Διαστέλλοντας τα όρια της ερμηνείας: μια δημιουργική οπτική ανάλυσης του σύγχρονου θεάτρου. Για τη μελέτη του Δημήτρη Τσατσούλη «Η θεωρία των πιθανών κόσμων και η δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη» (εκδ. Σοκόλη).
Της Δήμητρας Κονδυλάκη
Η φαντασία ενσαρκώνει χαρακτήρες που ζουν στα βάθη της ύπαρξης.
Όταν γράφουμε, ανεβαίνουν στην επιφάνεια, παίρνουν σχήμα και σώμα στην πραγματικότητα του βιβλίου.
Και τότε εμφανίζεται ο χαρακτήρας που τους αντιστοιχεί. Είμαι σίγουρη ότι όταν ο Ντ. Χ. Λώρενς
έγραψε τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ, μια πραγματική Λαίδη Τσάτερλυ εμφανίστηκε.
[...] Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο γράφω, όχι για να γίνω διάσημη
ή για να με θαυμάζουν μετά θάνατον, αλλά για να ομορφύνω και να δημιουργήσω τη ζωή γύρω μου.
Anaïs Nin, Ημερολόγιο 1939-1944
Η θεωρία της λογοτεχνίας με την ίδια την πράξη της λογοτεχνίας είναι συγκοινωνούντα δοχεία – η μία δημιουργεί τις προϋποθέσεις της άλλης, η μία γίνεται ο χώρος που επιτρέπει την ανάπτυξη της άλλης. Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία αποτυπώνει η μελέτη του Δημήτρη Τσατσούλη Η θεωρία των πιθανών κόσμων και η δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη, προτείνοντας μια δημιουργική οπτική ανάλυσης ιδιαίτερα εστιασμένη στο σύγχρονο θέατρο.
Oι πιθανοί κόσμοι της γραφής είναι μπροστά, δεν κρύβονται. Δεν είναι κατασκευές του συγγραφέα, αποτελούν, αντίθετα, «σημειωτικά συστήματα» στο οπλοστάσιο του αναγνώστη, που εμπλουτίζουν τη θεωρία της διακειμενικότητας ως δικό της αναλυτικό εργαλείο.
Ο τίτλος του μπορεί να ξενίζει: Τι είναι αυτοί οι «πιθανοί κόσμοι»; Κάτι υπερβατικό, απομακρυσμένα σύμπαντα κρυμμένα στα ενδότερα στρώματα της θεατρικής γραφής που μια εστιασμένη ανάγνωση μπορεί να αποκαλύψει; Όχι, οι πιθανοί κόσμοι της γραφής είναι μπροστά, δεν κρύβονται. Δεν είναι κατασκευές του συγγραφέα, αποτελούν, αντίθετα, «σημειωτικά συστήματα» στο οπλοστάσιο του αναγνώστη, που εμπλουτίζουν τη θεωρία της διακειμενικότητας ως δικό της αναλυτικό εργαλείο. Αλλά και αποκαλύπτουν τη σχετικότητα κάθε ερμηνείας προτείνοντας κατά κάποιον τρόπο μια διαστολή του βιώματος της πραγματικότητας.
Η μελέτη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, με τίτλο «Πιθανοί κόσμοι – Παράλληλα σύμπαντα – Διακοσμικές ταυτότητες», συνομιλώντας με μελετητές όπως οι Lubomir Dolezel (Heterocosmica. Fiction and possible worlds), Ruth Ronen (Possible Worlds in Literary Theory), Keir Elam (The Semiotics of Theatre and Drama), Alice Bell (The Possible Wolds of Hypertext Fiction), Elena Semino (Possible Worlds: Stylistic Applications) κ.ά. και θεμελιώδη αναφορά τον Umberto Eco που την εισήγαγε στα τέλη του '70 (Lector in fabula), ο συγγραφέας αναλύει τη λογοτεχνική «Θεωρία των πιθανών κόσμων» στην κατεύθυνση μιας αμφισβήτησης «της θεωρίας της μίμησης […] η οποία υποστηρίζει ότι οι μυθοπλασίες είναι απομιμήσεις ή αναπαραστάσεις του υπαρκτού κόσμου»1 και η οποία πράγματι παραμένει, όπως λέει, εξαιρετικά ανθεκτική. Δεν χρειάζεται παρά να σκεφτούμε την αναβίωση του νατουραλισμού στο θέατρό μας για να επιβεβαιώσουμε την ανθεκτικότητά της.
