Για τη συλλογή τριών τόμων του Τάση Παπαϊωάννου «Χτισμένα και Άχτιστα: Τρία μελετήματα για την αρχιτεκτονική και την σπουδή της» (εκδ. Ίνδικτος). Κεντρική εικόνα: © Vidar Nordli-Mathisen (Unsplash).
Γράφει η Δάφνη Σουλογιάννη
«How to build a World (in a lot less than six days
and using only what’s in your head)»
Paul Werth
(New Essays on Deixis:
Discourse, Narrative, Literature,
Rodopi, Amsterdam 1995)
«Είναι ώρες που σκέφτομαι ότι τα κτίρια είναι “χτισμένα κείμενα”». Με αυτή την πρόταση, βαθύτατα στοχαστική αλλά και αιφνιδιαστικά προσωπική, ξεκινά το βιβλίο του Τάση Παπαϊωάννου. Και πρόκειται πράγματι για μια πρόταση-προτροπή προς τον αναγνώστη, ώστε εκείνος να συνεχίσει την ανάγνωση με αυτό το δεδομένο, με αυτή τη σκέψη. Ο Τάσης Παπαϊωάννου ανήκει στους συγγραφείς οι οποίοι στηρίζουν ολόκληρο το κείμενό τους στη «δημιουργική ανάγνωση», ήτοι στην προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει ο αναγνώστης ώστε να συνεργαστεί με τον συγγραφέα προς τη σύνθεση ενός μοναδικού αφηγηματικού αποτελέσματος.
Τρεις τόμοι–εφόδια
Όμως δεν πρόκειται μόνο για ένα βιβλίο. Σε μια καλαίσθητη κασετίνα μάς προσφέρονται τρεις τόμοι–εφόδια σε αυτή τη δημιουργική διαδικασία. Αρχικά, ο πρώτος τόμος Η γλώσσα της Αρχιτεκτονικής μας δίνει τον τόνο με την προαναφερθείσα εναρκτήρια πρόταση. Η Αρχιτεκτονική είναι μια γλώσσα, ένας κώδικας ο οποίος μεταφέρει πληροφορίες μεταξύ πομπού και δέκτη. Οι συνθήκες για αυτή την επικοινωνία ποικίλουν, διευκολύνοντας ή δυσχεραίνοντάς την. Όπως και κάθε γλώσσα, η Αρχιτεκτονική λειτουργεί ως μια σύνθεση τόσο λέξεων όσο και εννοιών, τόσο σημαινόντων όσο και σημαινομένων. Όπως και κάθε γλώσσα, στηρίζεται σε δίπολα σημασιών, πρωτίστως αντιθετικά, η ερμηνεία και η πρόσληψή της είναι καθαρά προσωπική, ενώ δεν είναι δυνατό να παραμείνει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Διακρίνεται από τοπικά ιδιώματα, εντούτοις τη διατρέχουν πανανθρώπινες ομοιότητες στη σκέψη και την έκφραση. Εν τέλει, η Αρχιτεκτονική, όπως και η γλώσσα, (πρέπει να) είναι ένας ζωντανός οργανισμός.
[...] όπως τονίζει ο Παπαϊωάννου, ακόμα και το ταπεινότερο σπιτικό είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ο οποίος με κόπο θα γεννηθεί και με γενναιότητα θα κληθεί να προστατέψει το πολυτιμότερο όλων – μια ύπαρξη.
Ο δεύτερος τόμος Καλλιτεχνία και Αρχιτεκτονική Σπουδή Αδιαίρετη μας επιτρέπει να εξοικειωθούμε με τη δίδυμη αδερφή της Αρχιτεκτονικής, τη Ζωγραφική ήτοι τη δισδιάστατη αναπαράσταση. Χρήσιμη πρωτογενώς στην παρατήρηση και δευτερογενώς στην κατανόηση του αντικειμένου το οποίο παρατηρούμε, η Ζωγραφική είτε ως γρήγορο σκίτσο, είτε ως λεπτομερής πίνακας αποτελεί και εκείνη μια πολύπλοκη γλώσσα. ΄Ετι περαιτέρω, για τον αρχιτέκτονα είναι το εργαλείο με τη βοήθεια του οποίου αρχικά θα ασκηθεί στην αποκωδικοποίηση του κόσμου γύρω του και εντέλει στην αναζήτηση και σύνθεση του κόσμου που εκείνος καλείται να δημιουργήσει. Γιατί, όπως τονίζει ο Παπαϊωάννου, ακόμα και το ταπεινότερο σπιτικό είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ο οποίος με κόπο θα γεννηθεί και με γενναιότητα θα κληθεί να προστατέψει το πολυτιμότερο όλων – μια ύπαρξη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα πρέπει να είναι μια ύπαρξη και ο ίδιος ο Χώρος: ένα υγιές, προικισμένο πλάσμα με αισθητική και συναίσθημα.
