Για το μυθιστόρημα του Juan Gabriel Vásquez «Οι υπολήψεις» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Έπειτα από το μυθιστόρημα Η μορφή των λειψάνων, που διαβάσαμε πέρυσι, ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες επιστρέφει με ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται και πάλι στην Κολομβία και που θέμα του έχει τη συνείδηση της ατομικής αξίας και την αντίληψη που έχει ο άνθρωπος για τον χρόνο. Οι υπολήψεις είναι το τέταρτο μυθιστόρημα που αναγνωρίζει ο συγγραφέας (ενώ αποκηρύσσει τα δύο νεανικά του βιβλία) και είναι δομημένο κομψά σε τρία μέρη.
Η δύναμη της δημόσιας εικόνας μάς παραπέμπει στην περίπτωση του «Charlie Hebdo»: δεν πρόκειται μόνο για τη δημόσια εικόνα της πολιτικής, αλλά και για τη δημόσια εξεικόνιση της ηθικής. Και, επιπλέον, είναι μια παρουσίαση και μια αυτοπαρουσίαση του σύγχρονου πνευματικού ανθρώπου.
Αυτή τη φορά ο ήρωας του Βάσκες μπορεί να μην είναι ένας συμπαθών του ναζισμού, είναι όμως ένας επαγγελματίας συκοφάντης: ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο είναι ένας πολιτικός γελοιογράφος που διχάζει την κοινή γνώμη και με τη σάτιρά του εκθρονίζει διεφθαρμένους πολιτικούς και καταστρέφει καριέρες. Ο Μαγιαρίνο έχει προσλάβει τις διαστάσεις θρύλου και με την εικόνα του έχει καταγράψει φράσεις που ειπώθηκαν, ενέργειες που δημοσιοποιήθηκαν, μνήμες που παραλλάχθηκαν. Η δύναμη της δημόσιας εικόνας μάς παραπέμπει στην περίπτωση του «Charlie Hebdo»: δεν πρόκειται μόνο για τη δημόσια εικόνα της πολιτικής, αλλά και για τη δημόσια εξεικόνιση της ηθικής. Και, επιπλέον, είναι μια παρουσίαση και μια αυτοπαρουσίαση του σύγχρονου πνευματικού ανθρώπου.
Ένας δημιουργός στην ωριμότητά του
Για μια ακόμη φορά ο Βάσκες τονίζει τη βαρύτητα της ψυχικής βίωσης της πραγματικότητας και των σπουδαίων συμπτώσεων, που εγείρουν φαντάσματα και δαιμόνια του παρελθόντος. Η ιστορία ξεκινά το 2010, στην Μπογκοτά, με τη φιγούρα του εξηνταπεντάχρονου πρωταγωνιστή να γυαλίζει τα παπούτσια του σε έναν κεντρικό δρόμο της κολομβιανής πρωτεύουσας. Ώριμος, εκ πρώτης όψεως σίγουρος για τον εαυτό του, ο Μαγιαρίνο είναι ένας από τους τελευταίους μετρ της γελοιογραφίας: το επάγγελμα του καρικατουρίστα μαρτυρεί την εποχή των περιοδικών και των εφημερίδων, τότε που ένα σκίτσο επηρέαζε σε πολύ μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη και διαμόρφωνε την κριτική συνείδηση του κοινωνικού σώματος. Συγκεκριμένα, ο ήρωας αισθάνεται πως διασταυρώνεται με τον Ρικάρντο Ρεντόν, ένα Κολομβιανό σκιτσογράφο της δεκαετίας του ’30 που είχε χαρακτηριστεί ως «ο εχθρός νούμερο ένα του συστήματος» και είχε αυτοκτονήσει το 1931. Πρόκειται για μια ψευδαίσθηση που επιτρέπει στον εαυτό του, εν είδει προοιωνισμού του τέλους.
Το παρόν του ήρωα μετατρέπεται, στο βιβλίο αυτό, σε αφηγηματική σύμβαση: αυτό που πραγματικά «μετράει» είναι η συνείδηση που ο ήρωας αποκτά για το παρελθόν. Η εικόνα αυταρχισμού που προβάλλει αυτή η προσωπικότητα είναι σαφής υπαινιγμός για τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο φθείρεται η δημόσια εικόνα των πραγμάτων.
