Της Άλκηστης Σουλογιάννη
«Για τον Βάγκνερ (...) θα μπορούσαμε να πούμε (...) πως έχει δώσει φωνή σε κάθε τι στη φύση το οποίο δεν ήθελε να μιλήσει ώς τώρα» Φ. Νίτσε
Ο Καρλ Ντάλχαους (Carl Dahlhaus 1928-1989) υπήρξε επιφανής μουσικολόγος με νεωτερική κριτική σκέψη, καθηγητής της ιστορίας της μουσικής σε γερμανικά πανεπιστήμια, διευθυντής έκδοσης των απάντων του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Λειψία 1813-Βενετία 1883), διευθυντής ερευνητικών μουσικολογικών προγραμμάτων, συγγραφέας πλείστων έργων με θέματα όπως είναι η μουσική παραγωγή του 18ου και του 19ου αιώνα, ο ρομαντισμός και ο μοντερνισμός στη μουσική, η απόλυτη έννοια της μουσικής, η αισθητική της μουσικής.
Αυτές οι ιδιότητες του Ντάλχαους προσδιορίζουν τη σύνθεση του βιβλίου του για τα μουσικά δράματα του Βάγκνερ, στο οποίο ως πεδίο εργασίας αξιοποιούνται τα έργα Ο ιπτάμενος Ολλανδός, Τανχόυζερ, Λόενγκριν, Τριστάνος και Ιζόλδη, Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, η τετραλογία Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ (Ο χρυσός του Ρήνου, Η Βαλκυρία, Ζίγκφριντ, Το λυκόφως των θεών), και τέλος το έργο Πάρσιφαλ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Ντάλχαους σχολιάζει τη θέση του Βάγκνερ στη διεθνή βιβλιογραφία τόσο στον τομέα της μουσικής όσο και στον τομέα της φιλοσοφίας (π. χ. Νίτσε) μέσα σε κλίμα αποθεωτικής απολογίας αλλά και κακεντρεχούς πολεμικής (ποτέ όμως σε σιωπή αποκλεισμού), δίνει έμφαση στα έργα που αποτελούν τον λεγόμενο βαγκνερικό κανόνα και μόνον περιστασιακά αναφέρεται στα πρώιμα έργα του συνθέτη, παρακάμπτει τη βιογραφική αντιμετώπιση (ως εξαντλημένο θέμα) και την αναφορά στην εξωκαλλιτεχνική, πολιτική εκμετάλλευση του Βάγκνερ, για την οποία άλλωστε ευθύνεται η συμπεριφορά των επιγόνων του και γενικότερα των διαχειριστών της πολιτισμικής παρακαταθήκης του και όχι η ίδια η μουσική του. Παράλληλα παρουσιάζει τη διαχρονική προβληματική για τον ειδολογικό χαρακτήρα των έργων του Βάγκνερ, στην οποία πάντως συμμετείχε και ο ίδιος ο συνθέτης με τα θεωρητικά δοκίμιά του, και κυρίως για τη σχέση λόγου και μουσικής όπως αποτυπώνεται στα έργα αυτά.
Ο Ντάλχαους τονίζει με έμφαση ότι η σχέση εναλλαγής κειμένου και μουσικής αποτελεί χαρακτηριστική φόρμα στα έργα του Βάγκνερ σύμφωνα με την αντίληψη του συνθέτη. Ούτε η μουσική υποτάσσεται στο κείμενο σαν απλό αντίκρισμα αυτού, ούτε το κείμενο αποτελεί όχημα της μουσικής. Κατά τον Βάγκνερ ο διάλογος μουσικής και κειμένου αντιπροσωπεύει τον δίαυλο μετάβασης μέχρι τα λεπτότερα και βαθύτερα επίπεδα της τέχνης του. Με άλλα λόγια, η σχέση κειμένου και μουσικής αποτελεί το διφυές μέσον έκφρασης του δημιουργού.
Περαιτέρω, ο Ντάλχαους πραγματεύεται με κριτική και συγκριτική αντίληψη τους μύθους που λειτουργούν ως πρώτη ύλη για τη σύνθεση των έργων του Βάγκνερ, την καταγωγή των μύθων αυτών, τη λόγια διάσωση και εξέλιξή τους, την παρέμβαση και επεξεργασία του Βάγκνερ, καθώς και τη συνακόλουθη δημιουργία αρχετυπικών χαρακτήρων με διαχρονική ισχύ, όπου εμπλέκονται αφενός εξωκαλλιτεχνικοί (κοινωνικοί, ιστορικοί, οικονομικοί) παράγοντες και αφετέρου βιωματικό υλικό του συνθέτη. Με αυτή την προϋπόθεση, προβάλλονται κεντρικά στοιχεία της θεματικής των έργων του Βάγκνερ, όπως είναι ο έρως και ο θάνατος, η μοίρα, η προσωποποίηση της φύσης, ο φόβος και η αφοβία, η αντιπαράθεση του εσωτερικού ανθρώπου με το εξωτερικό περιβάλλον, η ανθρώπινη βούληση, η συμπόνια, η απάρνηση, η παραίτηση, η καταγωγή του νέου κόσμου από τις θυσίες ηρώων, και σ’ αυτό το πλαίσιο σημειώνεται και η επίδραση του Σοπενχάουερ στη σημασιολογική διάρθρωση των έργων του Βάγκνερ.
Με την ίδια κριτική και συγκριτική αντίληψη, ο Ντάλχαους πραγματεύεται στοιχεία που χαρακτηρίζουν την οικονομία της δομής στα έργα του Βάγκνερ, όπως είναι η λειτουργικότητα των τίτλων, η εσωτερική και η εξωτερική δράση, η στερεή «λογική» του συνθέτη που αποτυπώνεται στη σταθερότητα της μελωδικής/ρυθμικής φόρμας, οι τεχνικές και αισθητικές αντιφάσεις, οι διερευνήσεις μουσικών δυνατοτήτων, η σχέση κεντρικού μουσικού κορμού και μοτίβων, η διακειμενικότητα (συμπεριλαμβανομένης και της αυτοδιακειμενικότητας), οι μουσικές εικόνες, η λεκτική λιτότητα (η κατά Βάγκνερ ηχούσα σιωπή).
Είναι προφανές ότι το βιβλίο (ενισχυμένο με ποικίλο παρακειμενικό και ηχητικό υλικό στην ελληνική έκδοση, βραβείο της Ένωσης Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών 2010) διαθέτει ιδιαιτέρως υψηλή πληροφορητικότητα, η οποία εστιάζεται στην τριπλή ιδιότητα του Βάγκνερ ως θεωρητικού, ως μουσικού, ως ποιητή. Με τον τρόπο αυτό, το βιβλίο αποτελεί έναν κανόνα κριτικού ελέγχου μουσικών και γενικότερα πολιτισμικών προϊόντων στο επίπεδο της ανίχνευσης ιδεών και στο επίπεδο της καλώς οργανωμένης αποτύπωσης και διεκπεραίωσης αυτών.