
Για το δοκίμιο της Μαρίας Μανωλοπούλου «Ένα κουκλόσπιτο του Χένρικ Ίψεν – Δραματουργική ανάλυση από κοινωνιολογική οπτική» (εκδ. Υψικάμινος). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την κινηματογραφική διασκευή του σκηνοθέτη Πάτρικ Γκάρλαντ, με την Κλαιρ Μπλουμ και τον Άντονι Χόπκινς (1973).
Γράφει ο Γιώργος Μπανιώκος
Στα τέλη του 2024 κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Υψικάμινος μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη μελέτη της θεατρολόγου Μαρίας Μανωλοπούλου πάνω σ΄ ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας, Το κουκλόσπιτο του Χένρικ Ίψεν.
Η μελέτη της Μανωλοπούλου με τίτλο «Ένα κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίψεν Πρόκειται, όπως αναγράφεται ευκρινώς στο εξώφυλλο του βιβλίου, πρόκειται για μια δραματουργική ανάλυση μέσα από κοινωνιολογική οπτική, που στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου συνδέει τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος του 19ου αιώνα με τις «επιζώσες» του κινήματος της πρόσφατης πρωτοβουλίας του #MeToo. H Μανωλοπούλου διαβλέπει με διαύγεια μια αναλογία ανάμεσα στην αδιανόητη, για την εποχή της, απόφαση της Νόρας να εγκαταλείψει σύζυγο και παιδιά για να διεκδικήσει την αυτονομία της και στις σύγχρονες γυναίκες-θύματα κακοποιήσεων από άνδρες, οι οποίες αποφασίζουν να σπάσουν την σιωπή τους και να εκτεθούν δημοσίως ομολογώντας και καταγγέλλοντας την βία που έχουν υποστεί.
Με μια πρώτη ανάγνωση, κάποιοι ενδέχεται να ισχυριστούν ότι μια δραματουργική προσέγγιση του Κουκλόσπιτου του Ίψεν μέσα από κοινωνιολογικό πρίσμα δεν έχει και πολλά να προσφέρει στην κατανόηση του έργου και των βασικών ηρώων του, ενώ πολλοί δραματουργοί και σκηνοθέτες, κατά τη μεταφορά του έργου στη σκηνή, θα παραβλέψουν να το προσεγγίσουν κοινωνιολογικά για αντίστοιχους λόγους. Μάλιστα, αν παρατηρήσουμε ένα μεγάλο μέρος των θεατρικών παραστάσεων, θα διαπιστώσουμε ότι αγνοούν κατάφωρα την κοινωνική και πολιτική διάσταση του θεάτρου. Κάποιες από αυτές τις παραστάσεις αποτελούν συνήθως περίκλειστες, ναρκισσιστικές συλλήψεις υψηλής αισθητικής, οι οποίες ελάχιστα ενσωματώνουν τους θεατές και συνήθως απευθύνονται στην αστική τάξη, και κάποιες άλλες αποτελούν θεατρικές μεταφορές, οι οποίες αναπαράγουν επί σκηνής την κυρίαρχη, μαζική κουλτούρα της τηλεόρασης με σκοπό την εύπεπτη κατανάλωσή τους.
