γης. Αθώα λοιπόν και όχι ανόητη!
Η έκδοση συνοδεύεται από ένα επίμετρο, ένα αγαπητικό κείμενο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για τη Μερσέ Ροδορέδα, όπου ο Κολομβιανός νομπελίστας υπογραμμίζει πολύ χαρακτηριστικά: «Η Πλατεία Διαμαντιού είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο όμορφο μυθιστόρημα απ’ όσα έχουν εκδοθεί στην Ισπανία μετά τον Εμφύλιο». Η Καταλανή Μερσέ Ροδορέδα υπήρξε μια συγγραφέας που αποτύπωσε με δεξιοτεχνία και ποιητική απλότητα τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Η Πλατεία Διαμαντιού είναι το πιο εμβληματικό της έργο.
→ Στην κεντρική φωτγραφία, graffiti με το πορτρέτο της συγγραφέως από την περιοχή LosCorts της Βαρκελώνης.
Μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός
Καστανιώτης 2019
Σελ. 140, τιμή εκδότη €14,00