Ο Μαγιαρίνο είναι ταυτόχρονα μια πειστική, αντιφατική, υπεροπτική, μοναχική και τρωτή προσωπικότητα, που τη συναντούμε σε ένα κομβικό σημείο ωριμότητας: μετά από τέσσερις δεκαετίες σκληρής δουλειάς, έρχεται η στιγμή να τιμηθεί για το έργο του σε μια τελετή στο Teatro Colón, όπου θα παραστεί και η πρώην σύζυγός του Μαγκνταλένα, διάσημη ηθοποιός του ραδιοφώνου. Ακολουθεί αναδρομική αφήγηση των πρώτων χρόνων του γάμου τους, όπου ο Βάσκες τονίζει τον ρόλο που διαδραμάτισε η Μαγδαλένα στην ανάδειξη του Χαβιέ. Όμως, στην τελετή θα εμφανιστεί και η τριανταπεντάχρονη Σαμάντα Λεάλ, η οποία θα επισκεφτεί το σπίτι του και θα τον κάνει να ανακαλέσει μια μακρινή –αλλά σημαντική και απωθημένη– βραδιά του παρελθόντος και να αποτιμήσει ηθικά το έργο του σαράντα χρόνων, τον διαλυμένο γάμο του και τη σχέση του με την κόρη του Μπεατρίς. Πρόκειται για μιαν ακομη ιδιωτική ιστορία ακρόασης που παίρνει διαστάσεις δημόσιας εξιστόρησης και λειτουργεί ως ανατροπή. Το παρόν του ήρωα μετατρέπεται, στο βιβλίο αυτό, σε αφηγηματική σύμβαση: αυτό που πραγματικά «μετράει» είναι η συνείδηση που ο ήρωας αποκτά για το παρελθόν. Η εικόνα αυταρχισμού που προβάλλει αυτή η προσωπικότητα είναι σαφής υπαινιγμός για τον υπόγειο τρόπο με τον οποίο φθείρεται η δημόσια εικόνα των πραγμάτων.
Η ολισθηρή φύση της μνήμης
Ενώ στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο αναγνώστης παρακολουθεί γοητευμένος τα βήματα του Μαγιαρίνο προς τη δημόσια αναγνώριση, μετά τον χωρισμό από τη γυναίκα του και τη μετακόμισή του φαίνεται πως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν: αφενός στο πρόσωπο της αγαπημένης του Μαγδαλένας έχει πάψει να ζωγραφίζεται ο θαυμασμός. Αφετέρου, η φήμη και η υστεροφημία είναι πολύ σαθρές και η μνήμη απατά τον άνθρωπο, ιδιαίτερα όταν είναι στραμμένη στο παρελθόν. Ο συντηρητικός γερουσιαστής Αδόλφο Κουέγιαρ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε αυτό το σύντομο αλλά περιεκτικό μυθιστόρημα: η νοσηρή, παθητική φιγούρα του Κουέγιαρ θα περάσει από τη γελοιογραφική πέννα του Μαγιαρίνο, αυτοπροσώπως θα παρελάσει στο σπίτι του Μαγιαρίνο, κατόπιν θα γίνει το αντικείμενο του χλευασμού του Μαγιαρίνο και, μετά τον θάνατό του, θα μετατραπεί σε φορέα συνειδησιακού ελέγχου του Μαγιαρίνο.
Γιατί «η μνήμη που λειτουργεί μόνο προς τα πίσω είναι πολύ φτωχή», όπως γράφει και Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Αυτή είναι η τοποθέτηση που οπλίζει φιλοσοφικά το μυθιστόρημα του Βάσκες.