Για την πλειοψηφία του καλλιτεχνικού κόσμου και των θεωρητικών της τέχνης, η αυτονομία της τέχνης είναι απόλυτη και αδιαμφισβήτητη και πρέπει να διαχωρίζεται από τα κοινωνικο-ιστορικά συμφραζόμενα που την δημιούργησαν. Οι περισσότεροι καλλιτεχνικοί δημιουργοί, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του θεατρικού χώρου, συμμερίζονται ξεπερασμένες αντιλήψεις περί αιωνίων αριστουργημάτων, το ότι η τέχνη υπαγορεύεται από καθολικές, αισθητικές κατηγορίες, όπως το υψηλό και το ωραίο. Επίσης, για πολλούς καλλιτέχνες και θεωρητικούς, η τέχνη πρέπει να προσδιορίζει τις λειτουργίες με βάση μόνο τα δικά της μέσα χωρίς αναγωγές σε άλλο γνωστικό πεδίο (Σωτηρίου, 2009). Μήπως όμως τέτοιες θεωρήσεις του έργου τέχνης εμπίπτουν σ' ένα ουσιακρατικό ερμηνευτικό πλαίσιο και την ίδια στιγμή παραβλέπουν την πολιτική διάσταση της τέχνης;
Το έργο ως κοινωνικό δρώμενο
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, το δοκίμιο της Μανωλοπούλου έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι όλα τα έργα τέχνης, είτε πρόκειται για έναν πίνακα ζωγραφικής είτε για ένα θεατρικό έργο, συνιστούν κοινωνικές πράξεις ή κοινωνικά δρώμενα, γιατί συνήθως γίνονται για κάποιους άλλους, αφού έχουν σκοπό την επικοινωνία. Ομοίως κάθε ανάγνωσή τους, θέασή τους ή μεταφορά τους επί σκηνής συνιστά, εκτός από αισθητικό φαινόμενο, κοινωνική πράξη και δρώμενο, στο βαθμό που περικλείει και προσανατολίζει τις σχέσεις μας με τους άλλους. Αντίστοιχα, το θέατρο δεν έχει σταθερή και ενιαία μορφή, αλλά πρόκειται για συνεχώς μεταβαλλόμενο κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο με ρήξεις και ανατροπές. Ο δημόσιος χαρακτήρας της επιτέλεσης είναι ο ίδιος στις καθημερινές σκηνές του κόσμου και στις θεατρικές σκηνές (Σωτηρίου, 2009). Η Μανωλοπούλου στο δοκίμιό της μας προτείνει ουσιαστικά μια κριτική επαναπρόσληψη του διάσημου θεατρικού έργου του Ίψεν, καθώς αποδομεί την κυρίαρχη, υπερβατολογική θεώρηση, η οποία ανυψώνει την Νόρα σε μια πανανθρώπινη σφαίρα του θεατρικού στερεώματος, και τη «γειώνει» μέσα στα ιστορικο-κοινωνικά συμφραζόμενα που τη γέννησαν και την ίδια στιγμή τη βάζει να συνομιλεί με τις γυναίκες-θύματα του κινήματος #MeToo.
Το Κουκλόσπιτο του Ίψεν είναι μια σύγχρονη τραγωδία, αλλά και ένα πολιτικό έργο, το οποίο πραγματεύεται την έμφυλη καταπίεση της γυναίκας από την ανδροκρατούμενη κοινωνία
Σχετικά με το εν λόγω έργο, ο ίδιος ο Ίψεν δήλωσε ότι το φεμινιστικό ζήτημα δεν αποτελεί το μοναδικό ερμηνευτικό κλειδί για την προσέγγισή του και έσπευσε ν’ αποδώσει μια πανανθρώπινη διάσταση στον τραγικό χαρακτήρα της Νόρας. Κατά την γνώμη μου, η ιδέα ότι υπάρχουν «καθολικά, πανανθρώπινα δράματα» τα οποία βιώνουν οι ήρωες και υπερβαίνουν τα κοινωνικά συμφραζόμενα είναι σεβαστή, αλλά αρκετά περιοριστική στο επίπεδο της ερμηνείας. Μήπως το «ανθρώπινο» ή το «πανανθρώπινο» δεν είναι έννοιες κοινωνικά προσδιορισμένες; Μήπως όλα τα έργα τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και των θεατρικών έργων, οι θεωρητικές τους ερμηνείες και οι επί σκηνής μεταφορές τους δεν είναι προϊόντα της εποχής τους; Το Κουκλόσπιτο του Ίψεν είναι μια σύγχρονη τραγωδία, αλλά και ένα πολιτικό έργο, το οποίο πραγματεύεται την έμφυλη καταπίεση της γυναίκας από την ανδροκρατούμενη κοινωνία και θεωρώ ότι το μόνο «πανανθρώπινο» στοιχείο που φέρει είναι η καθολικότητα των αδιεξόδων με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα τα έμφυλα υποκείμενα μέσα στην πατριαρχική, οικογενειακή δομή.
Η τραγικότητα της Νόρας έγκειται στο ότι χρειάζεται να διαλέξει ανάμεσα σε δύο θυσίες.