Διευκρινίζοντας εξαρχής ότι, σε αντίθεση με τον χώρο των φυσικών επιστημών όπου εκκρεμεί πάντα μια επαλήθευση, «η Σημαντική των Πιθανών Κόσμων αδιαφορεί για την όποια επαλήθευση αφού πρόκειται για θεωρητικές κατασκευές που λειτουργούν επεξηγηματικά ως προς τις σημασιακές δομές των αφηγηματικών δραματικών κόσμων και όχι ως προς την αντικειμενική ύπαρξη των κόσμων αυτών»2, ο Τσατσούλης μας πείθει με το εύρος και την ευστοχία των παραδειγμάτων του (τόσο από τον χώρο της λογοτεχνίας και της φιλμογραφίας όσο και από τον χώρο της σύγχρονης δραματουργικής παραγωγής, που έχει απελευθερωθεί σε μεγάλο μέρος της από της δεσμεύσεις της ρεαλιστικής πλοκής) ότι πράγματι έχει ενδιαφέρον να αξιοποιήσουμε για την ανάλυση του δράματος παρατηρήσεις από τον χώρο της κβαντομηχανικής – κάτι που θα μας απομάκρυνε από μια μονοσήμαντη ανάγνωση αλλά και που αντιστοιχεί φυσικά πολύ περισσότερο σε μια μετα-αναπαραστατική αισθητική.
Άραγε όμως ένας μόνο κόσμος είναι εφικτός; Και κυρίως, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για να μετακινηθούμε από τον κόσμο όπου υποτίθεται ότι ζούμε ή για να τον μετασχηματίσουμε; Αυτό είναι το πραγματικό ζήτημα και δεν έχει στην ουσία να κάνει με τίποτε άλλο παρά με την ενεργοποίησή μας ως παρατηρητή, με την ενεργοποίησή μας ως αναγνώστη.
Αξιοσημείωτη λόγου χάριν, όσο κι αν είναι τολμηρή, είναι η μεταφορική χρήση του γνωστού «παραδόξου της γάτας του Σρέντιγκερ» στην προσέγγιση του Αντόνιο της Λούλας Αναγνωστάκη. Όπως η γάτα σ’ αυτό το παράδειγμα που μπορεί να είναι εξίσου νεκρή και ζωντανή «διότι το σύμπαν έχει χωριστεί σε δύο παράλληλα σύμπαντα εκ των οποίων το καθένα αντιπροσωπεύει μια διαφορετική έκβαση της παρατήρησης […] και μάλιστα εξίσου πραγματικά και αντικειμενικά»3, έτσι και οι δύο κόσμοι που υπονοούνται στον Αντόνιο, το δημοκρατικό Λονδίνο και η δικτατορική Αθήνα, συνυπάρχουν σε παραλληλία και είναι εν δυνάμει ενεργοί. Το θέμα είναι, όπως παρατηρεί ο μελετητής, «σε ποιον από τους δυο πιθανούς αλλά εξίσου πραγματικούς κόσμους ζει κανείς, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είναι ο μόνος εφικτός»4. Άραγε όμως ένας μόνο κόσμος είναι εφικτός; Και κυρίως, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για να μετακινηθούμε από τον κόσμο όπου υποτίθεται ότι ζούμε ή για να τον μετασχηματίσουμε; Αυτό είναι το πραγματικό ζήτημα και δεν έχει στην ουσία να κάνει με τίποτε άλλο παρά με την ενεργοποίησή μας ως παρατηρητή, με την ενεργοποίησή μας ως αναγνώστη. Πρόκειται για μια θέση κληρονομημένη βέβαια από τη Νέα Λογοτεχνική Κριτική του ’60 και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κειμένου που διαδέχεται το Έργο στην οπτική του Ρολάν Μπαρτ: πάνω απ’ όλα, την πληθυντικότητα του νοήματος και την υπονόμευση της παντοδυναμίας του συγγραφέα από τη λειτουργία του αναγνώστη που απελευθερώνει εντέλει την απόλαυση και τα νόηματα του κειμένου.
