Για τις συλλογές διηγημάτων: του Wallace Stegner «Το τραγούδι της σάλπιγγας και άλλα διηγήματα» (μτφρ. Γιάννης Παλαβός, εκδ. Gutenberg), και του Γιάννη Παλαβού «Το παιδί» (εκδ. Νεφέλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Ουάλας Στέγκνερ γεννήθηκε το 1909 στην κωμόπολη Λέικ Μιλς της Αϊόβα. Ο Γιάννης Παλαβός, που μεταφέρει με αγάπη μια επιλογή από διηγήματα του Στέγκνερ στο Τραγούδι της Σάλπιγγας και άλλα διηγήματα, γεννήθηκε το 1980 στην κωμόπολη του Βελβεντού Κοζάνης. Ο γενέθλιος τόπος ενός συγγραφέα δεν ενδιαφέρει τόσο, ίσως, αν απουσιάζει από τις ιστορίες του, μα σε τούτα τα διηγήματα του Στέγκνερ, και στα διηγήματα του Παλαβού στη φετινή τρίτη του συλλογή, με τίτλο Το παιδί, η αμερικανική ενδοχώρα στο πρώτο μισό του 20ου αι., αφενός, και η ελληνική επαρχία αφετέρου –η κάπως προγενέστερη και η τωρινή– ορίζουν τους ανθρώπους· η φύση σε πολλά απ’ αυτά πρωταγωνιστεί, είναι ιστορίες του μικρού τόπου, τα περιγράμματα των ανθρώπων (και το περίγραμμα της σκληρότητάς τους και της καλοσύνης τους) έχουν αυτή τη σαφήνεια που έχει ένας άνθρωπος όταν δεν περιβάλλεται από πλήθη αλλά από κάμπους, ποτάμια, βουνά.
H αμερικανική ενδοχώρα στο πρώτο μισό του 20ου αι., αφενός, και η ελληνική επαρχία αφετέρου ορίζουν τους ανθρώπους· η φύση σε πολλά απ’ αυτά [τα διηγήματα] πρωταγωνιστεί, είναι ιστορίες του μικρού τόπου, τα περιγράμματα των ανθρώπων έχουν αυτή τη σαφήνεια που έχει ένας άνθρωπος όταν δεν περιβάλλεται από πλήθη αλλά από κάμπους, ποτάμια, βουνά.
Ο Στέγκνερ, που πάλεψε για τη διατήρηση της αμερικανικής Δύσης, έγραφε το 1960 στο περίφημό του Wilderness Letter (Γράμμα της ερημιάς/της άγριας φύσης): «[…] Και έτσι δεν θα έχουμε ποτέ την ευκαιρία να δούμε τον εαυτό μας μοναδικό, ξεχωριστό, ολόρθο και μεμονωμένο στον κόσμο, μέρος του περιβάλλοντος από δέντρα και βράχους και χώμα, αδερφό των ζώων, μέρος του φυσικού κόσμου και ικανό να ανήκει σ’ αυτόν».
Τα ζώα, στις ιστορίες και του Στέγκνερ και του Παλαβού, γίνονται με τον πόνο τους και το θάνατό τους μια ενσώματη μεταφορά της ανθρώπινης κατάστασης: Το ελάφι που πνίγεται, στο γραμμένο σε 2ο πρόσωπο διήγημα «Ελάφι» του Παλαβού, είναι πλασμένο από την πληγωμένη ψυχική ύλη του μοναχικού δεκατετράχρονου αγοριού που παλεύει να το σώσει. Στη «Λιακάδα», μια λυσσασμένη αλεπού στριμώχνεται από ανθρώπους και δαγκώνει τον έναν, που πεθαίνει. Στην «Πένσα» ο αφηγητής, για να πάρει τα λεφτά της αμοιβής, που τα χρειάζεται γιατί δεν είναι εχούμενος και η γυναίκα του έκανε δίδυμα, σκοτώνει μια λύκαινα και τα κουτάβια της. Και δεν είναι ο κόσμος των ζώων μονάχα: στο διήγημα «Το δέντρο», ο γιος βρίσκει, χρόνια μετά, τα οστά του δολοφονημένου του πατέρα, από την καρυδιά που φύτρωσε κει που τον σκότωσαν, γιατί ο νεκρός είχε πάντοτε μερικά καρύδια στην τσέπη του – και δέντρο κι άνθρωπος γίνονται έτσι ένα, πλέκονται αναμεταξύ τους, στη ζωή και το θάνατο.
