
Για τη συλλογή διηγημάτων του Stephen King «Νυχτερινή βάρδια» (μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη, εκδ. Κλειδάριθμος).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ένας συγγραφέας με τουλάχιστον πενήντα μυθιστορήματα και εκατοντάδες μικρότερα κείμενα στο ενεργητικό του, και με πωλήσεις που ξεπερνούν τα τριακόσια πενήντα εκατομμύρια αντίτυπα, δεν μπορεί να είναι τυχαία περίπτωση. Το αναγνωστικό κοινό λάτρεψε αυτόν τον συγγραφέα ευθύς εξαρχής, οι άνθρωποι του σινεμά αξιοποιούν εδώ και μισό αιώνα τις πληθωρικές και εκκεντρικές ιδέες του, ενώ πολλοί κριτικοί, αργά αλλά σταθερά, ανακάλυψαν κι ανακαλύπτουν τις θελκτικές πτυχές του έργου του. Τι είναι αυτό που προσελκύει την προσοχή μας στον τρόμο που τόσο επίμονα και απλόχερα μας προσφέρει, ποιος άλλος, ο Στίβεν Κινγκ;
Η συλλογή αποτελείται από είκοσι ιστορίες, κάποιες σχετικά σύντομα διηγήματα και άλλες μεγέθους νουβέλας, με βασικό χαρακτηριστικό την αφάνταστη ποικιλομορφία καταστάσεων και χαρακτήρων.
Αφορμή για τις παρακάτω σκέψεις στάθηκε η δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων του με τίτλο Νυχτερινή βάρδια (1978, μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη, 2019) από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, που έχουν αναλάβει με επιτυχία εδώ και κάποια χρόνια να παρουσιάσουν όλο το έργο του. Η συλλογή αποτελείται από είκοσι ιστορίες, κάποιες σχετικά σύντομα διηγήματα και άλλες μεγέθους νουβέλας, με βασικό χαρακτηριστικό την αφάνταστη ποικιλομορφία καταστάσεων και χαρακτήρων. Ιστορίες για τη βαριά κληρονομιά του οικογενειακού αίματος, για τις ζοφερές επιπτώσεις επιδημιών και άλλων ασθενειών, ιστορίες με φαντάσματα, στοιχειά και άλλα δαιμόνια που απαιτούν τελετές για να εξορκιστούν, με μηχανήματα που ζωντανεύουν και σπέρνουν τον όλεθρο, ιστορίες που εστιάζουν στην τεχνοεπιστήμη κι άλλες που θεματοποιούν κοινωνικά προβλήματα.
Εδώ, και γενικότερα στον Κινγκ, φυσικό και υπερφυσικό έχουν απολύτως ρευστά, διάτρητα όρια, οπότε το ένα διεισδύει απρόσμενα στο άλλο και το μεταλλάσσει, συνήθως προς όφελος άγνωστων, σκοτεινών δυνάμεων. Το φως και το σκοτάδι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, διαπλέκονται, ενώ συχνά τροποποιείται το μέγεθος ζώων και αντικειμένων: μικρά ζώα που έχουν μεταλλαχτεί σε τεράστια («Νυχτερινή βάρδια») και στρατιώτες που αν και λιλιπούτειοι αποδεικνύονται φονικοί («Πεδίο μάχης») διαταράσσουν την κλίμακα με βάση την οποία έχουμε συνηθίσει να αντικρίζουμε τον κόσμο και μας προξενούν την ενοχλητική αίσθηση ότι είμαστε μικροί κι ασήμαντοι, καθώς κάτι που νομίζαμε πως είναι του χεριού μας μπορεί να αποκτήσει θηριώδεις διαστάσεις.