Υπό μια τέτοια λογική, θα λέγαμε πως η ίδια η εννοιοδότησή του «Θεάτρου του Παραλόγου» και η παλαιότερη θεώρησή του που στηριζόταν στην παρατήρηση της λογικής αναντιστοιχίας λόγου και κατάστασης εντός της πλοκής (θυμόμαστε πόσο ταυτίστηκε η Αναγνωστάκη στα πρώτα της βήματα μ’ αυτή τη Σχολή) ακυρώνεται. Καθώς σε μια θεωρία των Πιθανών Κόσμων, δεν είναι λογικά παράλογο ή απίθανο, λόγου χάριν, η κυρία Μπόμπυ Γουάτσον στη Φαλακρή τραγουδίστρια να είναι «υπερβολικά ψηλή κι υπερβολικά γεροδεμένη» και ταυτόχρονα, «υπερβολικά κοντή και υπερβολικά λεπτή» ή ο Κίμωνας στην Πόλη −που αναλύει εξαιρετικά ο Τσατσούλης στο β΄μέρος του βιβλίου− να «τυφλώνεται» ενώ τα μάτια του είναι «σε άριστη κατάσταση» και «βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι». Είναι πιθανό και ενδεχόμενο, αντίστοιχα με τις πιθανές οπτικές γωνίες της κατάστασης αυτής. Γιατί, ακριβώς, όπως παρατηρεί ο Keir Elam σύμφωνα με τον Τσατσούλη, «οι παραβιάσεις λογικών αρχών και φυσικών νόμων που παρατηρούνται σε έργα του Παραλόγου εκλαμβάνονται ως παρεκκλίσεις από εκείνους ακριβώς τους νόμους που διέπουν τον πραγματικό κόσμο»5. Ωστόσο «η έννοια της προσβασιμότητας στον πραγματικό κόσμο όπως και η κάλυψη των κενών που δημιουργεί ένας μυθοπλαστικός Πιθανός κόσμος εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την αποκαλούμενη από τον Έκο εγκυκλοπαίδεια του αναγνώστη/θεατή»6. Που σε κάθε περίπτωση διαφοροποιείται…
Δυστυχώς ο χρόνος δεν επαρκεί για να αναφερθούμε αναλυτικά στις πτυχές αυτής της θεωρίας όπως αναπτύσσονται στο α’ μέρος του βιβλίου, ούτε στα πλείστα παραδείγματα που τις εικονογραφούν από τη γιαπωνέζικη λογοτεχνία, τον Μουρακάμι και τον Γιασούσι Ινόουε, ως τον Προσπέρ Μεριμέ και τον Μολιέρο κι από τη Λούλα Αναγνωστάκη και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ως τα πιο πρόσφατα δείγματα της θεατρικής γραφής, ελληνικά και διεθνή: από τον Δημήτρη Δημητριάδη, τον Γιάννη Μαυριτσάκη και την Έλενα Πέγκα ως τον Αντρέα Φλουράκη και τον Νικ Πέιν με τους Αστερισμούς του.