Σε όλα αυτά τα στάδια το ζητούμενο είναι η φήμη και η υπόληψη: η υπόληψη του Κουέγιαρ που δεν πρέπει να αμαυρωθεί, η υπόληψη του Μαγιαρίνο που πρέπει να ενισχυθεί, η υπόληψη καθενός στα μάτια του κοινωνικού σώματος, δηλαδή πάνω απ’ όλα η εικόνα, η εικόνα, η εικόνα. Την εικόνα τη διαμορφώνει η μνήμη, ατομική και συλλογική. Ο Μαγιαρίνο περιφρονεί τους κοινούς ανθρώπους, αυτούς που ξεχνούν άθελά τους γιατί, ως σπουδαίος άνδρας που είναι, έχει το προνόμιο να ξεχνά κατ’ επιλογήν. Όμως, η κατ’ επιλογήν «αμνησία» είναι σοβαρό ηθικό παράπτωμα: ο Μαγιαρίνο και η σύζυγός του εστιάζουν στη δική τους υπόληψη. Στην κατακερματισμένη του μνήμη υπάρχει αυτό το μελανό σημείο, που θα έρθει η γνωριμία του με τη Σαμάντα Λεάλ να το ξεκαθαρίσει. Σ’ αυτήν την προχωρημένη ηλικία, στο απόγειο της φήμης και της αναγνώρισής του, αίφνης συνειδητοποιεί ότι το έργο του ελάχιστα έχει επηρεάσει την πολιτικοκοινωνική κατάσταση στην Κολομβία. Η υπόληψη υφίσταται σε έναν χώρο ερμητικό που κατ’ ουσίαν τον απομονώνει από τον ίδιον του τον εαυτό. Η έλξη που ο Μαγιαρίνο νιώθει για τη Σαμάντα συμπίπτει με μια παντοδύναμη «εισβολή» της παροντικότητας στην αντίληψή του.
Όσο για τη Σαμάντα Λεάλ, το θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης της δεκαετίας του ’80 έχει ενηλικιωθεί και σταδιακά η δική του μνήμη έχει εξασθενίσει και την απατά ή, μάλλον, της προσφέρεται μια oblique οπτική της ζωής της, ακριβώς όπως συμβαίνει στον γνωστό πίνακα του Χανς Χόλμπαϊν με το κρανίο που μόνο πλαγίως μπορεί ο θεατής να το αντιληφθεί. Γιατί «η μνήμη που λειτουργεί μόνο προς τα πίσω είναι πολύ φτωχή», όπως γράφει και Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Αυτή είναι η τοποθέτηση που οπλίζει φιλοσοφικά το μυθιστόρημα του Βάσκες.
Ο Juan Gabriel Vásquez |
«Θέλουν, όντως, οι άνθρωποι να μάθουν κάτι ή μπορεί και να θέλουν να μην το μάθουν;»
Με αντίστροφη κλιμάκωση του συναισθήματος στο τέλος του βιβλίου, αυτός ο άνθρωπος που τόσο επηρεάζει τους άλλους θα βρεθεί υπό το κράτος μιας έντονης κρίσης αξιών και κινήτρων που θα απονοηματοδοτήσει τα ίδια τα εργαλεία της δουλειάς του.
Η Μπογκοτά –και ιδιαίτερα η Μπογκοτά των μεγαλοαστών και των διανοουμένων– είναι εκ φύσεως οικειότερη στο δυτικό κοινό απ’ ό,τι ήταν το Μακόντο και οι ακτές της Καραϊβικής των βιβλίων του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τα σπίτια εδώ είναι μεγαλοαστικά και βρίσκονται στις «καλές» ορεινές συνοικίες της πόλης, οι ήρωες κινούνται ανάμεσα σε γκαλερί ζωγραφικής και σε κοκτέιλ πάρτι. Ο ίσκιος του ταραχώδους πολιτικού παρελθόντος της Κολομβίας πλανάται από πάνω τους. Τα χρόνια της «τρομοκρατίας» και ο φόβος της βίας είναι εμφανώς τα υπόγεια σημεία αναφοράς του περιβάλλοντός του. Ο Μαγιαρίνο, στην περίοδο κατά την οποία είχε απειληθεί η ζωή του, είχε μετακινηθεί έξω από την πρωτεύουσα. Στο αφηγηματικό παρόν κατοικεί σε απόσταση ασφαλείας από την πόλη και, ως αναγνωρισμένος διαμορφωτής της κοινής γνώμης, αποτελεί πλέον μέρος της καθεστηκυίας τάξης. Η αντίληψη για την πολιτική, την οικογένεια και την καριέρα είναι στερεότυπη σ’ αυτήν την κοινωνική τάξη. Σε αυτό το «παραδείσιο» milieu, κι ενώ ατενίζει την πόλη «από ψηλά», ο αλήστου μνήμης Μαγιαρίνο θα έρθει σε επαφή με τις φλόγες ενός προσωπικού κολαστηρίου και θα διαπιστώσει τον ρευστό χαρακτήρα της καταγεγραμμένης μνήμης – αυτής, δηλαδή, που σχηματοποιεί τον κόσμο και τον καθιστά –τουλάχιστον– αληθοφανή, χωρίς τη χαρτογράφηση του προσωπικού ηθικού πορτρέτου. Με αντίστροφη κλιμάκωση του συναισθήματος στο τέλος του βιβλίου, αυτός ο άνθρωπος που τόσο επηρεάζει τους άλλους θα βρεθεί υπό το κράτος μιας έντονης κρίσης αξιών και κινήτρων που θα απονοηματοδοτήσει τα ίδια τα εργαλεία της δουλειάς του.