Το λογοτεχνικό σύμπαν του Κινγκ είναι ένα εχθρικό μέρος όπου το οτιδήποτε (άλλοι άνθρωποι, ζώα, φυτά, μηχανές, απλά καθημερινά αντικείμενα, και ασφαλώς ο εαυτός) μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστρέψει τους πρωταγωνιστές ή, στην καλύτερη περίπτωση, να τους ωθήσει στα όριά τους. Απειλές, σωματική και ψυχολογική βία, εφιάλτες, αλλά και η καθημερινότητα με ό,τι πιο σιχαμερό μπορεί να εμπεριέχει, διαλύουν το μυαλό και το σώμα. Λυτρωμός δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ, και όταν υπάρχει δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μα το πιο τρομακτικό είναι πως δεν φαίνεται να υπάρχει ένα οριστικό και αμετάκλητο τέλος στον τρόμο: οι περισσότερες ιστορίες στη Νυχτερινή βάρδια κλείνουν αφήνοντας το τέλος ανοιχτό, τον τρόμο σε λανθάνουσα μορφή μέχρι την επόμενη κυριαρχική εμφάνισή του.
Μα το πιο τρομακτικό είναι πως δεν φαίνεται να υπάρχει ένα οριστικό και αμετάκλητο τέλος στον τρόμο: οι περισσότερες ιστορίες στη «Νυχτερινή βάρδια» κλείνουν αφήνοντας το τέλος ανοιχτό, τον τρόμο σε λανθάνουσα μορφή μέχρι την επόμενη κυριαρχική εμφάνισή του.
Από την άποψη της κοσμοεικόνας του συγγραφέα, λοιπόν, η Ιστορία είναι κυκλική παρά γραμμική, οπότε και οι ιστορίες του κινούνται αναλόγως. Κάθε συγγραφέας τρόμου, άλλωστε, πιστεύει στην επανεμφάνιση του κακού, που το θέλει με ρίζες κατά κανόνα μεταφυσικές, παρά κοινωνικοπολιτικές. Ο Κινγκ, με την απεριόριστη φαντασία του, αρέσκεται βέβαια και σε ιστορίες με κοινωνικό περιεχόμενο (ακόμα και μήνυμα), όπως στο «Μερικές φορές επιστρέφουν» με θέμα τη σχολική βία και τον εκφοβισμό, ή σε κοινά ανθρώπινα πάθη (τον αλκοολισμό στη «Γκρίζα μάζα», το κάπνισμα στο γεμάτο κατάμαυρο χιούμορ διήγημα «Πρώην καπνιστές Α.Ε.»). Ωστόσο στην κοσμοεικόνα του συγγραφέα, στην οποία μπορούν να ανιχνευτούν γνωστικιστικές καταβολές, το κακό φαντάζει ανεξάλειπτο.
Η δημοφιλία του Κινγκ εξηγείται μέσα από την ανάγνωση των ιστοριών του. Υπάρχει ένα κυρίαρχο story, πλοκή που κινείται με γοργούς ρυθμούς επηρεάζοντας άμεσα τους χαρακτήρες, απλή και κατανοητή γραφή με αποφυγή κάθε διανοουμενισμού, εστίαση στη ζωή απλών ανθρώπων (οι περισσότεροι χαρακτήρες ανήκουν στην εργατική ή την κατώτερη μεσαία τάξη). Η «κινηματογραφική γραφή» του ενέχει βέβαια ορισμένες εκφραστικές ευκολίες που άλλοι συγγραφείς μπορεί να μην τις επέτρεπαν στον εαυτό τους (και ορθά), ενώ υπάρχουν και δύο τρεις ιστορίες που θα μπορούσαν να λείπουν χωρίς να υποβάθμιζαν τη συλλογή. Ωστόσο ο Κινγκ προσφέρει ακριβείς εικόνες με παραστατικές περιγραφές, καθώς και ένα διαβολικό χιούμορ που συχνά επιστρατεύεται για να παρωδήσει τα τεκταινόμενα, εισάγοντας έτσι ένα μεταμοντέρνο στοιχείο σε ιστορίες που κατά τα άλλα θα ήταν μιμήσεις του Πόε ή του Λάβκραφτ.
![]() |
Ο Stephen King |
«Η μεγάλη γοητεία της λογοτεχνίας τρόμου διαχρονικά είναι ότι λειτουργεί σαν πρόβα του δικού μας θανάτου».