Τα πρόσωπα της Αναγνωστάκη «δεν είναι περιχαρακωμένα, κινούνται με μια φαινομενική ασυνέπεια, πράγμα που, όπως σημειώνει η ίδια, τα κάνει να γίνονται πιο πραγματικά, τα κάνει ασαφή και διφορούμενα, κι αυτό εξασφαλίζει την πρισματικότητα της προσωπικότητάς τους και την πολλαπλότητα των σχέσεων μεταξύ τους, και με τα γεγονότα».
Ιδιαίτερη θέση όμως στην προσέγγιση αυτής της θεωρίας κατέχει το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη στο οποίο αφιερώνεται το β’ μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Τροπισμοί και πιθανοί υπο-κόσμοι στη δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη». Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο. Αντίθετα, η επιλογή της Αναγνωστάκη είναι σοφή, τόσο λόγω των έργων της που συνορεύουν πιο στενά με το λεγόμενο θέατρο του Παραλόγου (όπως η Τριλογία της Πόλης ή ο Αντόνιο), όσο κι εκείνων που διατηρούν μια ηθογραφική ή πιο ρεαλιστική επιφάνεια, από την Κασέτα και τη Νίκη ή τον Ήχο του όπλου ως το Ταξίδι μακρυά και τα Διαμάντια και μπλουζ, κι αυτό γιατί και εδώ, εκείνο που αποτυπώνεται πάντα είναι η ασφυξία του ατόμου από την πραγματικότητα κι οι απεγνωσμένες προσπάθειές του να διαφύγει, η συνύπαρξη πραγματικών και ψευδαισθητικών δραματικών καταστάσεων και μια υπογράμμιση από την Αναγνωστάκη της ατέλειας και των δύο –και της πραγματικότητας και του ονείρου– μέσω της ίδιας της κατασκευής της πλοκής.
Τα πρόσωπα της Αναγνωστάκη «δεν είναι περιχαρακωμένα, κινούνται με μια φαινομενική ασυνέπεια, πράγμα που, όπως σημειώνει η ίδια, τα κάνει να γίνονται πιο πραγματικά, τα κάνει ασαφή και διφορούμενα, κι αυτό εξασφαλίζει την πρισματικότητα της προσωπικότητάς τους και την πολλαπλότητα των σχέσεων μεταξύ τους, και με τα γεγονότα»7. Σε μια λογοκρατούμενη, όλο όμως και πιο παράλογη εποχή, η Αναγνωστάκη έρχεται με την υποστήριξη αυτή της πολλαπλότητας να κλονίσει τις βεβαιότητές μας. «Σκάβει» πέρα από άμεσα ορατό, το στενά ψυχολογικό, το κοινωνικά αποδεκτό. Προχωράει πέρα από το καθημερινό στην αποκάλυψη του ανθρώπινου μεγέθους που κρύβεται πίσω από την επιφάνεια: στην τραυματική περιοχή όπου το πάθος και η αγωνία για ζωή συνυπάρχουν με την αίσθηση της ματαίωσης και της αποτυχίας. Κάθε πρόσωπο είναι κι ένας ξεχωριστός κόσμος –ή μάλλον, τουλάχιστον δύο (ο φανερός και ο κρυφός)– κι αυτοί οι κόσμοι πολύ δύσκολα συντονίζονται. Οι άνθρωποι γλιστρούν και σκοντάφτουν αενάως στις ενδιάμεσες γκρίζες ζώνες. Η πραγματικότητα τούς ξεπερνά. Αλλά αυτοί πάντα εξακολουθούν να ελπίζουν.
