Για τη μελέτη του Walter Pater Η Αναγέννηση (εκδ. Αλεξάνδρεια), ένα μανιφέστο του αισθητισμού.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Γράφοντας για τον Μαρσέλ Προυστ σε προηγούμενο κείμενό μας («Αναζητώντας τον έρωτα», Bookpress, 25/9/2014), δεν είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στον αισθητισμό, αυτό το σπουδαίο καλλιτεχνικό και πνευματικό κίνημα του 19ου αιώνα, το οποίο επηρέασε καθοριστικά την πορεία προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, και ασφαλώς τον ίδιο τον Προυστ. Επηρεασμένοι από ιδέες της γερμανικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και του ρομαντισμού, οι πρωτεργάτες του αισθητισμού, αρχικά κάποιοι Γάλλοι (Γκοτιέ, Μποντλέρ, Φλομπέρ) και στη συνέχεια κάποιοι Άγγλοι (Πέιτερ, Σουίνμπερν, Γουάιλντ) τόνισαν την αυτονομία του έργου τέχνης κυρίως σε σχέση με ηθικές και πολιτικές σκοπιμότητες (το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη»), συνεπώς την ολοκληρωτική αφοσίωση του καλλιτέχνη στο ωραίο («η θρησκεία του ωραίου» ως η μόνη πίστη) και κατ’ επέκταση στην αισθητική καλλιέργεια του εαυτού του. Ίνδαλμα έγινε έτσι ο εστέτ, ένας αντικομφορμιστής και συχνά παρακμιακός αισθητής, που πρεσβεύει πως ο κόσμος, όπως έγραφε την ίδια εποχή ο Νίτσε στη Γέννηση της τραγωδίας, «δικαιώνεται μονάχα ως αισθητικό φαινόμενο».
Ο Walter Pater (1839-1894)
|
Ο Άγγλος συγγραφέας και καθηγητής Γουόλτερ Οράτιο Πέιτερ (1839-1894) υπήρξε καθοριστικός στην εδραίωση και εξάπλωση αυτών των ιδεών. Με μια τεράστια σε ευρύτητα και βάθος καλλιέργεια, που εκτείνεται από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και φτάνει μέχρι την τέχνη και τη λογοτεχνία της Αναγέννησης και των Νεότερων Χρόνων, ο Πέιτερ συνόψισε στο πιο διάσημο και επιδραστικό έργο του, Η Αναγέννηση: μελέτες για την τέχνη και την ποίηση, την αισθητική κοσμοθεωρία του, την οποία θα αποκαλούσαμε ορθότερα «βιοθεωρία» του. Κι αυτό γιατί ο Πέιτερ έδειξε ότι η θέαση, απόλαυση και αποτίμηση των τεχνών αξίζει να γίνεται με τρόπο που να αλλάζει την ίδια μας τη ζωή, αρκεί να αποφεύγουμε τις αγκυλώσεις σε μεταφυσικά δόγματα και πάσης φύσεως ιδεολογίες που αποπροσανατολίζουν τις αισθήσεις μας σε σχέση με τα αισθητικά αντικείμενα.
Ο Πέιτερ έδειξε ότι η θέαση, απόλαυση και αποτίμηση των τεχνών αξίζει να γίνεται με τρόπο που να αλλάζει την ίδια μας τη ζωή
Στα έντεκα δοκίμια του Πέιτερ που, μαζί με τα δύο επίμετρα (του Κένεθ Κλαρκ και του Μάριο Πρατς) και πολλές έγχρωμες εικόνες αναγεννησιακών έργων, συναποτελούν αυτό τον τόμο, ο αναγνώστης εισέρχεται στον στοχαστικό νου αυτού του μεγάλου κριτικού, ενώ στη συνέχεια βλέπει εφαρμοσμένες στην πράξη τις ιδέες του. Στην Εισαγωγή, ο Πέιτερ παραμερίζει ως περιττό «το αφηρημένο ερώτημα τι είναι το ωραίον καθεαυτό» και ανατιμά την «ιδιοσυγκρασία» του τεχνοκριτικού, την «ικανότητα να συγκινείται βαθιά από την παρουσία ωραίων πραγμάτων. Θα θυμάται πάντα ότι το ωραίον εμφανίζεται με πολλές μορφές. […] Σε όλες τις εποχές υπήρξαν έξοχοι καλλιτέχνες που δημιούργησαν έξοχα έργα. Το ερώτημα είναι πάντα: με ποιον εκφράστηκε ο παλμός, το πνεύμα, το συναίσθημα της εποχής;»
Μεσαιωνική Αναγέννηση
