
Για το μυθιστόρημα του Τζων Μπάνβιλ «Η κυρία Όσμοντ» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη).
Του Διονύση Μαρίνου
Kάποιες φορές, αρκετές είναι αλήθεια, ο Τζων Μπάνβιλ γράφει ως… Τζων Μπάνβιλ. Άλλες, ωστόσο, χρησιμοποιεί τη χαμαιλεόντια ιδιοσυγκρασία του υποβάλλοντας τον εαυτό του –και τους αναγνώστες του– στη διαδικασία μιας εμπνευσμένης μετάπλασης. Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχει ο ετερώνυμός του, Μπένζαμιν Μπλακ, που αναλαμβάνει όλες τις νουάρ εκδοχές που κρύβει μέσα του ο Ιρλανδός συγγραφέας, δείχνει την ικανότητά του να χρησιμοποιεί διαφορετικά προσωπεία, αλλά και μορφές γραφής, πάντα, όμως, εμπλουτισμένα με τη δική του πατίνα.
Πώς είναι, όμως, να επιθυμείς να συνεχίσεις μια ήδη τετελεσμένη ιστορία και μάλιστα μια ιστορία που φέρει την υπογραφή ενός από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα;
Ο Μπάνβιλ είναι μια συγγραφική ματριόσκα· ποτέ δεν ξέρεις τι θα βγει από εκεί μέσα. Ποια ιδέα θα κινητοποιήσει τη δημιουργική του έμπνευση και με ποιο τρόπο θα καταφέρει να εμπλουτίσει την αρχική του ιδέα με ένα ντύμα που θα αποκτάει υπόσταση βάσει του κατάλληλου ύφους. Ως κλασικός στιλίστας της πεζογραφίας, ο Μπάνβιλ περισσότερο θαυμάζεται για τον τροπισμό της γραφής του και λιγότερο για τα παιδέματα της πλοκής και την ευφάνταστη φύση των ηρώων του. Πώς είναι, όμως, να επιθυμείς να συνεχίσεις μια ήδη τετελεσμένη ιστορία και μάλιστα μια ιστορία που φέρει την υπογραφή ενός από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα; Εν προκειμένω: πώς πιάνεις εκ νέου κάτι που ο Χένρι Τζέιμς αποφάσισε να ολοκληρώσει έτσι όπως ήθελε εκείνος;
Για όλους μας το μυθιστόρημα Το πορτρέτο μιας κυρίας φέρει τη σφραγίδα του αναλλοίωτου δημιουργήματος, που, παρά τη χρονική απόσταση από την εποχή που γράφτηκε, παραμένει ένα εξαίρετο δείγμα γραφής που παίζει μεταξύ ρεαλισμού και μελοδράματος και συνακόλουθα μας έχει προσφέρει μια ηρωίδα-αιχμής. Μια ανεξάρτητα γυναικεία φιγούρα, η Ίζαμπελ Όσμοντ, που κληρονομεί ένα αξιοσέβαστο ποσό, κακοπαθαίνει στον γάμο της με τον κ. Όσμοντ και διαρκώς αναζητεί την αυταξία και την ουσιαστική πραγμάτωση ενός βίου ανεξάρτητου και χειραφετημένου.
Ο Μπάνβιλ δημιουργεί ένα σίκουελ, το οποίο δεν επιθυμεί να πάει κόντρα στο ύφος του αρχικού δημιουργού. Τουναντίον, ομνύει σ’ αυτό. Προσφέρει τον απαραίτητο φόρο τιμής και το κάνει με τον πλέον θαυμαστό τρόπο.
Τι περισσότερο μπορεί να προσθέσει κανείς σε ένα τόσο βαθύ πορτρέτο που τόσο στην εποχή του, όσο ακόμη και σήμερα, τροφοδοτεί τις σκέψεις και τον ψυχισμό των γυναικών; Ο Μπάνβιλ δημιουργεί ένα σίκουελ, το οποίο δεν επιθυμεί να πάει κόντρα στο ύφος του αρχικού δημιουργού. Τουναντίον, ομνύει σ’ αυτό. Προσφέρει τον απαραίτητο φόρο τιμής και το κάνει με τον πλέον θαυμαστό τρόπο. Από την άλλη, βέβαια, το όλο σχέδιο δεν παύει να εμπεριέχει μια μικρή δόση βεβήλωσης. Πώς θα μας φαινόταν αν ο Πύντσον, φερ’ ειπείν, αποφάσιζε να γράψει τον σημερινό Οδυσσέα του Τζόυς; Ο απαραίτητος αντίλογος: όταν ο «μεταφορέας» έχει το εχέγγυο του ταλέντου, ίσως, να του επιτρέπεται να αποπειραθεί το για άλλους απαγορευμένο.
Επί του πρακτέου: η –κατά Μπάνβιλ– Ιζαμπέλ Όσμοντ έχει φύγει κακήν κακώς από την οικογενειακή εστία της στη Ρώμη και μεταβαίνει στο Λονδίνο με σκοπό να απεγκλωβιστεί μια και καλή από τον άντρα της και τα μυστικά που της έκρυβε. Μιλώντας με παλιές φίλες και γνωστές στο Λονδίνο αναζητεί το αναγκαίο στήριγμα για να ξαναβρεί το κέντρο του εαυτού της. Έχοντας, πλέον, την οικονομική ευχέρεια, αποφασίζει να σηκώσει ένα άκρως σεβαστό ποσό από την τράπεζα και μ’ αυτό να «χρηματοδοτήσει» την ελευθερία της. Σκοπεύει να τα δώσει στον άντρα της και σε αντάλλαγμα εκείνος να της δώσει το ελεύθερο να φύγει.