Φωτογραφία της Λούλας Αναγνωστάκη και του Κάρολου Κουν, από την έκθεση «Δωμάτια Μνήμης – Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2018. Την επιμέλεια της έκθεσης είχε η Δήμητρα Κονδυλάκη σε συνεργασία με τον Μάνο Καρατζογιάννη, τη Λουκία Μαρθα και τον Γρηγόρη Ιωαννίδη. |
Σωστά επισημαίνεται από τον συγγραφέα ο χαρακτηρισμός της Ελένης Βαροπούλου που μιλάει για μια «δραματουργία του μετέωρου»8 κι ακόμα η «ανοιχτότητά»9 της στις υποκειμενικές ερμηνείες τού εκάστοτε αναγνώστη/θεατή του, για την οποία κάνει λόγο ο Βάλτερ Πούχνερ: δύο κεντρικές έννοιες. Το θέατρο της Αναγνωστάκη ενδείκνυται λοιπόν ιδιαίτερα για μια τέτοια προσέγγιση που θα φώτιζε τους πιθανούς υπο-κόσμους κάθε έργου ξεχωριστά – κάτι που αναλαμβάνει με ιδιαίτερη σχολαστικότητα ο Δημήτρης Τσατσούλης σε διακριτά κεφάλαια, κάνοντας δημιουργική χρήση της πλούσιας ελληνικής βιβλιογραφίας γύρω από το έργο της. (Υπό έκδοση βρίσκεται κι ένα εκτενές δικό μου άρθρο για την ιδιαίτερη σχέση της Λούλας Αναγνωστάκη με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, αναθέτη και πρώτο σκηνοθέτη των περισσότερων έργων της10).
«Διαχρονικές αμφισημίες και ασύμπτωτα μιας Παρέλασης»11, «Η ανομία ως αντικείμενο πιθανών βουλητικών/δοξαστικών υπο-κόσμων των προσώπων»12 (Για τη Νίκη και τον Ουρανό Κατακόκκινο), «Συγκρουόμενοι υπο-κόσμοι και διακοσμική ταυτότητα»13 (Για το Σ’ εσάς που με ακούτε), «Ομόλογοι φαντασιακοί υπο-κόσμοι»14 (Για την Πόλη), «Ματαιωμένοι βουλητικοί κόσμοι και το κοινωνικά χειραγωγημένο σώμα του δραματικού προσώπου»15 (Για την Κασέτα), «Ονειρικοί υπο-κόσμοι και ρευστές ταυτότητες δραματικών προσώπων»16 (Για το Διαμάντια και μπλουζ, το Ταξίδι μακριά και τη Συναναστροφή) είναι οι τίτλοι των χωριστών αυτών κεφαλαίων που, στο σύνολό τους, προτείνουν μια προσέγγιση της έργου της δυναμική, ενεργητική, παιγνιώδη, απαλλαγμένη από στενά ψυχολογικά, όσο και ηθογραφικά ή ιστορικο-κοινωνικά πρότυπα και η οποία εντέλει εντοπίζει την ιδιαιτερότητα της γραφής της Αναγνωστάκη στην αφηγηματική της γενναιοδωρία, στα σπέρματα δηλαδή νέων κόσμων που εμπεριέχει, στην ικανότητά της να προκαλεί νέες αφηγήσεις.
Αν προσπελάσει κανείς την περίπλοκη, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, τεκμηρίωση της προσέγγισης αυτής, αντιλαμβάνεται ότι η στόχευσή της είναι πραγματικά ανατρεπτική. Μελετώντας το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη υπό το πρίσμα των πιθανών κόσμων, ο συγγραφέας μας προτρέπει να ονειρευτούμε, να τολμήσουμε να επινοήσουμε και να υπάρξουμε σε ένα μοντέλο διαφορετικό από το προφανές. Καθώς συνδέει την επινόηση των «εναλλακτικών» χαρακτήρων της Λούλας, που δεν συμμορφώνονται με την ηθική του πραγματικού −παράξενων (όπως ο φωτογράφος στην Πόλη), παραβατικών (όπως ο Γιάννης στον Ήχο του όπλου και η Σοφία στο Σ’ εσάς που με ακούτε), ακραίων (όπως ο Παύλος στην Κασέτα) και τόσων άλλων− με την αντίσταση σε παγιωμένες συνήθειες και στάσεις που μας καθηλώνουν σε μια ολοένα πιο υλιστική, αντιπνευματική ύπαρξη.