Προτού ο Πέιτερ ασχοληθεί με τους γίγαντες της Αναγέννησης (Μικελάντζελο, Ντα Βίντσι, Μποτιτσέλι κ.ά.), ξεδιπλώνει την προσωπική του θέση πως η Αναγέννηση δεν ήταν απλώς το καλλιτεχνικό ρεύμα που όλοι γνωρίζουμε πως άνθισε στην Ιταλία, αλλά μια ευρύτερη τάση που είχε ξεκινήσει τουλάχιστον δύο αιώνες νωρίτερα, και μάλιστα στη Γαλλία (κάτι που ονομάζει «μεσαιωνική Αναγέννηση»). Στόχος του Πέιτερ είναι να διευρύνει την έννοια της Αναγέννησης και να εξετάσει τις ιστορικές πηγές της, πάντα όμως με πρωταρχικό στόχο την αισθητική, όχι την ιστορία: «Για μας Αναγέννηση είναι το όνομα ενός πολύπλευρου αλλά ενιαίου κινήματος, όπου η αγάπη για τον κόσμο της σκέψης και της φαντασίας καθεαυτόν, η επιθυμία για μια πιο ελεύθερη και πιο ευχάριστη αντίληψη της ζωής, κάνουν αισθητή την παρουσία τους, παροτρύνουν όσους νιώθουν αυτά τα συναισθήματα να αναζητήσουν τα μέσα της πνευματικής ή φαντασιακής απόλαυσης…»
Η ορμητική επιστροφή του αρχαίου πνεύματος και του παγανισμού οδήγησε σε μια ουμανιστική εξέγερση ενάντια στον χριστιανισμό και την κραταιά ηθική του («η επιθυμία για μια πιο ελεύθερη και πιο ευχάριστη αντίληψη της ζωής»), εξέγερση την οποία ο Πέιτερ χαιρετίζει δικαίως με ενθουσιασμό, καθώς έτσι αναβαθμίστηκαν οι ηδονές, οι αισθήσεις, η αγάπη και φροντίδα του σώματος, κ.λπ. Ο Πέιτερ, όντας ομοφυλόφιλος στην απαρέγκλιτα εχθρική ως προς αυτό το ζήτημα βικτωριανή κοινωνία (ξέρουμε τι πέρασε ο πιστότερος οπαδός του, ο Γουάιλντ), μιλά διαρκώς για την προοδευτική κατάκτηση περισσότερων ελευθεριών και ηδονών από την Αναγέννηση και μετά, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της τέχνης σε αυτή την κατάκτηση. Για τους αισθητιστές η τέχνη όχι μόνο δεν είναι ξεκομμένη από την καθημερινή ζωή, αλλά δύναται να εξυψώνει και να χειραφετεί τον άνθρωπο από διάφορες καταπιέσεις: ούτε οι ίδιοι λοιπόν θα προσυπέγραφαν στο ακέραιο το συνθηματικό τους δόγμα «η τέχνη για την τέχνη».
Όταν ο Πέιτερ κάνει λόγο για «το παράξενο κράμα γλυκύτητας και δύναμης» στον Μικελάντζελο, όταν ισχυρίζεται αναφερόμενος στον Ντα Βίντσι ότι «τον κέντριζε ο έρως του ακατόρθωτου», όταν παρατηρεί για την Τζιοκόντα πως «Σαν βρυκόλακας, έχει πεθάνει πολλές φορές και έμαθε τα μυστικά του τάφου. Έχει κατέβει σε θάλασσες βαθιές και κρατεί γύρω της το σκοτεινό τους φως», όταν υποστηρίζει πως «Όλες οι τέχνες αποβλέπουν σταθερά στην κατάσταση της μουσικής» (επειδή στη μουσική επιτυγχάνεται «η αντίληψη ότι ύλη και μορφή είναι ένα και το αυτό», όπως σημειώνει ο Κένεθ Κλαρκ στο Επίμετρο Ι), όταν λέει πως η Αναγέννηση στη Γαλλία είναι «η πιο λεπτή φάση του ίδιου του Μεσαίωνα, η τελευταία του λάμψη, ευδία του φθινοπώρου», όταν πρεσβεύει (ακολουθώντας τον Βίνκελμαν, που είναι ο δικός του θεός-κριτικός, και στον οποίο επιφυλάσσει το εκτενέστερο δοκίμιο) πως η αρχαιοελληνική παράδοση είναι «η ορθοδοξία της καλαισθησίας», όταν ολοκληρώνει με μερικές σοφές σκέψεις για τη σημασία της τέχνης ως πρόσκαιρης υπέρβασης του θανάτου («η τέχνη, όταν σε πλησιάζει, το μόνο που σου υπόσχεται είναι να δώσει υψηλή ποιότητα στις φευγαλέες στιγμές σου»), τότε έχουμε μπροστά μας έναν κριτικό που σχεδόν με κάθε φράση του υπερβαίνει τις λεπτομέρειες του εκάστοτε επιμέρους θέματος για να αδράξει την ουσία.