Η Μανωλοπούλου παρατηρεί σωστά στη μελέτη της ότι ο Ίψεν με το Κουκλόσπιτο πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, την ανάγκη για ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών. Για τον Ίψεν, δύο υποκείμενα είναι ανελεύθερα όταν σχετίζονται ενσαρκώνοντας υποκριτικά κοινωνικά ψεύδη. Η Νόρα συνειδητοποιεί ότι ο δρόμος της για την αυτονομία σχετίζεται με την ελευθερία και την ανάγκη ανάληψης της εαυτής της. Η τραγικότητα της Νόρας έγκειται στο ότι χρειάζεται να διαλέξει ανάμεσα σε δύο θυσίες. Είτε θα θυσιαστεί η ίδια ως ύπαρξη για να παραμείνει κοντά στα παιδιά της και την οικογένειά της, είτε θα θυσιάσει την αγάπη της για τα παιδιά της για να γνωρίσει τον εαυτό της και να οδηγηθεί στην αυτονομία της. Ο Ίψεν, με ψυχαναλυτική μαστοριά, μας ξεδιπλώνει το τραγικό αδιέξοδο της ηρωίδας. Η Νόρα πράττει το ανείπωτο, το αδιανόητο. Η Μανωλοπούλου επεξεργάζεται εκτενώς στο δοκίμιό της την απομυθοποίηση του γεγονότος της μητρότητας από τον Ίψεν, σημειώνοντας ότι στην πατριαρχική κοινωνία δεν συνιστά σε καμία περίπτωση βιολογικό ένστικτο, αλλά συμπαγή, κοινωνική κατασκευή και επιταγή την οποία η ανδροκρατούμενη κοινωνία επιβάλλει στο γυναικείο φύλο ως προορισμό του.
Βασικό προτέρημα της ανάλυσης της συγγραφέως αποτελεί το γεγονός ότι δεν μένει στην παράθεση βασικών, φεμινιστικών θέσεων, αλλά επιχειρεί να μας δείξει τους τρόπους με τους οποίους οι έμφυλοι ρόλοι διαμορφώνουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, καθορίζουν συμπεριφορές και υπαγορεύουν στα υποκείμενα συγκεκριμένες επιλογές. Ειδικότερα, η Μανωλοπούλου στο κείμενό της φαίνεται να συμπορεύεται με την μαρξιστική θεώρηση που εντοπίζει τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης στην ανάδυση της ταξικής κοινωνίας και την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας που με την σειρά τους καθόρισαν τη μορφή της οικογένειας και τον ρόλο της γυναίκας μέσα σε αυτήν. Ο γάμος καθίσταται αυστηρά μονογαμικός θεσμός για τον άνδρα και τη γυναίκα, γιατί τα παιδιά-κληρονόμοι χρειάζεται να φέρουν το όνομα του άνδρα. Πάνω στο ίδιο ζήτημα, ο Μαξ Χορκχάϊμερ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι επιθυμίες και η σεξουαλικότητα διαμορφώνονται αποκλειστικά μέσα στην οικογένεια και είναι με τέτοιο τρόπο οργανωμένες, ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Η οικογένεια, μέσω συνειδητών και ασυνείδητων ψυχικών μηχανισμών, φροντίζει για την αναπαραγωγή των ανθρώπινων χαρακτήρων που απαιτεί η κοινωνική ζωή και καλλιεργεί στα μέλη την ικανότητα προσαρμογής σ' εκείνη, εξουσιαστική συμπεριφορά από την οποία κυρίως εξαρτάται η υπόσταση και συνέχισης της αστικής τάξης πραγμάτων (Χορκχάϊμερ, 1936).