Αντρέας Στάικος, Δήμητρα Κονδυλάκη, Πλάτωνας Μαυρομούστακος, Αθηνά Σοκόλη: Οι ομιλητές στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Τσατσούλη Η θεωρία των πιθανών κόσμων και η δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη. |
Το διακύβευμα όμως στο βάθος δεν είναι καθόλου θεωρητικό ή φιλολογικό, είναι απολύτως ζωτικό και αφορά την ίδια την επιβίωση του δημιουργικού πνεύματος σε μια μηχανιστική κοινωνία που ενθαρρύνει την τυποποίηση, την ομοιογενοποίηση και την ισοπέδωση της διαφοράς.
Μέσω μιας τέτοιας προσέγγισης, οι αντιήρωες της Αναγνωστάκη γίνονται κρίκοι στη μακριά αλυσίδα που περιέχει τους μεγαλύτερους αμφισβητίες της αστικής ηθικής στο χώρο του πρωτοποριακού θεάτρου, από τον Ζενέ και τον Κολτές ως τον Δημητριάδη. Το διακύβευμα όμως στο βάθος δεν είναι καθόλου θεωρητικό ή φιλολογικό, είναι απολύτως ζωτικό και αφορά την ίδια την επιβίωση του δημιουργικού πνεύματος σε μια μηχανιστική κοινωνία που ενθαρρύνει την τυποποίηση, την ομοιογενοποίηση και την ισοπέδωση της διαφοράς. Όπως γράφει η Αναγνωστάκη με αφορμή τον Ήχο του όπλου, κάτι που εύστοχα παραθέτει ο Τσατσούλης, «τα πρόσωπα θέλουν να αισθάνονται ελεύθερα. Να το θέλουν περισσότερο από κάθε τι». Στην ουσία, μ’ αυτό έχουν να κάνουν οι πιθανοί κόσμοι: Με την ελευθερία. Με την ελευθερία να φανταστούμε τον εαυτό μας και την πραγματικότητά μας αλλιώς, να σπάσουμε την προβλέψιμη εκδοχή μας και να ζήσουμε πιο βαθιά, με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και με μεγαλύτερη ανοιχτότητα (ακοή) –δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του Σ’ εσάς που με ακούτε– απέναντι στον Άλλον, στους άλλους και τα εναλλακτικά ενδεχόμενα της ζωής.
Η «θεωρία των πιθανών κόσμων» γίνεται έτσι ένα όχημα οραματισμού νέων εφικτών κόσμων τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή. Καθώς όπως υποστηρίζει ο Lubomir Dolezel, «οι μυθοπλαστικοί κόσμοι […] δημιουργούν ποικίλες σχέσεις με τον πραγματικό κόσμο, σχετίζονται λιγότερο ή περισσότερο με την πραγματικότητα»17. Άρα, έχουν τη δυνατότητα να επιδρούν πάνω της, να τη μετασχηματίζουν. Με την προϋπόθεση βέβαια μιας ουσιαστικής, απορροφητικής ανάγνωσης. Ο παρατηρητής είναι υπό αυτή την έννοια ένας εν δυνάμει δημιουργός, καθώς η δημιουργία εκκινεί απ’ το βλέμμα, τη θεώρηση του έξω κόσμου που γεννά με τη σειρά της τον οραματισμό του κόσμου και του εαυτού.
