Για τη συλλογή μελετών του Tadashi Suzuki «Πολιτισμός είναι το σώμα – Κείμενα για το θέατρο» (μτφρ. – σχόλια: Αναστάσης Ροϊλός, εκδ. Κείμενα).
Του Νίκου Ξένιου
Ο Ταντάσι Σουζούκι ίδρυσε στην Τόγκα, στα βουνά του νομού Τογιάμα, την ομάδα Suzuki Company of Toga (SCOT), όπου διοργάνωσε το πρώτο διεθνές φεστιβάλ θεάτρου. Από το 1995 έως το 2007 διετέλεσε γενικός καλλιτεχνικός διευθυντής του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών της Σιζουόκα (Sizuoka Performing Arts Center/SPAC) και προέδρευσε στο συμβούλιο των σκηνοθετών του Ιδρύματος Παραστατικών Τεχνών της Ιαπωνίας (NBS/Japan Performing Arts Foundation, 2000-2010). Υπήρξε συνιδρυτής του κινήματος Angura στην Ιαπωνία της δεκαετίας του ’60 και ίδρυσε τη θεατρική ομάδα Waseda Little Theatre, που αξιοποίησε το φυσικό ταλέντο της ηθοποιού Καγιόκο Σιραίσι.
Διασκεύασε κλασικά έργα και σκηνοθέτησε μεγάλο αριθμό παραστάσεων σε διεθνείς συνεργασίες, ενώ παράλληλα δίδασκε τη μέθοδό του σε σχολές και σε θέατρα ανά τον κόσμο (στη Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας). Μαζί με τον Θόδωρο Τερζόπουλο θεμελίωσαν τον θεσμό της Θεατρικής Ολυμπιάδας (όπου, κατά καιρούς, συμμετείχαν το «Άττις» του Τερζόπουλου, το Laboratory Theatre Space του Γκροτόφσκι με τη νέα του σύνθεση, το Τεάτρο Πίκολο του Στρέλερ με τη νέα του σύνθεση, ο Πήτερ Χωλ, ο Πέτερ Στάιν, ο Ντέκλαν Ντόνελαν, ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, ο Ρατ Τιάν, ο Αντούνες Φίλιο, ο Τόμας Οστερμάγιερ, ο Μπομπ Ουίλσον, ο Χάινερ Μίλερ, ο Γιούρι Λιουμπίμοφ, ο Ακινουάτε Ουόλε Σογίνκα, ο Τόνι Χάρισον, η Νούρια Έσπερτ και άλλοι).
Η σκέψη και η πρακτική του Ταντάσι Σουζούκι επηρέασαν το παγκόσμιο θέατρο, και όσοι είδαμε παραστάσεις του στους Δελφούς ή στην Επίδαυρο αισθανθήκαμε, από τα πρώτα νεανικά μας χρόνια, τη βαρύτητα της σωματικής/ψυχικής άσκησης του ηθοποιού, τη σημασία της διαμόρφωσης του θεατρικού χώρου και το έντονο υπερεθνικό γνώρισμα του ύφους του. Πρωτοπόρος στις εκπαιδευτικές μεθόδους του θεάτρου, διανοίγει τον ορίζοντα μιας πλήρους τοποθέτησης –ανθρωπολογικής, φιλοσοφικής και θεατρολογικής– σε ό,τι αφορά τη συνθήκη γένεσης και ανανέωσης της τέχνης του: τον ηθοποιό και τη σχέση του με το κοινό.
Πρωτοπόρος στις εκπαιδευτικές μεθόδους του θεάτρου, διανοίγει τον ορίζοντα μιας πλήρους τοποθέτησης –ανθρωπολογικής, φιλοσοφικής και θεατρολογικής– σε ό,τι αφορά τη συνθήκη γένεσης και ανανέωσης της τέχνης του: τον ηθοποιό και τη σχέση του με το κοινό.