Ο Τάσης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ από την οποία αποφοίτησε το 1976. Επέστρεψε στη Σχολή το 1982 ως επιστημονικός συνεργάτης και ασχολήθηκε συστηματικά με τη διδασκαλία του μαθήματος της Κτιριολογίας και των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων. Σήμερα είναι Καθηγητής του Τομέα Ι των Συνθέσεων στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Συνεργάζεται με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Ησαΐα ήδη από την εποχή των σπουδών του. Από το 1979 διατηρούν αρχιτεκτονικό γραφείο ασχολούμενοι με μελέτες δημοσίων και ιδιωτικών έργων, και έχουν πάρει μέρος σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς με προτάσεις που έχουν αποδώσει μεγάλο αριθμό βραβεύσεων. Η τελευταία αυτή δραστηριότητα αποτελεί σημαντικό τμήμα της δουλειάς του, αλλά και πεδίο έρευνας και προβληματισμού. Το αρχιτεκτονικό του έργο παρουσιάζεται σε πλήθος δημοσιεύσεων στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία καθώς και σε σημαντικές αρχιτεκτονικές εκθέσεις. Σημαντική θέση στη διαμόρφωση των απόψεων του έχει η διδακτική του δραστηριότητα και η σχέση του με την Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Παράλληλα έχει δώσει διαλέξεις και συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο που αφορά στην αρχιτεκτονική και στην πόλη, δημοσιεύοντας άρθρα και σχόλια σε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες. Μεταξύ άλλων έχει συμμετάσχει στη συγγραφή του βιβλίου Αρχιτεκτονική. Ιδέες που συναντιούνται – ιδέες που χάνονται, εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα (2004), ενώ έχει δημοσιεύσει και τα βιβλία Αρχιτεκτονική του καθημερινού Αθήνα (2005) και Η Αρχιτεκτονική και η Πόλη Αθήνα (2008), εκδ. Καστανιώτη. Σε συνεργασία με το ζωγράφο Αλέκο Φασιανό έχει παρουσιάσει τις εκθέσεις «Ζωγραφικός και Αρχιτεκτονικός Χώρος» (Αθήνα 2003 και Θεσσαλονίκη 2005) και «Το Χρώμα και το Φως στη Ζωγραφική και την Αρχιτεκτονική» (Αθήνα 2009), ενώ έχουν συγγράψει από κοινού τα βιβλία Για Μια Άναρχη Πόλη, Αθήνα (2004), εκδ. Κάκτος, και Αρχιτεκτονική και Χρώμα, Αθήνα (2009), εκδ. Νηρέας. |
Ό,τι μάς επετράπη να αφουγκραστούμε στους δύο πρώτους τόμους, μάς προσφέρεται απλόχερα στον τρίτο και τελευταίο τόμο Χτίσματα της φαντασίας. Γιατί, εάν ο πρώτος τόμος αφορά την Αρχιτεκτονική και ο δεύτερος τόμος περιγράφει την Αναπαράσταση, τότε ο τρίτος τόμος μάς αποκαλύπτει τη δύναμη της Φαντασίας. Έως τώρα έχουμε γίνει κοινωνοί τόσο στο όραμα του συγγραφέα για την Αρχιτεκτονική, όσο και στην πίστη του στη Ζωγραφική όχι ως απόδραση από τον ρεαλιστικό κόσμο αλλά αντιθέτως ως εμβάθυνση στη σπουδή του Χώρου. Τώρα είναι η στιγμή να μάθουμε πώς μοιάζει ο Χώρος της Φαντασίας του. Ένα περιβάλλον όπου αιωρούνται ψείγματα ιδεών και θραύσματα εικόνων, πασχίζοντας να δημιουργηθούν έστω και ως σκίτσο, σχέδιο ή μακέτα: ως Χώρος ακατοίκητος αλλά ενεργός, σαν φάντασμα που παλεύει να αποκτήσει υπόσταση. Και ο συγγραφέας, που ξέρει πόσο σημαντική είναι για τον Χώρο η ζωή και η βοή, συμπονά αυτούς τους ανυπόμονους κόσμους που δεν πρόκειται να κατοικηθούν ποτέ και τους προσφέρει τη δυνατότητα να ζήσουν έστω και ως εικόνα.