Ο Δημήτρης Τσατσούλης είναι Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πατρών. |
Κάτι τέτοιο τολμήσαμε κι εμείς με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο προτείνοντας την έκθεση Δωμάτια Μνήμης: Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη18 στα πλαίσια του μεγάλου αφιερώματος που επιμελήθηκα (με συνεργάτες τη Λουκία Μάρθα, τον Μάνο Καρατζογιάννη και τον Γρηγόρη Ιωαννίδη) στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2018: να οραματιστούμε και να δημιουργήσουμε έναν παράλληλο κόσμο με υλικά παρμένα από το προσωπικό της σύμπαν, έναν κόσμο που περιείχε αφαιρετικά όλα της τα έργα, όσο το δυνατόν πιο πλήρη κι εντελή και ταυτόχρονα, φυσικά, ατελή αφού ήταν μόνο ένας πιθανός καθρέφτης της. Τα Δωμάτια μνήμης διεκδικούσαν την ατέλειά τους γιατί αποτύπωναν όχι εκείνη, αλλά μ’ ελευθερία τη δική μας σχέση μ’ εκείνη μιλώντας για το δικό μας σήμερα, ατομικό και συλλογικό, με τις ασυνέχειες, τα κενά και τις αντιφάσεις του. Κι επίσης, γιατί καμία μνήμη δεν μπορεί να είναι ακέραια ούτως ή άλλως. Καθένας από μας καλείται να καλύψει μόνος του τα κενά και να συγκολλήσει τα θραύσματα που περιέχει. Το ίδιο συνέβαινε κι εκεί.
Έτσι αισθάνομαι κι αυτό το κείμενο: σαν ακόμα μια όψη ενός μαγικού καλειδοσκόπιου που, γυρνώντας το κανείς, θα αντικρίσει στα καθρεφτάκια του τα Δωμάτια Μνήμης, το Συμπόσιο όπου περιλήφθηκε η εισήγηση του Τσατσούλη για τον Αντόνιο που εντάχθηκε κατόπιν στο βιβλίο19, την παγωμένη, ηλιόλουστη εκείνη μέρα που πάνω στον καναπέ της, ακριβό αντίδωρο του Θανάση Χειμωνά, έγραφα αυτές τις γραμμές, την παρουσίαση του βιβλίου στο Θέατρο Σταθμός στις 20 Ιανουαρίου κι όλους τους παριστάμενους συγγραφείς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες και την ίδια τη Λούλα με το αινιγματικό της βλέμμα να μας κοιτάζει από ψηλά. Ζωές παράλληλες που η ανάγνωση των Πιθανών κόσμων του Δημήτρη Τσατσούλη έβαλε πάλι σε κίνηση ώστε να τις συναρμολογήσουμε από την αρχή…
Σε μια εποχή που οι θεατρικές σπουδές στην Ελλάδα εξακολουθούν να ορίζονται από μια προσέγγιση αυτοαναφορική, θεωρώ λοιπόν την οπτική του πολύτιμη όχι μόνο γιατί αξιοποιεί στο έπακρο τα οφέλη της διεπιστημονικότητας, όχι μόνο γιατί τροφοδοτεί το διάλογο του θεάτρου με τα ρεύματα της σύγχρονης σκέψης και το νοηματοδοτεί εκ νέου αλλά κυρίως γιατί ανοίγει νέους δρόμους στον τρόπο που το σκεφτόμαστε και το συνδέουμε με τη δική μας ζωή και τη δική μας δημιουργική πράξη.
* Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας, δραματολόγος και μεταφράστρια.
Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Ο θεατρικός Δημήτρης Δημητριάδης – Εξερευνώντας τη δυνατότητα του αναπάντεχου» (εκδ. Νεφέλη).
→ Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Θέατρο Σταθμός, με συνομιλητές τον καθηγητή Πλάτωνα Μαυρομούστακο και τον συγγραφέα Αντρέα Στάικο. Τη συζήτηση συντόνιζε η Αθηνά Σοκόλη.
[1] Δημήτρης Τσατσούλης, Η θεωρία των πιθανών κόσμων και η δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη, Εκδόσεις Σοκόλη, 2019,σ. 17.
Η θεωρία των πιθανών κόσμων και η δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη
Δημήτρης Τσατσούλης
Εκδ. Σοκόλη 2019
Σελ. 224, τιμή εκδότη €16,90
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