Για το βιβλίο της Δώρας Τσόγια «20 αστικά μονόπρακτα» (εκδ. Άγρα).
Της Αφροδίτης Σιβετίδου
«Τα 20 αστικά μονόπρακτα είναι συνταγές επικοινωνίας με υλικά μοναξιάς. Είναι μικροί διάλογοι –ενίοτε μονόλογοι– που εκτυλίσσονται σε μια μεγάλη πόλη, όπως η Αθήνα: σε μετρό, σε στάσεις λεωφορείων, σε πλατείες, σε γραφεία, σε καφέ. Τα Αστικά μονόπρακτα είναι συναντήσεις ανθρώπων σε αναζήτηση ανθρώπου». Το οπισθόφυλλο του βιβλίου εξηγεί με σαφήνεια και επάρκεια την επιλογή της θεατρικής τέχνης για την υποστήριξη της αδήριτης ανάγκης επικοινωνίας των ανθρώπων στις σημερινές μεγαλουπόλεις, όπου επικεντρώνεται το διερευνητικό ενδιαφέρον της Δώρας Τσόγια.
Η Τσόγια σκύβει προσεχτικά στους ανθρώπους γύρω της, αφουγκράζεται εσωτερικούς κραδασμούς, βυθίζεται στο σκοτεινό και ανεξιχνίαστο ασυνείδητο και δίνοντας μορφή και υπόσταση στο άρρητο, δημοσιοποιεί ανάγκες και ελλείμματα μέσα από τις σκοτεινές πτυχές του ψυχισμού.
Τα διαλογικά ή μονολογικά κείμενα του βιβλίου διαδραματίζονται εδώ και τώρα, γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη στην παραδοσιακή μίμηση, δέσμια μιας παράδοξης σχέσης εξάρτησης/ανεξαρτησίας με τον ρεαλισμό. Σε στενή σχέση με τη σημερινή μας πραγματικότητα, τα 20 αστικά μονόπρακτα υπηρετούν με προσήλωση την καθημερινότητά μας. Το καθεστώς της οικονομικής κρίσης, που έχει εξαθλιώσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη χώρα μας και το κρίσιμο ανθρωπιστικό προσφυγικό δράμα, υποστηρίζουν ουσιαστικά και διαπερνούν με ένταση πολλά από τα επεισόδια. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι: «Το κουλούρι», «Αγορές χρυσού», «Η κρίση», «Η απεργία», «Ανθρωπιά», «Πλατεία Βικτωρίας» για την ανθρωπιστική διάσταση των μικροδραμάτων. Ωστόσο εκεί που εστιάζεται η ματιά του ποιητικού υποκειμένου είναι το συγκεχυμένο μέσα. Το αφανές και το απρόσβατο επιχειρεί να προσεγγίσει και να αναδείξει η συγγραφέας χρησιμοποιώντας τα θεατρικά μέσα. Η Τσόγια σκύβει προσεχτικά στους ανθρώπους γύρω της, αφουγκράζεται εσωτερικούς κραδασμούς, βυθίζεται στο σκοτεινό και ανεξιχνίαστο ασυνείδητο και δίνοντας μορφή και υπόσταση στο άρρητο, δημοσιοποιεί ανάγκες και ελλείμματα μέσα από τις σκοτεινές πτυχές του ψυχισμού.
Όταν δύο άγνωστοι ηλικιωμένοι, ένας Κύριος και μία Κυρία, καθισμένοι σε κάποια απόσταση, σε παγκάκι πάρκου, έχουν απέναντί τους μια αγορά χρυσού και η Κυρία εξηγεί: «Κάθε γειτονιά έχει το δικό της. Πώς έχει το φούρνο της, το κρεοπωλείο της, τον μανάβη της, τώρα έχει και το μαγαζάκι της», επισημαίνοντας τη νέα επιχειρηματικότητα. Η πεμπτουσία όμως του επεισοδίου βρίσκεται στο κλείσιμο της σκηνής («Αγορές χρυσού»).
Στην κύρια θεματική της απομόνωσης, της ανάγκης επικοινωνίας, της αγάπης, της τραυματικής απώλειας ενός παιδιού ή της πικρής απογοήτευσης για τον θάνατο ενός έρωτα, προστίθενται σε δεύτερο επίπεδο κάποια πιο δυσδιάκριτα, ίσως επουσιώδη με την πρώτη ματιά θέματα, όπως η φροντίδα, το χάδι, το χαμόγελο, δίπλα στο αίσθημα του αυτοσεβασμού και της αξιοπρέπειας, που τα θλιβερά πρόσωπα πασχίσουν να διασώσουν. Χωρίς να λείπει και ο φιλοσοφικός προβληματισμός για το νόημα της ζωής και το αίνιγμα του ανθρώπου («Το κόκκινο φλιτζάνι»).