Η βιοκλιματική αρχιτεκτονική είναι μια σύγχρονη απαίτηση, πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι ανέκαθεν βρισκόταν στο ίδιο το DNA της αρχιτεκτονικής σκέψης.
Είναι εξαιρετικά δελεαστική η ιδέα να διαβάσουμε αυτή την κομψή τριάδα τόμων ως μια αυτοβιογραφία, συνοδευόμενη μάλιστα από δημιουργίες του ίδιου του συγγραφέα. Στο κείμενο διαβάζουμε για τις αναζητήσεις ενός αρχιτέκτονα: Χτίζουμε σε έναν συγκεκριμένο τόπο αλλά και για τον οικουμενικό άνθρωπο. Η βιοκλιματική αρχιτεκτονική είναι μια σύγχρονη απαίτηση, πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι ανέκαθεν βρισκόταν στο ίδιο το DNA της αρχιτεκτονικής σκέψης. Καλή αρχιτεκτονική μπορεί να βρεθεί σε οποιοδήποτε κτίσμα, ανεξαρτήτως εάν έχει εμπλακεί αρχιτέκτονας σε αυτό. Η μέθοδος του άξιου μάστορα είναι τόσο σημαντική και τόσο αναγνωρίσιμη όσο και η πινελιά του ζωγράφου. Σύντομα βρίσκουμε σημάδια της σκέψης του Παπαϊωάννου και ως δασκάλου της Αρχιτεκτονικής: Το σκίτσο είναι η καλύτερη άσκηση για τον αρχιτέκτονα. Ο εγκέφαλος ανακαλύπτει τη βαθύτερη συνθετική δομή των πραγμάτων, καθώς το βλέμμα αναζητά και το χέρι σχεδιάζει. Κάθε υλικό έχει ένα χρώμα, κάθε βεβαιότητα οφείλουμε να την υποσκάπτουμε, κάθε τι έχει το αντίθετό του.
Είναι σε αυτό το σημείο που γίνεται σαφές ότι το πόνημα του Τάση Παπαϊωάννου είναι περισσότερα από μια αυτοβιογραφία. Από τον λόγο του συγγραφέα ορθώνεται ένας συναρπαστικός Κειμενικός Κόσμος. Πρώτος ο γλωσσολόγος Paul Werth διατύπωσε τη θεωρία των Κειμενικών Κόσμων, αναφερόμενος στην διπλή υπόσταση που έχει ένα βιβλίο: αφενός τον Κόσμο του Λόγου (ήτοι των λέξεων, του γλωσσικού κώδικα) και αφετέρου τον Κόσμο του Κειμένου (ήτοι του νοήματος βάσει της μνήμης και της φαντασίας μας). Ο Παπαϊωάννου εκτείνει το έργο του στον Κόσμο του Λόγου σε τρεις τόμους και ταυτοχρόνως εκτείνει την επιρροή του στον Κόσμο του Κειμένου, δημιουργώντας τρεις κειμενικούς κόσμους. Ο πρώτος είναι ο Κόσμος της Αρχιτεκτονικής, καθώς μέσα από το κείμενό του στη σκέψη μας χτίζεται μια ολόκληρη πόλη, πολύβουη και παλλόμενη. Ο δεύτερος είναι ο Κόσμος της Αναπαράστασης, όπου παρακολουθούμε τις οντότητες να μετατρέπονται σε εικόνες, μορφές, χρώμα, φως. Ο τρίτος είναι ο Κόσμος της Φαντασίας. Εκεί πλέον έχουν καταργηθεί οι θεμελιώδεις νόμοι: δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει βαρύτητα, δεν υπάρχει ούτε αυτός ο Χρόνος. Ή μήπως όχι;
Συχνά καθηγητές και φοιτητές στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. έχουμε επικαλεστεί (προσωπικώς ομολογώ με κάποια αφέλεια) τον T.S. Eliot και τη γνωστή αποστροφή του ποιήματος Burnt Norton I από τα Τέσσερα Κουαρτέτα: «Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος Είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μελλούμενο χρόνο, Κι ο μελλούμενος χρόνος περιέχεται στον περασμένο χρόνο». (μτφρ. Κλείτος Κύρου). Εδώ φαίνεται η αγωνία του Eliot να μας πείσει ότι ο Χρόνος είναι το συνδετικό νήμα και νόημα της ύπαρξής μας, αρκεί να απομακρυνθούμε από τον επίπλαστο διαχωρισμό μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Όλα αυτά μαζί βρίσκονται στο Τώρα, στον Άχρονο Χρόνο του Gilles Deleuze και του Henri Bergson.