Για μιαν ακόμη φορά ο Βάσκες θέτει το ερώτημα: «Θέλουν, όντως, οι άνθρωποι να μάθουν κάτι ή μπορεί και να θέλουν να μην το μάθουν;» Φυσικά, αν δει κανείς τον Μαγιαρίνο ως ένα δικό του alter ego, τον απασχολεί ενδόμυχα το αν ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει τα κακώς κείμενα μιας πραγματικότητας που ήδη έχει συντελεσθεί. Εκπρόσωπος της γενιάς των συγγραφέων Τόμας Γκονζάλες, Εβέλιο Ροσέρο και Αντόνιο Ουνχάρ, εγκαθιδρύθηκε στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία ως συγγραφέας παγκοσμίως αναγνωρισμένος, του διαμετρήματος του Μακ Γιούαν και του Μουρακάμι. Σε δημόσιες ομιλίες του συνηθίζει να ανατρέχει στον Δον Κιχώτη, για ν’ αναζητήσει τις ρίζες της αυταπάτης που καθορίζει την ανθρώπινη τραγικότητα στην παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή. Έχει βραβευθεί με το βραβείο Simón Bolívar. Ενεργό δημόσιο πρόσωπο της χώρας του και μόνιμος συνεργάτης του El Espectador, έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Alfaguara 2011 για το μυθιστόρημά του Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν που, όπως και οι Πληροφοριοδότες και Η μορφή των λειψάνων, μεταφράστηκε στα ελληνικά για τις εκδόσεις Ίκαρος από τον Αχιλλέα Κυριακίδη: οι μεταφράσεις των έργων του Βάσκες από τον Κυριακίδη αποτελούν, κατά την άποψή μου, αυτόνομο λογοτεχνικό επίτευγμα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
→ Στην κεντρική εικόνα, ilustration του © Manjarrez.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τον άνθρωπο τον είχε καταπιεί η λήθη. Διόλου περίεργο σ’ αυτή την αμνησιακή χώρα, την ψυχωτική με το παρόν, σ’ αυτή τη ναρκισσιστική χώρα όπου ούτε οι νεκροί μπορούν να θάψουν τους νεκρούς τους. Η λήθη ήταν το μοναδικό δημοκρατικό πράγμα στην Κολομβία: τους κάλυπτε όλους, καλούς και κακούς, δολοφόνους και ήρωες, όπως το χιόνι στο διήγημα του Τζόις που πέφτει πάνω σε όλους αδιακρίτως. Εκείνη τη στιγμή υπήρχαν άνθρωποι σε ολόκληρη την Κολομβία που δούλευαν πυρετωδώς ώστε να ξεχαστούν κάποια πράγματα –μικρά ή μεγάλα εγκλήματα ή υπεξαιρέσεις ή κολοσσιαία ψέματα– κι ο Μαγιαρίνο έβαζε στοίχημα πως όλοι τους, ανεξαιρέτως, θα πετύχαιναν στο έργο τους. Ακόμα και ο Ρικάρδο Ρεντόν είχε ξεχαστεί. Ούτε αυτός είχε καταφέρει να σωθεί».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ JUAN GABRIEL VÁSQUEZ