Στο Τραγούδι της σάλπιγγας, στο συνταρακτικό «Πουλάρι», ένα αλογάκι γεννιέται με στραβά υποκνήμια από αμέλεια ενός αγοριού, που παλεύει ύστερα να το σώσει· αλλά το ζώο είναι καταδικασμένο να θανατωθεί από τον πατέρα του αγοριού, όχι από σκληρότητα μα από ανάγκη, γιατί τι να το κάνουν, ένα άλογο που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του; Ίσως, τούτη η σκληρότητα από ανάγκη, σ’ αυτήν εδώ την ιστορία, όπως και στην «Πένσα», είναι ό,τι δίνει στον άνθρωπο αυτή την καθαρότητα που είναι πλασμένη από καλό και κακό ισόποσα. Στο διήγημα «Λυκόφως» του Στέγκνερ, τόσο συγκλονιστικό όσο το «Πουλάρι», ένας γιος, που μισεί τη γουρούνα του υποστατικού γιατί είναι αναγκασμένος κάθε μέρα να την ταΐζει και το ζώο βρομάει, υποχρεώνεται να παρακολουθήσει τη σφαγή της, και μάλιστα θέλει στην αρχή να το κάνει, για να δείξει έτσι ότι δεν είναι «λαπάς» – και ο πόνος και το αίμα του ζώου γίνονται για το αγόρι μάθημα, που το σημαδεύει βαθιά.
Ωστόσο, στις ιστορίες του Στέγκνερ δεν είναι πάντα αναγκαίο να συμβαίνει κάτι τόσο «χειροπιαστό»· πολλές απ’ αυτές («Η γλύκα των παραμορφωμένων μήλων», «Το ξέφωτο με τις βατομουριές», «Πριονιστές», «Η θέα από τη βεράντα») είναι ένα στιγμιότυπο που έχει όμως το βάθος άρρητης ιστορίας, που τη νιώθεις να υπάρχει εκεί, κρυφή – κι έτσι, βασισμένες στην ατμόσφαιρα, αφήνουν ίσως ένα αποτύπωμα ακόμα πιο βαθύ.
Ο Στέγκνερ γράφει με χαρακτηριστικό αμερικανικό λυρισμό, με πλατιές περιγραφές φύσης και με θαυμαστή ικανότητα να πιάνει με λέξεις την αίσθηση που αποπνέεται από μια εικόνα, ένα τοπίο, έναν άνθρωπο, ένα μικρό περιστατικό.
Ο Στέγκνερ γράφει με χαρακτηριστικό αμερικανικό λυρισμό, με πλατιές περιγραφές φύσης και με θαυμαστή ικανότητα να πιάνει με λέξεις την αίσθηση που αποπνέεται από μια εικόνα, ένα τοπίο, έναν άνθρωπο, ένα μικρό περιστατικό.
«Το λιβάδι γλίστρησε πίσω τους και χάθηκε» – από το διήγημα «Η γλύκα των παραμορφωμένων μήλων», επιλέγω τυχαία. «Το δάσος τους τύλιξε πάλι· οξιές και σφεντάμια χαμήλωσαν πάνω τους, ενώ μαύρα έλατα έφταναν ως τον χωματόδρομο. Ξαφνικά ένα αγροτόσπιτο με τα παράθυρά του ερμητικά κλειστά τους κοίταξε από ένα ξέφωτο. […] Μια γυναίκα κι ένα κοριτσάκι κατηφόριζαν προς το μέρος τους. Η γυναίκα ήταν αχτένιστη και φορούσε παλιά τρύπια παπούτσια, όμως η όψη της ήταν μάλλον γλυκιά και ήρεμη. Το κορίτσι είχε γωνιώδες πρόσωπο με τραχιά επιδερμίδα και, καθώς βάδιζε πλάι στη μητέρα του, κρατούσε τους κοκαλιάρικους αγκώνες του σαν να τους αγκάλιαζε. […] Η Μάργκαρετ το κοίταξε προσεκτικά και είδε ότι δεν ήταν καθόλου κοριτσάκι. Ίσα που έφτανε το ενάμισι μέτρο και ζύγιζε το πολύ σαράντα κιλά, αλλά όταν παρατηρούσες το πρόσωπό του καταλάβαινες ότι δεν ήταν πρόσωπο παιδιού. Ήταν αδύνατο να προσδιορίσει κανείς με σιγουριά την ηλικία του, πάντως η σπίθα που έκαιγε πίσω από τη χλομή όψη και τα δειλά του μάτια δεν ήταν παιδική. Το πνεύμα του ήταν οξύ και αψύ, πικρό σαν άγριο βοτάνι».