Ακριβώς για αυτό το αιώνιο Τώρα μας μιλά και ο Τάσης Παπαϊωάννου. Για τους πίνακες, τα σκίτσα και τις μακέτες του δεν αναγράφεται χρονολογία δημιουργίας (δεν ξέρουμε ούτε εάν μας παρουσιάζονται σε χρονολογική σειρά), ίσως επειδή πρέπει να τα αντιληφθούμε ως μια σύνθεση στο Τώρα. Το κτήριο, η πόλη, ο Χώρος ο ίδιος ζει και αναπνέει επειδή μέσα τους κατοικούν όλοι όσοι πέρασαν και όλοι όσοι θα έρθουν. Ακόμα και εμείς οι ίδιοι βιώνουμε τον Χώρο μέσω του φορτίου της μνήμης μας και της προσδοκίας της φαντασίας μας, παρελθόν και μέλλον πάντοτε μαζί μας στο παρόν, σαν μια συνεχής αφήγηση.
Αυτή η σκέψη δεν είναι απλώς μια ποιητική αποστροφή. Όπως υποστηρίζει ο Παπαϊωάννου, αυτή η συνθήκη, την οποία ονομάζουμε βίωμα, είναι που ενεργοποιεί τον Χώρο και από ένα απλό κέλυφος τον μετατρέπει σε σπίτι, σχολείο, εκκλησία, μουσείο, θέατρο, φυλακή. Τον χώρο που μπορώ να τον ζήσω μόνο από μέσα, εξ ου και ο Maurice Merleau-Ponty τον αποκαλεί βιωματικό, τον χώρο όπου κατοικούμε και που σημαίνει για εμάς τόσα περισσότερα από τον καρτεσιανό χώρο των τριών διαστάσεων. Αυτός είναι ο χώρος της Αρχιτεκτονικής, αυτός θα πρέπει να είναι και ο χώρος των αρχιτεκτόνων, δεν κουράζεται να γράφει ο Παπαϊωάννου. Γιατί, μαζί με την κριτική σκέψη, το βίωμα είναι η βάση και η κινητήριος δύναμη για να σχεδιάσουμε και να κατασκευάσουμε τα κτήριά μας. Είναι τόσο απλό αλλά και τόσο πολύπλοκο ταυτοχρόνως, τόσο προφανές αλλά και τόσο φευγαλέο. Όπως συνηθίζει να λέει ο δάσκαλος Τάσης Παπαϊωάννου, για τους αρχιτέκτονες είναι η «βασανιστική και επίπονη διαδικασία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης», όταν η σκέψη πασχίζει να σταθεροποιηθεί στο χαρτί και σταδιακά να πάρει μορφή, ενώ ταυτοχρόνως ξεγλιστρά σαν χίμαιρα.
*Η ΔΑΦΝΗ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι αρχιτέκτων μηχανικός και διδάκτωρ της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η αρχιτεκτονική, λοιπόν, είναι το χτισμένο κείμενο ενός ύμνου. Κι αυτό που εξυμνείται δεν είναι κάτι υπερβατικό, απόκρυφο, ιδεατό. Είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου και μάλιστα στην πιο απλή, γνήσια και πηγαία εκδοχή της. Του ανθρώπου που μάταια προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση στον στοιχειωμένο κύκλο της ζωής και του θανάτου, στο ανερμήνευτο, άγνωστο και ανεξιχνίαστο πεπρωμένο του».
Από τον Τόμο Α’ «Η γλώσσα της Αρχιτεκτονικής»