(...) ο Σίγκμουντ Φρόιντ είχε μελετήσει στο πρωτότυπο αρκετά από τα αντι-ιδεαλιστικά έργα του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα και είχε παραδεχτεί ότι ο Ίψεν, πριν από τον ίδιο και τους ψυχιάτρους, υπήρξε από εκείνους τους ποιητές που κατανόησαν τις ασυνείδητες, ψυχικές λειτουργίες
Κατά συνέπεια, η ερμηνευτική προσέγγιση της Μανωλοπούλου πάνω στο έργο είναι πρωτότυπη, στο βαθμό που η δραματουργική προσέγγιση του έργου διασταυρώνεται με την κοινωνική θεωρία. Η συγγραφέας, πιστή στην επιταγή της εποχής μας για διεπιστημονικές θεωρήσεις, επιχειρεί με προσήνεια μια διεπιστημονική ερμηνεία του διάσημου θεατρικού έργου του Ίψεν αφού, εκτός από την κοινωνιολογική και δραματουργική ανάλυση του έργου, παραθέτει και εκείνα τα ψυχολογικά βιώματα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της φεμινιστικής συνείδησης του Ίψεν. Ειδικότερα, η συγγραφέας προσφέρει, μεταξύ άλλων, στον αναγνώστη και μια ψυχαναλυτική οπτική, ανάγοντας τη βαθιά ενσυναίσθηση και εξαιρετικά διεισδυτική ματιά του Νορβηγού δραματουργού για τις γυναίκες-ηρωίδες στα έργα του στη σχέση που ο ίδιος είχε με την ταλαιπωρημένη μητέρα του, η οποία υπήρξε αντικείμενο καταπίεσης από τον πατέρα του. Χρειάζεται επίσης να αναφέρουμε ότι ο Σίγκμουντ Φρόιντ είχε μελετήσει στο πρωτότυπο αρκετά από τα αντι-ιδεαλιστικά έργα του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα και είχε παραδεχτεί ότι ο Ίψεν, πριν από τον ίδιο και τους ψυχιάτρους, υπήρξε από εκείνους τους ποιητές που κατανόησαν τις ασυνείδητες, ψυχικές λειτουργίες (Φρόιντ, 1907).
Με λίγα λόγια, η Μανωλοπούλου αναδεικνύει στη μελέτη της τον πλούτο των ερμηνευτικών κλειδιών, τα οποία σκηνοθέτες και θεατρολόγοι έχουν στη διάθεσή τους για την κριτική επαναπρόσληψη σημαντικών θεατρικών κειμένων με σκοπό τη δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθετική απόδοσή τους στο παρόν.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΝΙΩΚΟΣ είναι θεατρολόγος, ψυχαναλυτής, κοινωνικός ανθρωπολόγος, ΜΑ Φιλοσοφίας.
Βιβλιογραφία
Δημητρίου, Σωτήρης, Η πολιτική διάσταση στην τέχνη – μια ανθρωπολογική προσέγγιση, εκδ. Σαββάλας, σειρά: κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα 2008
Χορκχάϊμερ, Μαξ (1936), «Εξουσία και οικογένεια», στο Μαξ Χορκχάϊμερ, Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική, μετάφραση: Αντ. Οικονόμου, Ζ. Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984, σελ: 71-148
Freud, Sigmund (1907), «Obsessive acts and religious practices», στο J. Strachey (edition), The standard edition of the complete works of Sigmund Freud. London: Hogarth Press.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρία Μανωλοπούλου είναι συγγραφέας, θεατρολόγος και ηθοποιός. To 2024 κυκλοφόρησε το δοκίμιό της Ένα κουκλόσπιτο του Χένρικ Ίψεν, δραματουργική ανάλυση από κοινωνιολογική οπτική: Από το φεμινιστικό κίνημα του 19ου αιώνα στην πραγματικότητα του #MeToo από τις εκδόσεις Υψικάμινος, και το 2021 η συλλογή διηγημάτων της Κοινή Θνητή από τις εκδόσεις Συρτάρι/ Syrtari Publications. Δοκίμια, κριτκές και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά, λογοτεχνικά περιοδικά (Bookpress, Παράθυρο στην Τέχνη, Νουμάς, Λογοτεχνικό Δελτίο κ.α.)
Το 2022 ολοκλήρωσε το Μεταπτυχιακό της στη Δημιουργική Γραφή του ΕΑΠ (HOU) & του Παν. Δυτ. Μακεδονίας (UOWM). Είναι επίσης απόφοιτος του τμήματος Θεατρολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ (NKUA) (2008). Εργάστηκε στην Eκπαίδευση, διδάσκοντας Δραματολογία και Υποκριτική στα Δ.Ι.Ε.Κ, Θεατρική αγωγή στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση καθώς και Θεατρικό παιχνίδι σε παιδιά ηλικίας 5-15 ετών. Επιπλέον, ολοκλήρωσε σπουδές Υποκριτικής στη Σχολή Δραματικής Τέχνης «ΒΕΑΚΗ» (1998), στο Θεατρικό Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου, ενώ παρακολούθησε σεμινάρια Αρχαίου Δράματος με τον Ιορδάνη Μαρίνο, καθώς και το σεμινάριο «Κείμενα in Progress» της Ελένης Σκότη (μέθοδος Actors studio). Συμμετείχε σε παραστάσεις και συλλογικές εκθέσεις φωτογραφίας.