Ανάμεσά τους στέκει ως φράγμα μια πλεκτάνη. Η παράνομη και μακροχρόνια εξωσυζυγική σχέση του Γκίλμπερτ (του άντρα της) καρπός της οποίας είναι ένα παιδί. Η Ίζαμπελ, όλα αυτά τα χρόνια, βρισκόταν σε βαθύ σκοτάδι. Ούτε γνώριζε κάτι, ούτε μπορούσε να πιθανολογήσει την αιτία του μαρασμού της. Τώρα, υπό το φως των νέων δεδομένων, βλέπει τι έχει προκαλέσει όλες τις πληγές και τους οικτιρμούς και ζητάει τη δυνατότητα να ακολουθήσει τον δικό της, ολότελα προσωπικό, δρόμο δίχως τα βαρίδια του παρελθόντος. Αποφασισμένη να ξεκαθαρίσει πλήρως την κατάσταση παίρνει την υπηρέτριά της και επιστρέφουν στην Ιταλία για να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με τον Γκίλμπερτ. Ναι, επιθυμεί να πάρει εκδίκηση. Ναι, ζητάει να ορίσει ξανά μόνη της την ζωή της.
![]() |
Ο Τζων Μπάνβιλ |
Ναι, τα κατάφερε πολύ καλά να ακολουθήσει τις προδιαγραφές που έχει ορίσει το πρωτότυπο. Ναι, δείχνει να έχει βουτήξει πολύ βαθιά στον κόσμο του Τζέιμς. Φτάνει, άραγε, κάτι τέτοιο για να διατηρεί αναλλοίωτο το ενδιαφέρον του μεταπλάσματος;
Προφανώς και ο Μπάνβιλ δεν μας προσφέρει μια άλλη εκδοχή της Ίζαμπελ. Τα ίδια τραύματα κουβαλάει, τις ίδιες υπαρξιακές αναζητήσεις διαθέτει, παρόμοια είναι η εσωτερική πηγή που την κινητοποιεί. Αν προσθέσει κανείς και την «μιμική» του ύφους, έτσι ώστε να ομοιάζει με εκείνο του Χένρι Τζέιμς (εσωτερική εστίαση, καινοφανείς μεταφορές, μακροπερίοδος λόγος, προσοχή ακόμη και στην πιο μικρή λεπτομέρεια της σκηνής), τότε έχουμε να κάνουμε με ένα αξιοπρόσεκτο και ιδιότυπο pastiche που, ναι, μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Τζων Μπάνβιλ θα μπορούσε να αποπειραθεί να πραγματώσει.
Να το δούμε ως φόρο τιμής; Να το εξετάσουμε ως λογοτεχνικό πείραμα; Ως μια προσπάθεια αναβίωσης –υπό άλλες συνθήκες και με ύστερη γνώση– ενός αντικείμενου λογοτεχνικού πόθου; Ο Μπάνβιλ δεν έχει κρύψει ποτέ την επιρροή που έχει ασκήσει πάνω του ο Τζέιμς. Εδώ είναι ολοφάνερη η προσπάθεια να μεταφέρει τον κόσμο του «δασκάλου» στο έργο του υποτιθέμενου «μαθητή». Το καταφέρνει, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως το αποτέλεσμα κρατάει κάτι από τον αυθεντικό Μπάνβιλ ή από την παιγνιώδη φύση του. Ναι, τα κατάφερε πολύ καλά να ακολουθήσει τις προδιαγραφές που έχει ορίσει το πρωτότυπο. Ναι, δείχνει να έχει βουτήξει πολύ βαθιά στον κόσμο του Τζέιμς. Φτάνει, άραγε, κάτι τέτοιο για να διατηρεί αναλλοίωτο το ενδιαφέρον του μεταπλάσματος; Εξακολουθώ να αμφιβάλλω.
Η μετάφραση ανήκει στην Τόνια Κοβαλένκο. Δεν είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει να μεταφέρει σ’ εμάς τα λόγια του. Σίγουρα δεν θα είναι και η τελευταία. Είναι ολοφάνερο πως της ταιριάζει το ύφος του. Ξέρει όλα τα «κλειδιά» της γραφής του και πώς να αποκρυπτογραφεί το περιπεπλεγμένο ύφος του, το αδιόρατο χιούμορ του και τις κρυφές πτυχές ενός κάποιου εξελισσόμενου δράματος από βιβλίο σε βιβλίο. Αυτό κατάφερε και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
→ Στην κεντρική εικόνα, η Νικόλ Κίντμαν, στη μεταφορά στον κινηματογράφο του Πορτρέτου από την Τζέιν Κάμπιον.
Η κυρία Όσμοντ
Τζων Μπάνβιλ
Μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο
Καστανιώτης 2019
Σελ. 418, τιμή εκδότη €18,00