«Από σταθμό σε σταθμό», με αυτόν τον τίτλο ανέβηκαν στις 26 Ιανουαρίου τα 20 αστικά μονόπρακτα της Δώρας Τσόγια, σε ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο χώρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη. Οι πληροφορίες στην αφίσα της παράστασης προαναγγέλλουν καθαρά την εσωστρέφεια και τη σκοτεινότητα του θεατρικού λόγου, με την καθοριστική συνδρομή και του υπό την γην επιλεγμένου τόπου. Τα δύο ημιφωτισμένα άδεια καθίσματα σε αναμονή επιβατών εικονοποιούν τη στατικότητα του λόγου, σε αντίστιξη με την κίνηση του μεταφορικού μέσου και της βιντεοκάμερας. Πρόκειται εμφανώς για σταθμό του μετρό.
Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα επεισόδια του βιβλίου εξελίσσονται σε χώρους του μετρό – πλατφόρμες, βαγόνια, διαδρόμους. Ωστόσο, πάρκα, πλατείες, καφέ, αυτοκίνητα αλλά και σπίτια συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν το αστικό τοπίο, όπου κινούνται οι ήρωες, πολίτες μιας σύγχρονης μητρόπολης, υποδηλώνοντας την καθοριστική σημασία του τόπου για την Τσόγια. Γιατί τα μονόπρακτά της χαρτογραφούν το σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Καθώς η συγγραφέας μετακινεί την ανήσυχη κάμερά της από τη μία εικόνα στην άλλη, συνθέτει ένα ενιαίο ανθρωπογεωγραφικό τοπίο, επιχειρώντας να καταγράψει μικρές προσωπικές ιστορίες, αναδεικνύοντας το ασήμαντο, αλλά καθόλου αμελητέο για την επιβίωση του ατόμου. Μέσα από ένα θολό και δαιδαλώδες μέσα αναδύονται ελλείμματα ζωής που αναζητούν την αναπλήρωσή τους για να μπορέσουν τα άτομα να υπάρχουν. Από ένα συνηθισμένο πλήθος προέρχονται οι αφανείς ήρωες. Άγνωστοι, ανώνυμοι άνθρωποι συναντιούνται τυχαία σε δημόσιους τόπους, και ο φακός καταγράφει παράδοξες καταστάσεις και κρυμμένα δράματα.
Η διεισδυτική ματιά της η Τσόγια, εξαιρετικά ευαίσθητη [...] καταγράφει σαν σεισμογράφος, προσεχτικά και με ακρίβεια τις λεπτές, ανεπαίσθητες διεργασίες του ασυνειδήτου, απόρροια κοινωνικών καταστάσεων ή άλλων διαπροσωπικών σχέσεων.
Τα αυτοτελή σύντομα κείμενα συνιστούν σκηνές ενός συνόλου, όπου εδράζεται και το απόσταγμα του νοήματος του βιβλίου. Κάποιες φορές αιφνιδιαζόμαστε, όταν η κάμερα παρακολουθεί τα πρόσωπα σε διαφορετικές καταστάσεις, σε άλλο τόπο, ενισχύοντας τον ρεαλισμό του προσώπου και φωτίζοντας προηγούμενες ιστορίες. Για παράδειγμα η ατάκα του Πατέρα στο «Folie à deux» προς τη Μητέρα: «Δεν μου έχεις πει, το καροτσάκι; Σταμάτησες να το…», νοηματοδοτεί τη μυστηριώδη ιστορία της πανικόβλητης Γυναίκας, σε άλλο επεισόδιο, που ψάχνει το μωρό της, ρωτώντας τους περαστικούς, στην αποβάθρα του μετρό: «Μήπως είδατε το μωρό μου; […] Εδώ ήταν ένα καροτσάκι με ένα μωρό μέσα» («Το καροτσάκι»).
Η διεισδυτική ματιά της η Τσόγια, εξαιρετικά ευαίσθητη –και λόγω της ιδιότητάς της ως κλινικής ψυχολόγου-ψυχοθεραπεύτριας– καταγράφει σαν σεισμογράφος, προσεχτικά και με ακρίβεια τις λεπτές, ανεπαίσθητες διεργασίες του ασυνειδήτου, απόρροια κοινωνικών καταστάσεων ή άλλων διαπροσωπικών σχέσεων. Με εργαλεία το σώμα και τη φωνή των ηθοποιών η Δώρα Τσόγια φέρνει στο σανίδι όλη εκείνη τη θορυβώδη σιωπή που κρύβεται βαθιά μέσα μας. Και καθώς σώματα και φωνές «κοιτάζουν» επίμονα προς τη σκοτεινή μεριά της πλατείας, προκαλώντας την εγρήγορση και τη συμμετοχή μας, αναρωτιέμαι αν είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα μέσω του θεατρικού λόγου να οδηγηθούμε στην αυτοεπίγνωση.
*Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την παράσταση «Από Σταθμό σε Σταθμό», βασισμένη στο βιβλίο 20 Αστικά Μονόπρακτα, η οποία παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
* Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΙΒΕΤΙΔΟΥ είναι Θεατρολόγος, Ομότιμη καθηγήτρια στο Α.Π.Θ..