Στα όρια αυτής της θεμελιώδους διαλεκτικής, χρησιμοποιεί μιαν εύληπτη, γλαφυρή γλώσσα κι επιστρατεύει παραδείγματα ξεκάθαρα από το κλασικό ρεπερτόριο. Ξεκινά από την Τραγωδία και την παράδοση των Ελλήνων που τόσο τον έχει απασχολήσει, ως μια εκ των τριών κύριων προσεγγίσεων της σχέσης του ανθρώπου με το θεϊκό στοιχείο. Συνεχίζει με το θέατρο Νο και το Θέατρο Καμπούκι, κατόπιν με το θέατρο του νατουραλισμού, δηλαδή με τη στροφή των θεατρικών κειμένων στον ανθρώπινο ψυχισμό, στην εποχή της σταδιακής ρήξης του ανθρώπινου με το θείο στοιχείο. Ολοκληρώνει την πραγματεία του με την αναφορά στο Θέατρο του Παραλόγου (Μπέκετ, Πίντερ), που κατ’ ουσίαν αναστρέφει τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο εξαφανίζοντας οποιοδήποτε σημείο αναφοράς πέραν της ανθρώπινης οντότητας: σαν να κλείνει το θέατρο έναν κύκλο, επιστρέφοντας στην αρχική του ανάγκη για ανάκτηση της σχέσης προς το σώμα του –και μέσω αυτής– με το θεϊκό στοιχείο που δυνάμει φέρει.
Πάγια πεποίθηση του Σουζούκι είναι πως η τελειότητα στην ερμηνεία είναι ανέφικτη, ωστόσο ο ηθοποιός πρέπει να εξαντλήσει τα όρια των δυνατοτήτων του μέσα από την επίπονη άσκηση, ώστε να προσεγγίσει τη σωματική συνείδηση που θα τον βοηθήσει να προσεγγίσει την τελειότητα. «Στην ίδια γραμμή με τους καλλιτέχνες της ιαπωνικής avant-garde, ο Σουζούκι τοποθετήθηκε κριτικά απέναντι στον υποτιθέμενο εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας, καταδικάζοντας την αμερικανομανία των συμπατριωτών του, και πρόκρινε έναν ωφέλιμο ενδο-πολιτισμικό θετικισμό, διακηρύσσοντας την επιστροφή στις παραδοσιακές θεατρικές αξίες της Ιαπωνίας» γράφει ο Γιώργος Σαμπατακάκης[1].
Εικόνες, μύθοι και πλήθος άλλων πολιτισμικών δεδομένων (για παράδειγμα: το πώς κάθεται για να φάει ο μέσος Ιάπωνας) είναι το υλικό που ο Σουζούκι θα κομίσει επί σκηνής για να επανενεργοποιήσει την κρυφή θεατρική ποιότητα που ανιχνεύει στην παραμικρή κίνηση και στο παραμικρό ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Στις «Βάκχες» του ο θεός Διόνυσος είναι ντυμένος και μιλά ιαπωνικά κρατώντας μπαστούνι μοναχού και έρχεται σε αντιπαράθεση (και δυσκολία επικοινωνίας) με έναν Πενθέα αγγλόφωνο, ντυμένο σαν σαιξπηρικό βασιλιά.
Αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «εξαπάτηση» δεν είναι μόνο η παραβίαση του νατουραλισμού. Είναι η επιδίωξη της «γητειάς», της γοητείας που θα ασκήσει ο ηθοποιός στο κοινό του μέσα στον δεδομένο χώρο όπου διενεργείται η επιτέλεση. Φυσικά, στο εύρος των θεατρικών ειδών ο ιάπωνας δάσκαλος περιλαμβάνει κάθε κείμενο, θεατρικό ή μη, κάθε λεκτικό ερέθισμα που θα μπορούσε, δυνητικά, να παραγάγει τη θεατρική πράξη: εν ολίγοις, δεν θεωρεί ότι το θέατρο είναι πρωτίστως λογοτεχνία, γιατί το είδος της αισθητικής συγκίνησης που παράγει η λογοτεχνία είναι τελείως διαφορετικό από τη σωματοποιημένη αισθητική συγκίνηση που συνείρει το genre «θέατρο»: αυτή η γενίκευση/συμπερίληψη τόσων διαφορετικών αισθητικών μορφών, η συνόψιση και απλούστευση αιώνων θεωρητικής πραγμάτευσης του είδους, δεν είναι παρά η θεωρητική σκευή βάσει της οποίας ο Σουζούκι εργάστηκε ως θεράπων της τέχνης του, αφήνοντας μια παρακαταθήκη ιστορικών παραστάσεων. Αρκεί κανείς να ανακαλέσει τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, το καλοκαίρι του 1985 στους Δελφούς[2], τον «Οιδίποδα Τύραννο» το 2008 ή την «Ηλέκτρα» (συνδυασμό των έργων του Χόφμανσταλ και του Ευριπίδη) το 2009: παραστάσεις που επανήλθαν, και που θα επανέρχονται πάντα.
Λίγα λόγια για τον μεταφραστή
Ο Αναστάσης Ροϊλός, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε υποκριτική στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από την οποία αποφοίτησε με Άριστα. Έχει εκπαιδευτεί στις μεθόδους του Θεόδωρου Τερζόπουλου και του Ταντάσι Σουζούκι στην Τόγκα της Ιαπωνίας. Στη δουλειά με το σώμα έχει επίσης διδαχθεί από τους Δάφνι Κόκκινο, Nikolai Karpov (RATI-GITIS), RootlessRoot, Amalia Bennett και Κωνσταντίνα Ευθυμιάδου. Στο θέατρο έχει συνεργαστεί με τους σκηνοθέτες Γ. Νανούρη, Δ. Καραντζά, Ρ. Εσκενάζυ, Δ. Κωνσταντινίδη, Δ. Παπαδόπουλο, V. Fokin, A. Dilworth, Θ. Μοσχόπουλο, Π. Δανελάτο, Κ. Γεράρδο, Κ. Βασιλειάδου, Τ. Ράτζο, Σ. Μιχαηλίδου, Δ. Τσιλινίκο σε παραγωγές του ΚΘΒΕ, του Εθνικού Θεάτρου, κ.α. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πέραν της υποδειγματικής λιτότητας της σκέψης του Σουζούκι, το βιβλίο Πολιτισμός είναι το σώμα μπορεί να διαβαστεί με άνεση για τον επιπλέον λόγο ότι η μετάφρασή του στα Ελληνικά είναι ιδιαίτερα φροντισμένη και κάθε άλλο παρά διεκπεραιωτική: ο μεταφραστής προσεγγίζει με δέος τη σκέψη και την εμπειρία της σχολής της Τόγκα όπου ο ίδιος φοίτησε, προσθέτοντας ένα πολύτιμο πόνημα στην υπάρχουσα στη χώρα μας βιβλιογραφία για το θέατρο. Η μέθοδος επιτέλεσης του Ταντάσι Σουζούκι αποκτά, μέσα από αυτά τα δομικά για τον μέσο θεατρόφιλο κείμενα, τεράστιο εύρος επιρροής σε κάθε σύγχρονο σκηνοθέτη, σε κάθε νέο ηθοποιό που πειραματίζεται με τις δυνάμεις του, σε κάθε θεωρητικό της δραματουργίας και σε κάθε επίδοξο θεατρικό συγγραφέα, δηλαδή σε κάθε διαφορετική προσέγγιση του θεατρικού γεγονότος.
Σημειώσεις
[1]. Γιώργος Σαμπατακάκης: Καταστροφέας και επαναστάτης. Ο Σουζούκι Ταντάσι στο Σύμπαν των Φαιδριάδων, μελέτη
[2]. 1η Διεθνής Συνάντηση Αρχαίου Δράματος στο Αρχαίο Στάδιο Δελφών, 10/5/1985
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).