Έρωτας, πάθος, λαχτάρα για τις τέχνες
Στο βιβλίο δεν θα συναντήσουμε πολλές θεωρίες, του ενός ή του άλλου μεγάλου στοχαστή, αλλά πρωτίστως έρωτα, πάθος, αγάπη, λαχτάρα για τις τέχνες
Και η ουσία για τον Πέιτερ είναι η αισθαντικότητα. Η απόλαυση και η αποτίμηση της τέχνης ξεκινούν λοιπόν πάντα από την «άμεση, αισθητική γοητεία του ίδιου του αντικειμένου. Αν δεν έχει αυτή τη γοητεία, αν δεν υπάρχει καλλιτεχνική ποιότητα στην αρχική δημιουργία του, καμιά γραμματολογική προσέγγιση δεν μπορεί να του δώσει αισθητική αξία». Εξού και στο βιβλίο του δεν θα συναντήσουμε πολλές θεωρίες, του ενός ή του άλλου μεγάλου στοχαστή, αλλά πρωτίστως έρωτα, πάθος, αγάπη, λαχτάρα για τις τέχνες, όπως επίσης την αναγκαία ευαισθησία και ιδιοσυγκρασία για την απόλαυση της ομορφιάς που έχουν να μας προσφέρουν. Κι αν από την εποχή του Πέιτερ μέχρι σήμερα οι ιστορικοί έχουν ανακαλύψει νέες πηγές και νέα δεδομένα που αναιρούν κάποια από τα λεγόμενα του Πέιτερ ως προς το σε ποιους αποδίδονται ορισμένα έργα, αυτό έχει ελάχιστη σημασία. Σημασία έχει το πνεύμα με το οποίο ο Πέιτερ γράφει για όλους αυτούς που θαυμάζει και εγκωμιάζει, πνεύμα το οποίο μεταδίδει στον λεπταίσθητο αναγνώστη. Η γραμμένη με ιδιαίτερη λογοτεχνική ποιότητα Αναγέννηση του Πέιτερ, που κινείται στα όρια μεταξύ αισθητικού στοχασμού, κριτικής της τέχνης, ιστορίας των εκφραστικών μορφών και προσωπικής εξομολόγησης, έχει μεταφραστεί θαυμάσια από τον Άρη Μπερλή.
Σάντρο Μποτιτσέλι, Η γέννηση της Αφροδίτης
|
Ξέρουμε, ξέρουμε: σήμερα δεν μας επιτρέπεται να μιλάμε και πολύ για την ομορφιά στην τέχνη, καθώς δεν είναι της μόδας· ούτε και για την αισθητική απόλαυση, αφού δεν είναι «πρώτη» προτεραιότητα· ούτε για τον αισθητισμό γενικά, αφού «σήμερα ο κόσμος έχει προβλήματα», γεγονός πραγματικά πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητας… Απέναντι σε όλα αυτά, μάλλον χρειαζόμαστε την ανανέωση του παλιού αισθητισμού με τη συνακόλουθη δημιουργία ενός νέου αισθητισμού. Αυτό δεν σημαίνει να αναλωνόμαστε στον εύκολο ιμπρεσιονισμό, τον μεγάλο κίνδυνο που διατρέχει ο αισθητισμός όταν δεν συνοδεύεται από βαθιά καλλιέργεια. Σημαίνει, μεταξύ άλλων, να εναντιωνόμαστε σε μια τέχνη που έχει γίνει υπερβολικά ντοκιμαντερίστικη, υπερβολικά καθηλωμένη στον εύκολο διδακτισμό και στο πολιτικά ορθό, υπερβολικά εγκλωβισμένη σε επιταγές που επαναφέρουν ιδεολογικά πρότυπα του παρελθόντος.
Όταν ο Γουάιλντ έλεγε πως «Το πρώτο καθήκον στη ζωή είναι να είμαστε όσο πιο τεχνητοί γίνεται», προέβλεπε καίρια την εποχή μας, όπου, αν ένα έργο τέχνης δεν βροντοφωνάζει με όλους τους δυνατούς τρόπους: «Βασίζεται σε αληθινή ιστορία», κανείς δεν το κοιτάζει πια. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν αν θα επικρατήσει «η τέχνη για την τέχνη» ή «η τέχνη για τη ζωή»: το ζήτημα είναι να μην εγκλωβίζεται η τέχνη σε μια ζωή που δεν επιθυμεί να υπερβαίνει τον στοιχειώδη εαυτό της.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Η Αναγέννηση
Μελέτες για την Τέχνη και την Ποίηση
Walter Pater
Μτφρ. Άρης Μπερλής
Αλεξάνδρεια 2011
Σελ. 262, τιμή € 21,30