Αν η γραφή του Στέγκνερ, απλόχωρη για να χωρέσει το μεγάλο αμερικανικό τοπίο και τους ανθρώπους που το κατοικούν, κλείνει μέσα της ποίηση, η λιτή και βραχυλογική γραφή του Παλαβού έρχεται ολόσωμη κοντύτερα στην ποίηση.
Αν η γραφή του Στέγκνερ, απλόχωρη για να χωρέσει το μεγάλο αμερικανικό τοπίο και τους ανθρώπους που το κατοικούν, κλείνει μέσα της ποίηση, η λιτή και βραχυλογική γραφή του Παλαβού έρχεται ολόσωμη κοντύτερα στην ποίηση – κι αν κάπου, σε λιγοστά σημεία (στο διήγημα «Ζήνος», π.χ.), η κατάκτηση γίνεται κάπως κατάχρηση και το ύφος μανιέρα, καταρχάς υπάρχει τούτη η κατάκτηση του ύφους, που δεν είναι δεδομένη και, σε πολλούς συγγραφείς, δεν έρχεται ποτέ. Όπως ο Στέγκνερ ανήκε συνειδητά σε μιαν αμερικανική αφηγηματική παράδοση και την υπηρέτησε, έτσι μοιάζει ο Παλαβός να έχει συνείδηση μιας παράδοσης στην οποία ανήκει χωρίς, κιόλας, να την υπηρετεί δουλικά (και εδώ, ο γενέθλιος τόπος είναι αρωγός σε τούτη τη συναίσθηση μιας συνέχειας). Αν ο βραχύς λόγος του Παλαβού, με την κοφτή του ποίηση, κρατά για παράδειγμα από τον Βαλτινό, η ίδια του η θεματική, συχνά, πάει παραπίσω ως τον Παπαδιαμάντη ακόμα, και η μεταφυσική ματιά που υπάρχει εδώ απέναντι στον κόσμο («Το παιδί», «Ο Γιάννης») απέχει παρασάγγας απ’ το λυρισμό χωρίς μεταφυσική (ή, πιο ορθά, τη μεταφυσική χωρίς θρησκευτικότητα) του Στέγκνερ, που ακολουθεί μιαν άλλην, αμερικανική παράδοση.
Από το πρώτο διήγημα στο Παιδί, το «Ελάφι», αντιγράφω τις πρώτες λίγες προτάσεις: «Στέκεσαι στο ξύλινο γεφυράκι πάνω απ’ τον Θολόλακκα. Είσαι δεκατεσσάρων ετών. Έχεις αφήσει το ποδήλατο στο δάπεδο της γέφυρας. Είναι Φεβρουάριος, ο χείμαρρος κατεβαίνει ορμητικός. Το νερό αφρίζει κάτω απ’ τα πόδια σου. Έχεις γείρει στην κουπαστή. Χαζεύεις τα μικρά ουράνια τόξα που αιωρούνται πάνω απ’ το νερό. Δίπλα ξεκινούν τα πρώτα έλατα που φτάνουν ως την κορυφή του βουνού. Πιο πέρα, πάνω από δύο χιλιόμετρα, κοκκινίζουν οι στέγες του χωριού. Κάτω το βλέμμα ανοίγεται χαμηλά ως τη λίμνη, εκεί που καταλήγει ο λάκκος. […] Ακούς τον παφλασμό του νερού κι ούτε ξέρεις τι σκέφτεσαι».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, οι νουβέλες «Τσότσηγια & Ω'μ» (εκδ. Κίχλη).
Το τραγούδι της σάλπιγγας
και άλλα διηγήματα
Wallace Stegner
Μτφρ. Γιάννης Παλαβός
Gutenberg 2019
Σελ. 240, τιμή εκδότη €14,00
Το παιδί
Γιάννης Παλαβός
Νεφέλη 2019
Σελ. 112, τιμή εκδότη €8,90