Stephen King
Στον εξαιρετικό πρόλογό του μιλά για τις συγγραφικές εμμονές του. Υποστηρίζει πως «η μεγάλη γοητεία της λογοτεχνίας τρόμου διαχρονικά είναι ότι λειτουργεί σαν πρόβα του δικού μας θανάτου», ενώ θεωρεί πως το μακάβριο είναι το κατεξοχήν θέμα του, οπότε «τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας του υπερφυσικού εμφανίζουν συχνά το σύνδρομο “κόψε ταχύτητα να δούμε το δυστύχημα”», κάτι που επαναλαμβάνει σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα του τόμου («Το μάγκανο») με το ευθύβολο ύφος του: «Το ανθρώπινο ζώο έχει την έμφυτη τάση να θέλει να δει τα λείψανα».
Η Νυχτερινή βάρδια δεν είναι μια κόνσεπτ συλλογή με παραλλαγές του ίδιου (κάτι που οφείλεται και στο γεγονός ότι τα διηγήματα έχουν γραφτεί σε βάθος δεκαετίας), αλλά ένα πολυδιάστατο, ευφάνταστο τσίρκο του τρόμου γεμάτο αλλόκοτα, συνήθως αποκρουστικά, πλάσματα και απρόσμενες, συνήθως φρικαλέες, καταστάσεις. Όλα είναι διεσταλμένα, υπερβολικά, γκροτέσκα – όπως το θέλει ο ίδιος: «εξαρθρωμένα, παράξενα, μαγικά». Ο Κινγκ δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα (ούτε θες), και φυσικά δεν θα γλιτώσεις από τίποτα (ούτε θες): «υπάρχουν πράγματα στις γωνιές του κόσμου που μπορεί να τρελάνουν τον άνθρωπο αν τα κοιτάξει απευθείας» λέει κάπου και η τρίχα μας σηκώνεται. Ο Κινγκ σκαλίζει τους πανάρχαιους φόβους μας, ενώ φανερώνει και μερικούς νέους που δεν ξέραμε πως υπήρχαν. «Δεν είμαι κανένας σπουδαίος καλλιτέχνης» ομολογεί στον πρόλογό του, κάτι που ισχύει. Είναι όμως αναγκαίος, και καμιά φορά αυτό είναι σημαντικότερο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα ««Αίμα μηχανή» (εκδ. Γαβριηλίδη).
→ Στην κεντρική εικόνα, εικονογράφηση του © David McKean, για μια συλλεκτική έκδοση της Νυχτερινής βάρδιας, από τις εκδόσεις Dark Regions Press.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κι όταν ήρθε η νύχτα, μαζί της ήρθε και η ομίχλη κυλώντας σιωπηλή και ολόλευκη στα δρομάκια και στα περάσματα της πανεπιστημιούπολης. Τα πεύκα του περίβολου διαπέρασαν το σώμα της σαν τεντωμένα δάχτυλα κι αυτή συνέχισε αρμενίζοντας αργά, σαν καπνός τσιγάρου, πέρα στο γεφυράκι, κοντά στα κανόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Έκανε τα πράγματα να μοιάζουν εξαρθρωμένα, παράξενα, μαγικά. Ο ανυποψίαστος επισκέπτης έβγαινε από το ντουπ-ντουπ του τζουκ μποξ, τα λαμπερά φώτα και την οχλαγωγία του Γκρίντερ, περιμένοντας να τον τυλίξουν το κρύο και η παγερή ξαστεριά του χειμώνα… και αντί γι’ αυτό βρισκόταν άξαφνα σ’ έναν σιωπηλό και μουντό κόσμο κινούμενης ομίχλης, όπου οι μοναδικοί ήχοι ήταν τα βήματά του και το σιγανό στάξιμο του νερού στις παμπάλαιες υδρορρόες. Σχεδόν περίμενες να δεις τον Γκόλουμ ή τον Φρόντο με τον Σαμ να σε προσπερνούν βιαστικά ή να γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω και η παμπ να μην υπάρχει πια, να έχει εξαφανιστεί και στη θέση της να βρίσκεται μια ομιχλώδης πεδιάδα με ίταμους και ρείκια, ίσως κι ένας κύκλος Δρυΐδων ή ένας κυκλικός χορός λαμπερών νεραϊδών».
Νυχτερινή βάρδια
Stephen King
Μτφρ. Γωγό Αρβανίτη
Κλειδάριθμος 2019
Σελ. 528, τιμή εκδότη €16,60